Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27, 2008

Εγώ, η ανώνυμη blogger

Προσπαθώ να αγιάσω, να διαβάσω και σαν παιδί κι εγώ να περάσω όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα γίνεται αυτή την ανοργασμική περίοδο που λέγεται εξεταστική και μου έχει κατσικωθεί χωρίς να λέει να με απαλλάξει από την παρουσία της αλλά εδώ ανατρέπονται καθεστώτα που όπως έμαθα τραγουδάει και η Νατάσσα. Για την ακρίβεια το καθεστώς έχει σκοπό σε παγκόσμια πρώτη να μας ζητήσει να γράφουμε με ονοματεπώνυμο. Οι λόγοι είναι προφανείς. Κατ’ αρχάς πληρωνόμαστε οπότε κάπου πρέπει να λογοδοτούμε και αφού δεν έχουμε νταβατζή, συγγνώμη εκδότη ήθελα να πω, η λατρεμένη κυβέρνηση θα αναλάβει αυτό το ρόλο. Όχι του νταβατζή. Του εκδότη καλέ. Επιπλέον όλοι όσοι εκθέτουμε δημόσια τα γραπτά μας κατά βάθος είμαστε τρελές ψωνάρες οπότε λίγη παραπάνω δημοσιότητα δεν θα μας χαλάσει. Άσε που πίσω από τη Cinderella μπορεί να κρύβεται η μικρανηψιά του Ξηρού, η αδερφή του Κουφοντίνα, ή η γιαγιά της Τσέκου οπότε κάπως πρέπει να μας ελέγχει το σύστημα. Όχι, από όποια πλευρά κι αν το εξετάσουμε είναι απόλυτα λογικό.

Θα πρότεινα μάλιστα να μην γράφουμε απλά ονοματεπώνυμο μήπως και σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και λόγω συνωνυμίας μπουζουριάσουν άλλον στην καλύτερη ή μας κλέψει τη δόξα κάνας τρίτος ξάδερφος από το σόι του πατέρα στη χειρότερη. Να βάζουμε επίσης αριθμό ταυτότητας, και πολιτικά φρονήματα. Το θρήσκευμα είναι très banal. Επίσης προαιρετικά θα έλεγα να γράφουμε και τι βρακί φοράμε. Γιατί από το βρακί φαίνεται ο άνθρωπος.

Φυσικά αν θέλουμε να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο και να μη λάβουμε απλά μερικά μέτρα καλό θα είναι να απαγορευθεί το σερφάρισμα στο ίντερνετ μετά τις 11 το βράδυ. Οι πάροχοι να κλείνουν το γενικό διακόπτη γιατί ποιος ξέρει τι σάτυροι και όργια γίνονται τις ώρες που η κυβέρνηση γέρνει λιγάκι να ξεκουραστεί. Επίσης για να μην προκληθεί οποιουδήποτε είδους περίεργη κλίκα ο διαχειριστής του κάθε blog θα πρέπει να δηλώνει τις ώρες που οι on line χρήστες ξεπερνούν τους 5. Τέλος, χρονοβόρο αλλά πραγματικά καινοτόμο θα είναι ο καθένας από μας στο τέλος του κάθε μήνα να υποβάλλει το ιστορικό των συνομιλιών του από το msn στις αρμόδιες αρχές. Αυτά τα μέτρα με μικρές παραλλαγές είχε θέσει σε εφαρμογή και ένα άλλο μεγάλο μυαλό κάποτε αλλά η χώρα ήταν πολύ πίσω για να το ακολουθήσει.

