Το πρώτο πράγμα που χάρηκα πριν ακόμα φτάσω στο Λονδίνο ήταν η εστία. Πόσο υπέροχο είναι να μένεις στη καρδιά του κέντρου, ένα βήμα από τα πάντα, με όλους τους λογαριασμούς πληρωμένους από τον μπαμπά, σε καινούργιο κτίριο, με τη θεία Λένα στην είσοδο; Πολύ. Η θεια Λένα είναι η φύλακας και με καλοδέχτηκε με τη γκρίζα κουπ της, το μαργαριταρένιο κολιέ και την πλεχτή ζακετούλα της. Κουκλίτσα.
Και ενώ ήμουν φορτωμένη μέχρι τα αυτιά με 2 βαλίτσες, ένα λαπτοπ, μια eastpack, ένα πάπλωμα και τη τσάντα μου, βρέθηκα σε ένα χώρο εκπληκτικό.
Το δωμάτιο μου ευρύχωρο, η κουζίνα πολύ σύγχρονη και μακάρι να ήξερα να τη χρησιμοποιώ, θα τη χαιρόμουνα. Το μπάνιο μου καινούργιο. Ο Μεξικανός δίπλα κούκλος.
Και επειδή όπου και να πας έναν Έλληνα θα τον βρεις, εγώ για να έχω επιλογή έχω πέσει σε ελληνική κοινότητα. Τον πρώτο Έλληνα τον πέτυχα στο ασανσέρ. Του είπα hi, μου απάντησε «γεια σου ρε πατριώτισσα, σε θυμάμαι πρόπερσι στη Πέγκυ Ζήνα». Τη δεύτερη Ελληνίδα την πέτυχα στο εστιατόριο που πήγα να τσιμπήσω. Η τρίτη με κέρασε στριφτό τσιγάρο και θα την αγαπώ για πάντα γιατί το είχα ανάγκη. Η τέταρτη Ελληνίδα εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός την ώρα που έπλενα τα κουζινικά που δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω ποτέ. Μπήκε στη κουζίνα, μου συστήθηκε, της συστήθηκα για να εισπράξω ένα υποτιμητικό «Ελληνίδα είσαι μωρή;;». Περιττό να πω ότι είναι Πολυτεχνείτισσα, από τα βόρεια μέρη και μένει ακριβώς δίπλα μου.
Μια ακόμα Ελληνίδα που πέτυχα ήταν με τη μαμά της και η μαμά της επέμενε να με πάρει αγκαλιά μόλις άκουσε πως η δικιά μου δεν είναι εδώ.
Να είμαι ειλικρινής. Δεν είναι μόνο Έλληνες. Είναι και Κύπριοι. Πάντως στους διαδρόμους ελληνικά ακούς. Σαν στο σπίτι σου ένα πράγμα.
Δεν γνώρισα μόνο Έλληνες όμως. Την πρώτη μέρα μου χτύπησαν την πόρτα και δύο Αγγλιδούλες. Εγώ εκείνη την ώρα απολύμαινα με dettol το χώρο φορώντας πλαστικά γάντια μιας χρήσης, ενώ η μυρωδιά του απορρυπαντικού ήταν αφόρητη καθώς για λόγους ασφαλείας το παράθυρο δεν ανοίγει τελείως. Ήμουν μια ζωγραφιά, αλλά οι αγγλιδούλες δεν ξαναφάνηκαν. Γιατί;
Τέλος, το δωμάτιο μου έχει ένα μειονέκτημα. Το παράθυρό μου βλέπει σε μια εταιρία στην οποία ο κόσμος δουλεύει. Πρέπει μάλιστα να δουλεύει πολύ. Αυτό πρέπει να το κοιτάξω. Είχα συνηθίσει στην Αθήνα να είμαι με κατεβασμένες τις τέντες. Εδώ τους βλέπω. Σκασίλα μου. Και με βλέπουνε. Καθόλου σκασίλα μου.
Με απασχολούν πολλά αυτές τις μέρες. Το πιο σημαντικό όμως είναι ένα. Πόσο Αγγλάκι θα γίνω;;