Παρασκευή, Αυγούστου 27, 2010

Χανιά...τα δικά μου.(ποστ μαμούθ)

Τα Χανιά είναι τόσο δικά μου που ποτέ δεν το διαπραγματεύομαι. Σε κάθε γνωριμία 3λεπτου, 5λεπτου, ώρας ή ζωής η ίδια πάντα ερώτηση παίρνει την ίδια πάντα απάντηση για να καταλήξω μετά να απολογούμαι. «Από πού είσαι;» «Από τα Χανιά.» Κι όταν ο συνομιλητής θελήσει να μάθει αν εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα ή εκεί ζω παίρνει την αποστομωτική απάντηση πως τα Χανιά κλείνουν όλα μου τα παιδικά καλοκαίρια που κάποτε μετατράπηκαν σε φοιτητικά και παρέμειναν τόσο ίδια. Να πω Αθηναία δεν μου πάει καρδιά. Λέω Κρητικιά και απλά αφήνομαι να εκτεθώ.

Το σπίτι των παιδικών μου χρόνων, το πατρικό της μαμάς λίγο πιο πάνω από το σπίτι της Καρυστιάνη έχει εδώ και λίγα χρόνια μετατραπεί σε ένα αναπαλαιωμένο κοινόβιο αριστερών πεποιθήσεων όπου η πολιτική, οι έρωτες, οι γκόμενοι, οι φίλες και τα συγγενολόγια παρελαύνουν από την αυλή του, βολεύονται στην κουζίνα του και συνήθως καταλύουν για ύπνο σε κάθε γωνιά του σπιτιού με μια δόση φιλοξενείας που αγγίζει ίσως και τα όρια του ρομαντισμού. Ένα σπίτι που φέτος φιλοξένησε ακόμα και δέκα άτομα ταυτόχρονα και ένα χώρο στάθμευσης που βόλεψε στους ίσκιους του 4 αυτοκίνητα.

Επειδή το σύμπαν τελικά όταν κάτι σου παίρνει, σου γυρίζει άλλα στο πολλαπλάσιο και με δεδομένο ότι όταν εγώ κάνω σχέδια αυτά ποτέ δεν πετυχαίνουν, το φετινό καλοκαίρι ήταν απλά μαγικό. Με την βεβαιότητα ότι φέτος δεν θα έκανα διακοπές κατέληξα να κάνω τις περισσότερες από κάθε άλλη φορά ή από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Οι ανύπαρκτες περυσινές, με την ψυχή στο στόμα οι προπέρσινες, με δουλειά οι προηγούμενες, με ξεγνοιασιά οι φετινές. Ανέμελες, γεμάτες, υπέροχες, ονειροπόλες. Με χρώμα. Και η Κρήτη ίδια. Τα Χανιά ίδια. Η παρέα τεράστια.

Τα Χανιά που και φέτος είχαν πληρότητα ενώ η αισχροκέρδεια χόρευε τσιφτετέλι σε ξαπλώστρες στην Αγία Μαρίνα με το μπουκαλάκι το νερό προς 1 ευρώ. Την ώρα που δεκάχρονα πιτσιρίκια σου γεμίζουν το ρεζερβουάρ προς 1.65 στην ενδοχώρα του Νομού. Με το ποτό 9 ευρώ στο παλιό λιμάνι με θέα το φάρο. Με χτυπημένες αποδείξεις Ιουνίου που σου έδιναν εν μέσω Αυγούστου, καύσωνα και ζέστης. Με το φοιτητικό εισιτήριο για Μπάλο και Γραμβούσα στα 18 ευρώ την ώρα που τα blue star του Βγενόπουλου κοντράρουν στα ίσα τα σαπιοκάραβα της ΑΝΕΚ με 15 ευρώ το φοιτητικό. Αυτή την ΑΝΕΚ που δημιουργήθηκε από κεφάλαια Κρητικών όταν το πλοίο Ηράκλειο βυθίστηκε για να φτάσει σήμερα να ταξιδεύει με το Lissos και το Lato προσφέροντας τραυματικές εμπειρίες στους επιβάτες.