Υ.Γ. Άκουσα ότι δημοσιογράφος του Βήματος υποστηρίζει πως εκβιάστηκε από το press-gr. Κι εγώ η ταπεινή παξιμαδοκλέφτρα έχω μια απορία δεδομένου ότι τον κύριο τον λένε Χιώτη αλλά εγώ τον μόνο Χιώτη που ξέρω είναι το Μανώλη που έχει ερμηνεύσει απίστευτα άσματα με τη Μαίρη Λίντα τις πάλαι ποτέ καλές εποχές της αθωότητας. Αν κάποιος θέλει να εκβιάσει γιατί να το κάνει σε κάποιον τριτοδεύτερο; Κι αυτός ο τριτοδεύτερος γιατί το θυμήθηκε τώρα;
Πάντως σε αυτή τη χώρα ο εκβιασμός είναι πολύ της μόδας. Την αρχή έκανε ο Άγγελος εκβιάζοντας τη Ρεγγίνα με το dvd που δείχνει το Στράτο να σκοτώνει τον επιχειρηματία στον οποίο δούλευε η Έλσα στις αρχές του πρώτου κύκλου της «Βέρας στο Δεξί». Ακολούθησε η Τσέκου με το Ζαχόπουλο, τώρα ο Χιώτης (όχι ο Μανώλης, λέμε!!) και φυσικά ο Θέμος. Τελικά τι τιμή έχει η τιμή του πρωθυπουργού μάθαμε; Η΄ αλλιώς 50 δευτερόλεπτα διά 5.5 εκατ. ευρώ πλην το κακούργημα πόσο μας κάνει;

Υ.Γ.2 Λέγαμε ότι το .com μας προφυλάσσει. Μπούρδες. Η βλακεία είναι αήττητη. Και η Δεξιά επίσης.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2008

Ελ Μπαρμούντο


Ανέκαθεν πίστευα ότι η πολιτική είναι η καρφίτσα που τρυπά το τσόφλι του μικρόκοσμού μας. Σήμερα που περισσότερο από κάθε άλλη φορά αυτός ο μικρόκοσμος έχει μεγεθυνθεί εις βάρος των πραγματικών γεγονότων, εις βάρος των αληθινών εξελίξεων και εις βάρος της πραγματικότητας και της ιστορίας που γράφεται γύρω μας, η ανάγκη και μόνον ενός χαιρετισμού σε ένα ηγέτη που άφησε το στίγμα του σε αυτό τον αιώνα είναι πιο επιβεβλημένη παρά ποτέ. Σαν φόρος τιμής στο κομμάτι εκείνο της Κούβας δεν θα είναι ποτέ ίδιο και στα χρόνια της αθωότητας που περνούν ανεπιστρεπτί. Στον άντρα εκείνο που άγγιξε τα άκρα σε κάθε πτυχή του βίου του. Που έπαιξε με τους δικούς του όρους αυτή την ιδιότυπη παρτίδα σκάκι με τα υπόλοιπα κράτη και κυρίως με την Αμερική, φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από το Ρουά Ματ. Στρίμωξε και στριμώχτηκε ως άξιος αντίπαλος που ήταν πολύ σκληρός για να πεθάνει, από το παιχνίδι όμως δε βγήκε ποτέ και ίσως αυτό έχει περισσότερο σημασία από όλα. Ότι άφησε το αποτύπωμά του στην ιστορία είναι κοινά αποδεκτό, η ιστορία όμως είναι ιδιαίτερα νωπή για να τον κρίνει. Το μελάνι δεν έχει στεγνώσει ακόμα κι επειδή η ρουφιάνα έχει ως συνήθεια να εκδικείται ενίοτε βάναυσα όσους με ανεξίτηλη μπογιά άφησαν τη σφραγίδα τους πάνω της γράφοντας ξεχωριστά και αυτόνομα κεφάλαια της ιστορίας, ελπίζω ο Κάστρο να αποτελέσει εξαίρεση. Εξαίρεση όχι ευνοϊκή ή μεροληπτικά γερμένη προς τη πλευρά του αλλά ούτε κατακριτέα. Αντικειμενική στο μέτρο του Δυνατού. Δίκαια στο μέτρο του Αδυνάτου.

Υ.Γ. Για λίγο καιρό θα κλείσω τις κουρτίνες μου. Θα αφήσω τα παντζούρια να μπαίνει φως και θα περνώ για στιγμές χαλάρωσης από τον καναπέ, όμως δεν θα γράφω καινούργια κείμενα και δύσκολα θα αφήνω σχόλια στα δικά σας στέκια. Θα σας διαβάζω όμως όσο μπορώ και αυτό είναι υπόσχεση. Η πραγματική ζωή εκεί έξω απαιτεί όλη μου την ενέργεια για λίγο και πρέπει να της τη δώσω. Δεσμεύομαι να επιστρέψω δριμύτερη και να παίξω σε όλα τα παιχνίδια που με έχετε καλέσει!!


Σας φιλώ στις μούρες. Όλους!

Κυριακή, Φεβρουαρίου 17, 2008

Χιόνια στο καμπαναριό!



