Εκείνος νέος, μορφωμένος και με μέλλον μπροστά του ήταν σε ηλικία γάμου. Εκείνη νέα, καθόλου όμορφή για την εποχή της, η πρώτη στη σειρά για παντρειά από μια οικογένεια που είχε στα γονίδια της να γεννά κυρίως κόρες. Πολύ λεπτή και αρκετά μελαχρινή με ένα ζευγάρι μοναχά καταπράσινα μάτια να φωτίζουν το πρόσωπό της. Ούτε αφράτη, ούτε με λευκό δέρμα. Εκείνος όμως την ήθελε και την πήρε. Αυτήν και το χωραφάκι με τα οπωροφόρα για προίκα. Χρόνια μετά σε μια από τις λιγοστές στιγμές προσωπικής παραδοχής εκμυστηρεύτηκε πως θα την έπαιρνε ακόμα κι αν δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Όσοι το άκουσαν, το άκουσαν και εκείνος ξανάπεσε στην σιωπή που τον διέπε τα τελευταία χρόνια. Ψέματα. Το είχε πάντα αυτό. Οι καλές κουβέντες μετρημένες και λίγες. Η σιωπή απέραντη, το βλέμμα πάντα γλυκό και οι αποχαιρετισμοί με τα παιδιά του πάντα δακρύβρεχτοι. Με μας τα εγγόνια του απλά δυσβάσταχτοι.
Τα χρόνια πέρασαν, το κουσούρι της οικογένειας να γεννά μόνο θηλυκά παιδιά πέρασε και σε κείνη τη γενιά - όπως και στην επόμενη αλλά δεν είναι το θέμα μας - και έφτασε κάποια στιγμή, εκείνη η στιγμή των μεγάλων αποφάσεων που έρχεται στη ζωή όλων.
Οι κόρες ήταν ή σε ηλικία γάμου ή σε ηλικία σπουδών. Η γνώμη εκείνου, να τις παντρέψουν. Η γνώμη εκείνης, να τις σπουδάσουν. Το δικό της πέρασε με μερικές μοναχά τροποποιήσεις στο συμφωνητικό. Δασκαλίτσες και φιλολογίνες εγώ δεν χρηματοδοτώ. Η΄γιατρίνες ή μηχανικοί που θα μας είναι και χρήσιμες είπε εκείνο το βράδυ στο τραπέζι. Τα θηλυκά μοιράστηκαν και άνοιξαν τα φτερά τους όπως ακριβώς εκείνοι είχαν αποφασίσει. Έκτοτε ξεκίνησε μια σειρά αποχωρισμών γιατί εκείνος ποτέ δεν αγάπησε την Αθήνα, γιατί εκείνη ποτέ δεν ήθελε να τον αφήνει μόνο του και γιατί εκείνες σκόρπισαν στα πέντε σημεία του ορίζοντα.
Και ενώ στο ξεκίνημα εκείνος ήταν ο μορφωμένος, με το λαμπρό μέλλον, εκείνο το χωραφάκι με τα οπωροφόρα τις σπούδασε. Η σοδειά κάθε χρονιάς, ήταν τα λεφτά της καθεμιάς. Με τα λεφτά εκείνου περνούσαν οι δυό τους. Με τα λεφτά της προίκας περνούσαν τα κορίτσια.
Φέτος, χρόνια μετά - πολλά χρόνια πιο μπροστά και ενώ Εκείνοι έχουν φύγει από εδώ με όλα τους τα χρέη πληρωμένα μέχρι δεκάρας στο ταμείο της ζωής, και έχοντας αφήσει πίσω τις κόρες σπουδαγμένες και σε οικογένειες - πουλήσαμε την ίδια σοδειά προς 300 ευρώ. Κανονικά είχαμε κανονίσει 400 άλλα ο μεσολαβητής μας έριξε. Δεν βγάλαμε ούτε τα έξοδα του πετρελαίου του πατρικού. Μια το κλάδεμα, μια το λίπασμα, μέσα μπήκαμε φέτος, αλλά είναι το πείσμα πια των κοριτσιών που συντηρεί το ίδιο χωράφι με χασούρα γιατί το πραγματικό κέρδος κάποτε ήταν οικονομικό, τώρα όμως είναι συναισθηματικό.
Βλέποντας τους αγρότες φέτος να κλείνουν τους δρόμους, σκεφτόμουνα εμάς. Την ιστορία της οικογένειας μου και πόσα η γη μας έχει προσφέρει. Και λυπάμαι που δεν μπορώ να ενστερνιστώ εκείνους που θυμώσαν με το κλείσιμο των δρόμων. Λυπάμαι που δεν μπορώ να μπω στη λογική πως «καλά τους είχαν κάνει και τους είχαν κόψει τα λάστιχα». Λυπάμαι που δεν μπορώ να δω το δίκιο μέσα από τα δακρυγόνα. Το σωστό μέσα από τις επιδοτήσεις της Ε.Ε για το ξερίζωμα των ροδακινιών. Το λογικό στο κόστος των 2 ευρώ το κιλό το λάδι. Λυπάμαι που η χώρα αυτή είναι τόσο εύφορη αλλά οι εξαγωγές είναι σε χαμηλότερο επίπεδο από τις εισαγωγές. Που εδώ στο Λονδίνο τα άνοστα Ισπανικά μανταρίνια κάνουν θραύση την ώρα που τα Ελληνικά σαπίζουν στις χωματερές μας και οι χυμοί που αγοράζουμε εδώ αλλά και στην Αθήνα έρχονται σε μορφή παγοκολόνας από την Λατινική Αμερική.
Υ.Γ. Στα ανατολικά της Κρήτης λένε μια μαντινάδα που συνοψίζει όλα όσα εγώ θέλησα να πω. Τα πορτακάλια του χωριού γεμίζουνε βαπόρι. Ότι σκατά είναι πρόεδρος είναι κι οι ψηφοφόροι.