Εκεί γεννήθηκα. Εκεί μεγάλωσα. Για να είμαστε ειλικρινείς εκεί βρήκαν το πρώτο τους τριάρι εκείνοι. Στο κέντρο, κοντά στην αριστερή τους ιδεολογία…ένα βήμα από τη μποέμικη τους ζωή…μια ανάσα από το Πολυτεχνείο…. Δίπλα πες καλύτερα καλέ. Α ναι. Και πολλά βήματα μακριά από τα σόγια. Στα Εξάρχεια. Εκεί οι πρώτες βόλτες…στο Λόφο του Στρέφη, στην Καλλιδρομίου, στην πλατεία. Τριάρι ευήλιο, ευάερο, πρώτου ορόφου με δύο μπαράκια από κάτω. Ένα στο σαλόνι, ένα στο υπνοδωμάτιο. Μια ταβέρνα απέναντι…φαινόταν από την κουζίνα. Τις βραδιές του παιδικού, το πικ απ έπαιζε λαμπάντα. Τα απογεύματα του καλοκαιριού πετούσα κουκούτσια κεράσια στους περαστικούς. Και λίγο μετά στο νησί εξέλιξα τη ζαβολιά και τους έβρεχα με το λάστιχο. Ονειρεμένες εποχές.
Εκεί γεννήθηκα. Εκεί μεγάλωσα. Λάτρευα τον παπαγάλο του Άσημου, αλλά τον ίδιο τον έτρεμα. Πιτσιρίκι κρυβόμουν πίσω από εκείνη, να περάσουμε γρήγορα, «μαμά γιατί κολλάει στο δρόμο σελοτεϊπ;». Έμαθα τα ναρκωτικά από νωρίς. Όταν πριν ακόμα πάω σχολείο, η μπάλα μου καρφώθηκε σε μια σύριγγα και μου ζήτησαν να μην τη πιάσω.
Εκεί γεννήθηκα. Εκεί μεγάλωσα. Αλήθεια σου λέω. Θυμάμαι κάθε χρονιά στο Πολυτεχνείο…η ιεροτελεστία η ίδια. Ένα πέρασμα από εκεί και με τους δύο. Και μετά να κρύψει ο μπαμπάς το αυτοκίνητο. Το βράδυ θα περνούσαν οι αναρχικοί από το δρόμο. Νόμιζα ότι ήταν γνωστοί μας. Αλλά δεν ήταν. Ήταν όμως πιστοί στο ραντεβού τους. Κι εμείς δεν το είχαμε ξεχρεώσει ακόμα.
Έφυγα κάπου στο δημοτικό. Ένα σαββατοκύριακο ξαφνικά. Αφήσαμε πίσω το Σάββα με τα εσώρουχα, τον Θανάση τον κρεοπώλη, τον περιπτερά που τους προμήθευε Marlboro. Την Δευτέρα γύρισα στο ίδιο σχολείο από άλλο σπίτι. Και ήμουν ανάμεσα σε αυτούς που δεν είχαν κάνει την εργασία. Όλοι είπαν τη δικιά τους δικαιολογία. Εγώ είπα την αλήθεια. Εγώ κυρία έχασα την εκφώνηση στη μετακόμιση. Συγγνώμη.
Έκανα πολλά χρόνια να γυρίσω. Ή μάλλον ξαναγύρισα φοιτήτρια πια. Ένα βράδυ από τα πρώτα που είχα πάρει το δίπλωμα…μόνη μου πια. Οι δρόμοι είχαν χαραχτεί στο μυαλό μου. Πέρασα κάτω από το σπίτι μου. Τα φώτα ήταν αναμμένα αλλά κάποιος άλλος έμενε τώρα εκεί. Έστριψα στο νεοκλασικό της γωνίας. Αν ποτέ βγάλω λεφτά…πολλά λεφτά όμως εκείνο το νεοκλασικό θέλω να αγοράσω. Και να γυρίσω εκεί.
Εκεί πήρα και ένα από τα πιο έντονα φιλιά. Στη πλατεία. Ξημερώματα. Μέσα στα φώτα έτσι για αντιπερισπασμό. Εκεί έδωσα και μια τεράστια αγκαλιά. Εκεί…ναι έπιασα ένα χέρι ζεστά. Εμείς δεν είχαμε μιλήσει για Μαρξισμό εκείνο το βράδυ. Δεν είχαμε μεθύσει με ιδεολογίες. Δεν είχαμε συζητήσει τα αίτια της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων ούτε φυσικά το μέλλον της Αριστεράς. Πολύ εναλλακτική για τα γούστα του. Πολύ κνίτης για τα δικά μου. Πολύ υπέροχο το φιλί μας.
Και το Λυκαβηττό γι αυτό τον λατρεύω. Γιατί βλέπω τα Εξάρχεια από ψηλά. Γιατί κατηφορίζοντας με το αμάξι μετά πάντα περνάω από εκεί. Από τη γειτονιά μου. Από το σπίτι μου. Από το άβατο μου.
Ξαναπέρασα προχτές. Στα γνωστά μου στέκια…Αστυνομία παντού. Ματ παντού. Αλήθεια θα σου πω. Δεν ένιωσα ασφάλεια. Ένιωσα φόβο. Ένιωσα ότι ο τόπος μου αλλάζει. Τα μέρη μου…η παιδικότητά μου. Και με τρομάζει. Λίγο μετά… 6 αστυνομικοί γαζώθηκαν από επαναστάτες. Μα οι επαναστάτες καρδιά μου…δεν σκοτώνουν…μόνο σκοτώνονται μάτια μου. Να το θυμάσαι αυτό.
Και η Θεία Σοφία...μια από τα ίδια.