Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2008

Save Cindy - Δεν είναι spam


Αγαπητή φίλη αναγνώστρια, που τα συνδυάζεις όλα. Και καλλιέργεια και παιδεία και νοικοκυροσύνη θέλω τα φώτα σου. Αγαπητέ φίλε αναγνώστη συγγνώμη που σε βάζω στην άκρη αλλά έχω πρόβλημα. Και είμαι σίγουρη πως δεν μπορείς να βοηθήσεις. Δεν το βλέπω φεμινιστικά το ζήτημα, το βλέπω πρακτικά! Ας μην ξεφεύγουμε από το στόχο μας!

Φίλη αναγνώστρια επιστρέφω σε σένα και στη χρυσή συμβουλή σου που θέλω!
Λοιπόν, είχα αγοράσει μια σίτα για το τηγάνισμα για να μην πετιούνται τα λάδια και γίνεται χάλια η εκπληκτική κοινόχρηστη κουζίνα! Είχα ξετρελαθεί με αυτή την αγορά και την θεωρούσα πάρα πολύ καλή, ένα σκαλί πιο κάτω από το ανοιχτήρι κονσέρβας που όμως δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ και το κουβαδάκι για την κομπόστα που εγώ έχω κάνει μίνι κουβά καθαριότητας και με έχει καταβολέψει.

Μέχρι προχτές λατρεμένη φίλη αναγνώστρια που τηγάνισα και ενώ έπλυνα τα πάντα, το ομολογώ αυτή ξέχασα να την πλύνω. Δεν ξέρω πως την πάτησα φίλη αναγνώστρια, μην τα ρωτάς. Την επομένη την έπλυνα αλλά μύριζε!. Την ξανάπλυνα, την έτριψα, τελείωσα ένα άβα κουζίνας, έλαμψε αλλά η μυρωδιά εκεί. Την άφησα να στραγγίξει και επέστρεψα το απόγευμα φίλη αναγνώστρια. Όπως τα περίμενα. Έλαμπε αλλά μύριζε. Την ξανάπλυνα και την έτριψα και με ξύδι. Τίποτα. Τελικά αποφάσισα να της βάλω χλωρίνη.

Και σε ρωτώ φανταστική, φίλη αναγνώστρια. Πόσο μεγάλη ανακάλυψη είναι το πλυντήριο πιάτων; Τι να τους κάνω 2 φούρνους μικροκυμάτων, 2 ψυγεία και 1 μάγειρα ρυζιού του Ιάπωνα στην εστία όταν μας λείπει το πολύ βασικό; Το πλυντήριο;

Να μην στα πολυλογώ φίλη, φανατική και φανταστική αναγνώστρια της έβαλα χλωρίνη και αυτή έβγαλε λίγη σκουριά. Την έπλυνα και έφυγε στο περίπου. Η σκουριά. Η μυρωδιά εξαφανίστηκε. Τι κάνω; Την πετάω; Την πάω δώρο σε καμιά αδυναμία που έχω για τα Χριστούγεννα; Την κρατάω για τον Αύγουστο που εδώ δεν έχει μύγες; Να το πω στη μανούλα δεν παίζει. Αυτό άστο.

Κι αυτό που με τρελαίνει είναι ότι ξέρω ποιος με μάτιασε. Αυτός που μύρισε το χωριάτικο λουκάνικο που έψησα και κατάλαβε ότι δεν είναι αγοραστό από το εδώ super market. Έλληνες…τι περιμένεις;

Φίλε αναγνώστη ξέρω ότι δεν μου κρατάς κακία!!

Not a Real Bitch

Κυριακή, Νοεμβρίου 23, 2008

Οικογενειακές υποθέσεις

Στην αρχή ξεκίνησε με μια δόση απαισιοδοξίας και φόβου. «Δεν θα τα καταφέρω». Συνεχίστηκε με εύλογες απορίες. «Μα γιατί ένας υπολογιστής να τερματίζει πατώντας ένα κουμπί που γράφει επάνω έναρξη;» Και προχώρησε με αρκετές διεκδικήσεις. «στο username εμένα ή τον μπαμπά σου θα βάλεις;».

Τα μαθήματα κράτησαν λιγότερο από δύο ώρες. Κάτι που η ασύρματη σύνδεση άργησε να γίνει, κάτι που η κάμερα δεν αγοράστηκε έγκαιρα και κάτι που το παιδί την επομένη πέταγε για Λονδίνο και είχε να χαιρετήσει ξανά και ξανά κόσμο με αυτή τη βεβαιότητα πως δεν πάει στο κέντρο του κόσμου αλλά στην άκρη της γης.

Τα μαθήματα κράτησαν λιγότερο από δύο ώρες αλλά απέδωσαν. Απέκτησαν σουρεαλιστικούς διαλόγους που θα μείνουν στην ιστορία. «Σε πόση ώρα θα είσαι σπίτι να μπω msn να τα πούμε;». «Τι εννοείς δεν βρίσκεσαι στο υπολογιστή αφού εγώ εκεί σε βλέπω;», «Γιατί φοράς κοντομάνικο παιδί μου Νοέμβρη μήνα, χαζό είσαι;»
«Να σου δείξω τι ψώνισα ή έχεις δουλειά;». Μην ξεγελιέστε. Το τελευταίο το ρώτησα εγώ.

Όπως επίσης και το θεϊκό;
«Να σου δείξω το φόρεμα που θέλω να αγοράσω;»
«Παιδί μου έχεις χαζέψει;; Πώς να μου το δείξεις αφού δεν το έχεις ακόμα πάρει;».
«Στο Ιντερνετ.»
«Α.» (σκέτο. Κρύβει έκπληξη, ενθουσιασμό και μια δόση αμφισβήτησης).