Είναι πάρα πολλές φορές που οι ρόλοι μέσα μου αλληλοσυγκρούονται. Είναι φορές που εγώ σαν άνθρωπος και εγώ σαν Μηχανικός (έστω και εκκολαπτόμενη) δεν τα πάμε καθόλου καλά. Καθόλου όμως. Τις περισσότερες φορές υποστηρίζω τον άνθρωπο και θέλω μετά βδελυγμίας να πετάξω το Μηχανικό από πάνω μου. Να τον στείλω στο πυρ το εξώτερο. Στα τσακίδια τον τεχνοκράτη που με κυνηγά και με καταδυναστεύει. Κι αυτό συμβαίνει καθημερινά. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Μια κόντρα θα είναι όλη μου η ζωή. Αδιαπραγμάτευτο αυτό.

Συμβαίνει με τους σεισμούς. Θα ήθελα εκείνη την ώρα να μην κουβαλάω τις γνώσεις του Μηχανικού μαζί μου. Να μην έχω περάσει το μάθημα της Γεωλογίας με 9 και να μην παίζω το κεφάλαιο της σεισμολογίας στα δάχτυλα. Να κουνάει κι απλά να αγχώνομαι. Να μη σκέφτομαι ταλαντώσεις, συγχρονισμούς, πως καμία σχέση δεν παίζουν τα ρίχτερ πως ο κερατάς ο συνάδερφος μπορεί να έχει κλέψει στα σίδερα. Δεν καταλαβαίνετε; Καλύτερα! Σας ζηλεύω!!

Συμβαίνει όταν ενώ πολλές ειδικότητες Μηχανικών δουλεύουμε πάνω σε μνημεία πολιτισμικής κληρονομιάς προσπαθώντας να τα σώσουμε, να μας πλησιάζουν παππούληδες με αγωνία και φόβο για να μας ρωτήσουν αν θα τα γκρεμίσουμε. Κι ενώ μου έρχεται να γελάσω με την αφέλεια τους, μετά σκέφτομαι ότι εμείς η φάρα των Μηχανικών τους έχουμε μεταδώσει αυτό το υπέροχο συναίσθημα της ισοπέδωσης από τις χρυσές εκείνες δεκαετίες της αντιπαροχής που δεν αφήσαμε νεοκλασικό και διατηρητέο κτίσμα που να μην το γκρεμίσουμε. Πώς να τους πείσουμε τώρα ότι άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τη στολή του αλλιώς;

Συμβαίνει τώρα στην εξεταστική. Που είμαι υποχρεωμένη να διαβάσω Τεχνική Νομοθεσία με το κιλό και να παπαγαλίσω νόμους, άρθρα, προεδρικά διατάγματα γιατί ο σωστός Μηχανικός όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει. Που είμαι υποχρεωμένη να διαβάσω Οικονομική θεωρία γιατί ο σωστός Μηχανικός γνωρίζει και αυτά. Όχι παίζουμε. Παιδιά είμαστε τώρα;

Συμβαίνει σήμερα. Που είναι Κυριακή, αλλά δεν είναι μια οποιαδήποτε Κυριακή. Που αυτή η Κυριακή είναι Θεά. Κούκλα. Στο σπίτι το τζάκι είναι αναμμένο από το πρωί δίνοντας μια ξεχωριστή θαλπωρή και μυρωδιά πεύκου στο χώρο. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές μια Κρητικιά κότα γίνεται κοκκινιστή. Στο σαλόνι επικρατεί πανδαιμόνιο από τις εφημερίδες που δεν έχουν αφήσει τετραγωνικό ακάλυπτο κι έξω χιονίζει. Χιονίζει και εγώ χαίρομαι. Χιονίζει αλλά εγώ πρέπει να διαβάσω κι ας μην μπορώ. Κι από όλα τα παραπάνω αυτό το τελευταίο με τσακίζει περισσότερο. Που έξω οι νιφάδες κάνουν πάρτυ κι εγώ τις βλέπω από τη τζαμαρία αγκαλιά με τα βιβλία μου. Αμαρτία δεν είναι;


Υ.Γ. Μαγεία ο κήπος μας...ναι, το ξέρω!!

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 13, 2008

Αριστερά, έχεις βρει στο προφυλακτήρα!