Κι έχουν απ’ όλα τα Χανιά και σε μεγάλες δόσεις όπως οι πραγματικοί έρωτες που είναι γενναιόδωροί και αξίζουν την προσπάθεια και το τσαλάκωμα. Βόλτες στα σοκάκια της παλιάς πόλης, ποτό κάτω από τον Μιναρέ στην Σπλάντζια. στο μοναστήρι του Καρόλου ή απλά προσκήνυμα για μοχίτο στη Συναγωγή. Μια βόλτα από το Παλλάς που έχει μακράν τους πιο ωραίους και κουρασμένους σερβιτόρους, έναν καφέ στο παλιό λιμάνι με θέα το φάρο εκεί βλέποντας ανατολή, αφού το καράβι σε έχει ξεβράσει στη Σούδα. Να αφεθεί λίγο το μυαλό, να βουτήξει στο ροζ του ουρανού και στο μπλέ των νερών. Μια κρέπα στη Ρωξάνη απέναντι από την πλατεία 1866, να μαζέψει τα ξύδια και τις τσικουδιές στις 4 το πρωί, πανηγύρια στα χωριά να παίζει η κρητική λύρα και κάθε χρόνο να αναρωτιέσαι τι σκατά κρητικιά λες ότι είσαι όταν δεν ξέρεις να χορεύεις και μένεις με δεμένα πόδια να βυθίζεσαι στις μαντινάδες.

Εκδρομές στα Φαλάσσαρνα, να έχει κύμα και να σιχτιρίζεις γιατί θεωρείται αυτή η ωραιότερη παραλία της Ευρώπης και δεν είναι βαρετό να κοντράρεται κάθε χρόνο με το Πόρτο Κατσίκι; Με εκδρομές μέσα από χωριά και πολλές στροφές, πολλές όμως για να καταλήξεις στο Ελαφονήσι με ροζ άμμο σε ένα polo που δεν είναι δικό σου κι εσύ μαθαίνεις πως υπάρχει και η θέση η άλλη, αυτή του συνοδηγού. Με ημερίσιες στον υπερεκτιμημένο Μπάλο και την όμορφη Γραμβούσα. Τα γέλια πάνω από μια σακούλα παξιμάδια, το στριμωξίδι κάτω από τον ίσκιο της μιας και μοναδικής ομπρέλας. Κι άλλες εκδρομές, για δύση στα αρχαίο παλάτι των Απτέρων την ώρα που το καράβι βγαίνει από το λιμάνι, ή ακόμα καλύτερα και για πανσέληνο, για φαγητό στο Θέρισσο μέσα από το Φαράγγι. Ο Θεός να σε φυλάει, να μην πάθεις λάστιχο, δεν υπάρχει σήμα πουθενά. Και ο Βάμος. Ερωτευμένη από τα λυκειακά μου χρόνια, αποτελούσε τόπο καταγωγής του πιο υπέροχου Μαθηματικού που έπεσε στα χέρια μου. Ψηλός, με τα γυαλία του και τα πράσινα μάτια του καλά κρυμμένα από πίσω. Η μετριοφροσύνη είναι για τους μέτριους μου είχε πει εκείνο το μεσημέρι στο σχόλασμα και εγώ το αγκάλιασα χωρίς να μπορώ να το ενστερνιστώ απόλυτα ακόμα και τόσα χρόνια μετά.

Το καλοκαίρι, οι μοιρασμένες αγκαλιές, οι φιλίες που αντέχουν στον χρόνο, οι νέοι έρωτες, τα Χανιά μου. Ευλογημένα να είναι όλα.

Μπάλος (1)

Μπάλος (2)

Γραμβούσα (1)

Γραμβούσα (2)

Τρίτη, Αυγούστου 10, 2010

Πάρος, η ερωτεύσιμη. (ποστ μαμούθ)

Αν τις αγαπάω; Πάρα πολύ. Κοντά στα δέκα χρόνια κρατά αυτή η φιλία. Πέρασε πανελλήνιες, τσακωμούς, τεράστια ζόρια και προβλήματα, ορκομωσίες, γέλια, έρωτες, αγάπες. Επέζησε ακόμα και την εποχή που όλες ήθελαν τον Μπράντον – όχι του Μπέβερλι Χιλς καλέ – του Παγκρατίου. Άντεξε την ώρα που οι περισσότερες σχολικές φιλίες αποτελούν παρελθόν. Εκεί κάπου μετά το τέλος της Χημείας που εγώ κατέβηκα με το ζόρι τις σκάλες. Εκεί πάλι στην κατάθεση του μηχανογραφικού. Στα σοκάκια της Σύρου με το νοικιασμένο να κάνω μανούβρες και η ομάδα να χειροκροτά. Στο σταθμό της Liverpool street πάλι. Με εμένα να έχω ξεμείνει στο βορειοδυτικό Λονδίνο, με την Metropolitan line κλειστή, με εκείνες φορτωμένες μελομακάρονα να με περιμένουν να τις μαζέψω. Χαζεύοντας την ανατολή στην Νάουσα της Πάρου χρόνια πριν, σαν χτες μου φαίνεται. Αλήθεια.