Κουράστηκα. Έγκωσα η γυναίκα. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής βαρέθηκα κιόλας. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η Αριστερά μάλωνε με την Αριστερά. Οι Αριστεροί βρίζονταν με άλλους Αριστερούς. Τους Δεξιούς δεν καταδέχονταν ούτε να τους φτύσουν. Η ιδεολογία, βαριά κι ασήκωτη σήκωνε τείχη, άνοιγε χάσματα, γκρέμιζε γέφυρες, οδηγούσε σε ομηρικούς καυγάδες, σε βραδιές με κοκκινέλι και διαφωνίες. Διαφωνίες που οδηγούσαν σε παρεξηγήσεις, σε τσακωμούς σε αλληλοσυντροφικές σφαγές με το κονσερβοκούτι που πάντα γίνονταν μέλι στο ψωμί της Δεξιάς. Οι Τροτσκιστές, οι Λενινιστές, οι Μαρξιστές, οι οπαδοί του ΝΑΡ, της Μάρας, του κακού πλην Αριστερού συναπαντήματος πάντα έβρισκαν μια μείζονος σημασίας χαοτική διαφορά ώστε να χωρίσουν τα τσαρδιά τους και να πάρει ο καθένας το δρόμο του.

Ποτέ δεν συνάντησα Δεξιούς με ανάλογα προβλήματα. Ακόμα και ο Κομμουνιστής ΛΑΟπατέρας ένας λαϊκιστής κι υπέρμετρα φιλόδοξος πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας είναι που επειδή ήξερε ότι σε αυτή τη ζωή δεν θα μπορούσε να πάρει το δαχτυλίδι της διαδοχής καθώς δεν είναι από τζάκι, άνοιξε το δικό του παραμάγαζο. Στη πρώτη ευκαιρία όμως και με πόνο καρδιάς θα σταθεί στο πλευρό της Δεξιάς για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Ποτέ δε συνάντησα φιλοβασιλικούς, χουντικούς, φασίστες, από όλα έχει ο μπαξές, να χωρίζουν με τα δόντια τα κομμάτια της δεξιάς πίτας που τους αναλογεί. Όλοι κάτω από το ίδιο στέγαστρο κατασκηνώνουν. Και μια θεία μου που λατρεύει το βασιλιά και ο φιλοχουντικός γείτονάς του τετάρτου και οι τσάμπα μάγκες ναζιστές με τις μαϊμού σημαίες που σαν τις μαϊμού Louis Vuitton αν και βγάζουν μάτι λόγω απομίμησης εντούτοις παραπέμπουν στο αυθεντικό.

Πριν λίγες μέρες η αντιπολίτευση σύσσωμη κινήθηκε εναντίον της κυβέρνησης ώστε να στριμώξει τον πρωθυπουργό που αυτό τον καιρό είναι από αυτούς που νομίζουν ότι οι ψιχάλες που του έρχονται είναι από τη βροχή κι έτσι κρατά ομπρέλα. Κινήθηκε. Απλώς. Δεν τα κατάφερε όμως. Σε κάποια ανηφόρα της έσβησε το όχημα και δεν κατάφερε να το βάλει ξανά μπροστά. Κι έτσι όλοι μαζί κατέβηκαν από το όχημα και ο καθένας συνέχισε να πετά μόνος του πετρούλες όπως και πρότινος. Όχι, δεν είμαι τόσο αθεράπευτα ρομαντική ώστε να θέλω κοινή αντιπολιτευτική πολιτική ούτε περιμένω μια ενιαία Αριστερά που θα περιλαμβάνει το άπαν σύμπαν. Να μην υποτιμούν τη νοημοσύνη μου ζητώ κάτι που μάλλον είναι πολύ emo σε μια δυσβάσταχτα trendy εποχή.

Θυμάμαι πέρυσι που το φοιτητικό κίνημα ήταν στις δόξες του, οι γενικές συνελεύσεις θύμιζαν αριστερές κοκορομαχίες. Που και που οι σύντροφοι τα έβαζαν και με τη κακιά Δαπ, φερέφωνο της κυβέρνησης μέσα στα πανεπιστήμια αλλά πρωτίστως κοίταζαν να μετρήσουν την αριστεροσύνη τους που στη προκειμένη περίπτωση εξαργυρώνονταν με αναρτήσεις χεριού και δύο ξεχωριστές πορείες με διαφορά μίας ώρας μέσα στην ίδια μέρα κάθε Πέμπτη στο κέντρο της Αθήνας. Ότι η Δαπ παίρνει πάνω από 40% στις φοιτητικές εκλογές είναι γνωστό τοις πάσι. Αυτό που είναι αδύνατο να μεταφραστεί σε ποσοστό είναι αυτό της Αριστεράς. Ποιας Αριστεράς όμως; Της κόκκινης; Της ροζ; Της πον-πον κουφετί; Της κατακερματισμένης; Της βαλμένης σε κουτάκια;

Βαρέθηκα. Έγκωσα η γυναίκα. Στο ίδιο έργο θεατής και το τηλεκοντρόλ χωρίς μπαταρίες για να αλλάξω κανάλι, να κάνω ένα zapping βρε αδερφέ. Αυτό το έργο ποιος μπορεί να το διακόψει; Αυτή το χωρίς αρχή, μέση αι τέλος παραλογισμό ποιος μπορεί να τον σταματήσει; Αυτή τη τηλεόραση ποιος μπορεί να την κλείσει; Όχι για μια μέρα. Για πάντα.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2008

'Οχι παιδιά, δεν είμαστε κίνημα!

Και να που ονομαστήκαμε κίνημα έτσι ήσυχα-ήσυχα κι απλά. Χωρίς καλά- καλά κανείς να το καταλάβει. Χωρίς εμείς οι ίδιοι να το πάρουμε πρέφα. Εμείς οι ερασιτέχνες γραφιάδες. Εμείς που κρατάμε τη διαδικτυακή πένα στο χέρι και αναρτούμε ατάκτου περιοδικότητας κείμενα ποικίλης θεματολογίας που κάποιοι διαβάζουν, κάποιοι λατρεύουν και κάποιοι προσπερνάνε. Που δεν παίρνουμε εντολές από πουθενά και δεν λογοδοτούμε σε κανέναν. Που ξεκινήσαμε ως μονάδες και σιγά- σιγά σχηματίζουμε ομάδες. Ομάδες, όχι κίνημα έχει διαφορά. Κι όμως αδυνατώ να καταλάβω πως μια προνομιακή κάστα ανθρώπων ανωτάτου μορφωτικού επιπέδου ως επί των πλείστων με ευαισθησίες, που ανήκει σε αυτό το 30% των Ελλήνων που έχουν πρόσβαση στο internet και απέχει από εκείνο το 20% που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας όπως θα μας χαρακτήριζε κάποιος κυνικός, μπορεί να θεωρηθεί κίνημα. Γιατί κίνημα για μένα τουλάχιστον ήταν εκείνο των φοιτητών πέρυσι που κάθε εβδομάδα ήταν στους δρόμους παλεύοντας για δημόσια και δωρεάν παιδεία. Κίνημα ήταν αυτό των εκπαιδευτικών που με τις φωνές τους και την απεργία τους προσπάθησαν να ανατρέψουν την νοοτροπία των κυβερνήσεων μεταπολιτευτικά περί επιστημόνων δεύτερης κατηγορίας μισθολογικά που το πρωί διδάσκουν σε σχολείο και το βράδυ μοιράζουν πίτσες για να βγει ο μήνας.