Το λατρεύω αυτό το νησί. Κουβαλά κάτι από την εφηβεία μου. Έχει τον τρόπο να με κάνει πάλι 18χρονη, κοριτσάκι χωρίς άγχη και διδακτορικά, λεφτά. Αυτά είναι για τους μεγάλους και εγώ στην Πάρο ξαναγίνομαι παιδί. Γνωρίζω όλο το νησί, χάνομαι στα σοκάκια, ξέρω πια όλα τα κατατόπια της Νάουσας, πιάνω φιλίες με τους πάντες, πίνω όλα τα κερασμένα σφηνάκια του Νίκου που έχει το Barbarossa και τρώω την καλύτερη αστακομακαρονάδα στο εστιατόριο του αδερφού του. Ναι, εγώ.

Εφτά χρόνια μετά η ομάδα επέστρεψε, εκεί από όπου ξεκίνησε, με άλλον αέρα πια ίσα για να θυμηθεί τα πιο ωραία λαϊκά σε μια εφηβεία επιεική που δεν θα γίνει –άντα. Άντε γιατί παραγνωριστήκαμε.

Το πρωινό ξύπνημα και πάλι βάρβαρο. Το ραντεβού στην Κατεχάκη, στις 6 το πρωί περιπετειώδες. Και στο χάι-speed το κλιματιστικό στο τέρμα. Επίσης κουνούσε. Η πλατινέ ξανθιά στο μπαρ με υποτιμητικό ύφος πασπαλισμένο με σνομπισμό ίσα που καταδέχεται στην κοπελίτσα μπροστά μου να της πει πως το τοστ με τυρί κοστίζει 1.80 ενώ όταν έχει και γαλοπούλα τότε έχει 3.75!

Το ενοικιαζόμενο…για κλάμματα. Με μύγες, με ένα καζανάκι χαλασμένο, με ένα ράντζο μήκους 1.5 μέτρου, με μια κυρία Βούλα (Κροφτ) να ζητά αποζημίωση και με μια Σίντυ εν εξάλλω να ζητά απόδειξη! Ευχή και κατάρα σας δίνω. Ποτέ να μην νοικιάζετε δωμάτιο που δεν έχετε δει επειδή κάποιος, κάπου σας είπε ότι είναι καθαρό. Νομοτελειακά ο πούστης ο Μέρφυ (μπορεί και ο Κοέλο, δεν το έχω ψάξει) θα έχει φροντίσει ώστε να μην είναι. Η κυρία Νικολέττα έδωσε την λύση. «Θα σας βολέψω». Μας βόλεψε. Σε ένα υπέροχο δωμάτιο με θέα όλη την Νάουσα. Με φρέσκο κέικ και κουλουράκια για πρωινό.

Οι μέρες κύλησαν σαν νερό. Είχαν τη γεύση του γλυκού του κουταλιού της γιαγιάς Κωστάντζας. Θύμιζαν εκείνο το καλοκαίρι που είχαμε τελειώσει το Λύκειο και όλο το νησί ήταν ένα βότσαλο στα πόδια μας. Είχαν τεράστιες δόσεις φλερτ και έρωτα. Μεγάλες δόσεις αγκαλιάς και πολλες ανατολές σαν τότε.

Το κείμενο κανονικά συνοδευόταν από φωτογραφίες. Να δείξουν λίγο το νησί, να μεταφέρουν λίγο το συναίσθημα, να απεικονίσουν την ανατολή – αλλά όχι την αγκαλιά. Ο δαίμων της βαλίτσας έκανε το θαύμα του. Κάτι η επιστροφή που δεν ήθελα να έρθει – αλλά ήρθε, κάτι η βαλίτσα που έπρεπε να μαζευτεί πάλι σε λιγότερο από 12 ώρες, κάτι τα βραδινά κρασιά στην άδεια Αθήνα, ήρθε και το καλώδιο έμεινε σπίτι. Αν οι φωτογραφίες είχαν μουσική επένδυση τότε θα ήταν κάτι από τα βρώμικα – αλλά συνάμα τόσο υπέροχα - φιλιά του Λάκη με τα ψηλά ρεβέρ.

Υ.Γ Η πολιτική είναι τρόπος ζωής. Είναι μέσα μου, είναι παντού, την κουβαλώ ακόμα και στα βραχάκια της Νάουσας, πίσω από την έκκλησίτσα, εκεί που σκάει το κύμα τα ξημερώματα. Αλλά να. Είναι Αύγουστος. Και είναι το πρώτο καλοκαίρι μετά από πολλά χρόνια που προσπαθώ να κάνω τόσο ανέμελες διακοπές. Τα τελευταία χρόνια νιώθω τα καλοκαίρια μου…κομμάτι γερασμένα. Φέτος κάνω το αυτονόητο. Περνώ την δεύτερη εφηβεία μου. Και έχει πλάκα.