Είναι βαριά και μεγάλη κουβέντα το κίνημα. Τα κινήματα σε άλλα κράτη και άλλους πολιτισμούς ανατρέπουν καθεστώτα, ρίχνουν κυβερνήσεις, αλλάζουν το ρου της ιστορίας γυρνώντας τον τροχό ανάποδα. Και ναι, έχουμε δύναμη αλλά ως κίνημα δεν θα μπορούσαμε να χαρακτηριστούμε. Γιατί είμαστε τόσο διαφορετικοί και παλεύουμε για τόσο ξεχωριστά πράγματα ο καθένας που αυτομάτως οι μονάδες υπερτερούν των ομάδων. Γιατί ως κινηματικές πράξεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν οι πρωτοβουλίες για κλείσιμο της τηλεόρασης για μια μέρα. Ούτε οι πρωτοβουλίες εκείνων που δεν θέλουν να δουν το dvd. Κι αυτό που είναι πιο έντονο από όλες αυτές τις πρωτοβουλίες είναι ότι σε αυτή τη χώρα ποτέ άλλοτε η ανάγκη για σεβασμό και αξιοπρέπεια των πολιτών από τους κυβερνόντες δεν ήταν τόσο έντονη ώστε να εκφράζεται με τόσο διαφορετικές και ενίοτε μάταιες μορφές. Ποτέ άλλοτε η ανάγκη για τα αυτονόητα δεν είχε χαρακτηριστεί ως κίνημα και ποτέ άλλοτε η αγανάκτηση δεν είχε οδηγήσει σε μάχες εκ των προτέρων χαμένες, τουλάχιστον για να αποδείξουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή, σαν ροκ συγκρότημα. Ας κλείσουμε τις τηλεοράσεις μας, ας μην βάλουμε για μια μέρα βενζίνη, ας μην πάμε για μια μέρα στο super market. Την επομένη, στο ίδιο έργο θεατές θα προσπαθούμε να βρούμε άλλες μορφές για να διεκδικήσουμε τα κεκτημένα που κάποιοι ύπουλα πάνε να μας αφαιρέσουν. Δεν είμαστε κίνημα. Τουλάχιστον εγώ δεν μας βλέπω έτσι. Είμαστε όμως εδώ κι αυτό είναι τουλάχιστον παρήγορο. Τώρα αν η δράση μας είναι και μορφή πάλης αυτό δεν το ξέρω. Για μένα η πάλη δίνεται στους δρόμους και όχι μπροστά από μια οθόνη.

Υ.Γ. Πρώτο πληθυντικό. Σε όλα. Σε πείσμα των καιρών και των πολιτικών.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2008

Ο ονειρικός χαρακτήρας της ζωής


Στεκόταν για ώρα κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα από το ψηλότερο σημείο της Μονμάρτης, ακριβώς μπροστά από τη Sacre Coeur. Φορούσε ένα κόκκινο παλτό, κουμπωμένο μέχρι πάνω, γκρίζα γάντια, μαύρες μπότες και μαύρο κασκόλ. Είχε πιασμένα τα καστανόξαναθα μαλλιά της σε ένα ατίθασο κότσο από τον οποίο απείθαρχα ξέφευγαν ορισμένες τούφες. Ήταν πολύ ελαφρά βαμμένη ωστόσο τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα από την έξαψη και το κρύο. Στεκόταν εκεί για ώρα παρατηρώντας τις εικόνες να εναλλάσσονται, το τοπίο να παραμένει τόσο διαφορετικά ίδιο που μόνο ένας κυνικός δεν θα παρατηρούσε τις κραυγαλέες διαφορές που το πέρασμα της ώρας δημιουργούσε. Μπροστά στα μάτια της το πορτοκαλί έδωσε τη θέση του στο πορτοκαλοκόκκινο που και κείνο με τη σειρά του έγινε σιγά-σιγά μωβ, χαρίζοντας στον ουρανό μια πανδαισία εικόνων, δημιουργώντας ένα φυσικό βιτρό με λαμπερά χρώματα. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά αυτό δεν την πτοούσε ούτε στο ελάχιστό. Μπροστά της η πόλη είχε αρχίσει να ανάβει τα φώτα της και να μετατρέπεται σε πραγματική πόλη του φωτός. Η ξαστεριά άφηνε το βλέμμα ελεύθερο να φτάσει μέχρι τον Σηκουάνα με τις φωτισμένες γέφυρες, να σκαρφαλώσει στου Πύργο του Άιφελ και να ξαποστάσει στα σοκάκια της Μονμάρτης όπου πλήθος κόσμου περπατούσε βιαστικά. Τα καφέ είχαν αρχίσει να γεμίζουν με κόσμο ενώ μιας και η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει οι πλανόδιοι ζωγράφοι είχαν από ώρα αποσυρθεί.

Είχε μπει ο χειμώνας. Εκείνη ήταν μόλις δύο μήνες στην πόλη αυτή και κάθε μέρα είχε τη γεύση του ανικανοποίητου και την ανάγκη για εξερεύνηση και περιπλάνηση στο άγνωστο. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ανοίξει τα φτερά της τόσο πολύ. Ήταν τόσο νέα και τόσο παρορμητική. Τόσο ευτυχισμένη και τόσο μεθυσμένη από το άρωμα αυτής της πόλης Η Βιολογία ήταν η μεγάλη της αγάπη. Ο λόγος που την έκανε να απαγκιστρωθεί από την αγκαλιά των δικών της και να αφήσει την πόλη της. Τώρα, ξένη ανάμεσα σε ξένους προσπαθούσε να γευτεί όσα περισσότερα μπορούσε και να ζήσει το δικό της παραμύθι. Εκείνο το πρωινό δεν είχε παρακολούθηση στο πανεπιστήμιο. Τις λάτρευε αυτές τις μέρες. Γιατί ήταν τόσο δικές της που κανένα ξένο χέρι δεν μπορούσε να ορίσει. Είχε από καιρό αποβάλλει τη συνήθεια του χουζουριού στο κρεβάτι. Κοιμόταν λίγο και βαθειά. Κοιμόταν τόσο ώστε να μπορέσει να ονειρευτεί τις εικόνες που σαν παιδί αποτύπωνε στο μπλοκ της ζωής της με χρωματιστούς μαρκαδόρους. Εκείνη τη μέρα, όπως και πολλές άλλες είχε περιπλανηθεί για ώρες στην πόλη. Είχε περάσει από την Παναγία των Παρισίων που πάντα της θύμιζε την Εσμεράλδα με τον καημένο του Κουασιμόδο, είχε περπατήσει κατά μήκος του ποταμού και είχε επισκεφθεί το μουσείο Orsay. Από την αρχή που είχε φτάσει σε αυτή την πόλη το αμελούσε. Την τρόμαζε η αγάπη που είχε για τους ιμπρεσιονιστές και τα έργα τους καθώς και η επίδραση που είχαν πάνω της. Ένας πίνακας του Μονέ ή του Σισλέ μπορούσαν να την καθηλώσουν για ώρα, μεταβάλλοντας τη ψυχολογία της. Λάτρης της ζωγραφικής τους καθώς την άφηναν ελεύθερη να πλάσει τις δικές τις εικόνες, θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχε επισκεφθεί την κοιτίδα τους. Κι όμως. Δεν ήταν παρά σήμερα, μετά από δύο μήνες που τελικά πήρε τη μεγάλη απόφαση. Εκείνος την κορόιδευε πως η κλίση της για την επιστήμη δεν σύναδε με την αγάπη της για το φανταστικό που οι καλλιτέχνες που λάτρευε αποτύπωναν στους καμβάδες τους.

Μόλις πρίν λίγους μήνες ήταν που την είχε ρωτήσει γελώντας αν κάνει όνειρα, προειδοποιώντας την πως είναι επικίνδυνα γιατί δεν βγαίνουν πάντα και έτσι μπορεί να αφήσουν πικρή γεύση. «Ονειρεύομαι μόνο ότι μπορώ να πραγματοποιήσω» του είχε απαντήσει τότε. Και να τώρα που το συλλογισμό της διακόπτει πάλι αυτός που με βήμα γοργό ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας για να τη συναντήσει. «Περίμενες ώρα;» την ρώτησε. Όχι έγνεψε με το κεφάλι της εκείνη. Ξεκίνησαν την κατάβαση από τη Μονμάρτη με βήμα ταχύ. Είχαν εισιτήρια για θέατρο που της το είχε υποσχεθεί εδώ και πολύ καιρό. Η πρώτη της παράσταση στο Παρίσι κι όπως κάθε τι νέο έτσι κι αυτό είχε τη δική του γλύκα που περίμενε να γευτεί. Δεν μιλούσαν μέχρι που εκείνη τον έπιασε απότομα. Τα μάτια της σπίθιζαν από το κρύο κι από την πονηριά. «Την Κυριακή αν δεν έχεις αντίρρηση σκεφτόμουν να πάμε στη Disneyland. Από παιδί το ονειρεύομαι». Επιτέλους χαμογέλασε. Της χαμογέλασε. Άπλωσε το χέρι του και την έπιασε σφιχτά. Την Κυριακή θα πήγαιναν στη Disneyland.

Υ.Γ. Η ιστορία είναι αποκύημα της φαντασίας της Cinderella και προέκυψε μετά από πρόσκληση της Θαλασσινής με θέμα τον ονειρικό χαρακτήρα της ζωής. Οποιαδήποτε ταύτιση με πραγματικά πρόσωπα ή μέρη είναι τελείως συμπτωματική.