Στο msn ειπώνονται όλα όσα λέγονταν στην Αθήνα, όταν η επαφή δεν είχε πάρει ακόμα διαδικτυακές διαστάσεις. Άγχη, αγωνίες, κουτσομπολιά, νέα, παλιά δεν έχει σημασία. Μεταξύ άλλων προχτές ειπώθηκε και το εκπληκτικό. Θέλω να διαβάζω κι εγώ το blog. Πως θα μπω; Φυσικά και δεν της είπα. Δεν είμαι όμως και τόσο σίγουρη ότι δεν το έχει βρει. Στον καναπέ δεν είπαμε ότι το λες; Δεν της απάντησα. Μου έκλεισε το msn στα μούτρα.
Λίγη ώρα αργότερα ο χρήστης μπαμπάς&μαμά ξανακαλούσε. Σε αυτή την κλήση πως να αρνηθείς;

Υ.Γ. Μαμά αν το βρήκες, μην και αφήσεις σχόλιο.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008

Μνήμες Πολυτεχνείου...

Η γενιά του Πολυτεχνείου. Με το χακί αμπέχονο. Με το κόκκινο όραμα. Με την Αριστερά στο προσκεφάλι. Με τον Che σε αφίσα. Με τις βραδιές στα κουτούκια της Καισαριανής. Ακούγοντας Θεοδωράκη. Στοιχηματίζοντας σε ένα αύριο πολύ διαφορετικό με στριφτά τσιγάρα άφιλτρα.

Η γενιά μετά το Πολυτεχνείο. Κούκλα. Θεά. Με το παλτό από τα Ζαρα που κουμπώνει λοξά. Με το φούξια όραμα γιατί αυτό είναι της μόδας. Με την αριστερά κάτω από το σιδερένιο κρεβάτι του ΙΚΕΑ γιατί να μωρέ…έπιανε χώρο. Με τις βραδιές στον Πλούταρχο που έβγαλε καινούργιο cd. Σφαγή κάθε βράδυ. Υπέροχα. Ακούγοντας και Γιάννα Τερζή που και που (…με θυμάσαι την πόρτα χτυπάς χαράματα.). Παλεύοντας να κρατήσει τα κεκτημένα άλλων εποχών. Αυτά που για τους προηγούμενους ήταν αυτονόητα. Ήταν δεν είναι πια.

Δυο γενιές δίπλα, πιασμένες σφιχτά. Αγκαλιασμένες. Η δεύτερη γαλουχήθηκε με βάση την πρώτη. Η πρώτη αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της δεύτερης. Και οι δύο έχουν γράψει την ιστορία τους μέσα στα λάθη. Τα λάθη δεν είναι κακά αρκεί να έχεις τη δύναμη και το κουράγιο να τα διορθώνεις. Ή έστω να μην τα επαναλαμβάνεις. Καμιά από τις δυο γενιές δεν το διδάχτηκε αυτό.

Κι όμως. Δεν φταίει η γενιά μετά το πολυτεχνείο που έμαθε και σφετερίστηκε τον σταρχιδισμό. Φταίει η γενιά του Πολυτεχνείου που ξεπούλησε την πιο σημαντική στιγμή της νεότερης Ελλάδας σε τιμή ευκαιρίας. Χωρίς καν κάτω από το κόστος. Απλά χωρίς κόστος. Που μετέτρεψε την πολιτική σε μικροκομματισμό και σε μπλουζάκι τύπωσε την φράση «ήμουν κι εγώ στο Πολυτεχνείο». Δεν το τύπωσε μόνο. Το φόρεσε κιόλας. Κι αναρριχήθηκε σε βουλευτικούς θώκους και αξιώματα. Μέσα από τα ταγιεράκια chanel η μπλούζα φαίνεται. Μέσα από τα φιμέ τζάμια των Cayenne η μπλούζα φαίνεται. Μέσα από τον ξύλινο - ο Θεός να τον κάνει πολιτικό - λόγο, φαίνεται. Μέσα από το δήθεν, μια στιγμή, μια νιότη που ήταν ξύπνια αλλά αποκοιμήθηκε φαίνεται. Φαίνεται και πληγώνει. Εκείνη η λάμψη σε εκείνο το βλέμμα που κάποτε έκαιγε δεν φαίνεται. Εκείνη έχει χαθεί. Γιατί η γενιά του Πολυτεχνείου πήρε τα ηνία στα χέρια της και απλά βολεύτηκε. Γλυκάθηκε. Δεν έχουμε δα και χούντα. Και σταμάτησε να ονειρεύεται.

Και η γενιά μετά το Πολυτεχνείο σαν αδιάβαστος μαθητής που δεν ξέρει την τύφλα του αντέγραψε ότι είδε από τον πίσω. Από τη γενιά του Πολυτεχνείου στην προκειμένη περίπτωση. Αντέγραψε τη στάση ζωής. Υιοθέτησε τον μικροκομματισμό. Μετέτρεψε την σημαντικότερη στιγμή της νεότερης Ελλάδας σε πανηγυράκι με τραπεζάκια. Έδειρε και Δαπίτες. Πολύ όμορφα, πολύ γενναία, πολύ αριστερά. Πάντα αριστερά. Αποστήθισε το ρουσφέτι, και ζήτησε να βολευτεί. Λιγάκι αριστερά το τελευταίο.

Στο περιθώριο αυτών των γενιών βρίσκονται κάποιοι άλλοι. Κάποιοι που έζησαν το Πολυτεχνείο αλλά δεν τύπωσαν μπλουζάκι. Που δεν έκαναν το αυτονόητο ηρωισμό. Που δεν κυνήγησαν τα υπόλοιπα. Κάποιοι που μεγάλωσαν με τον μύθο του Πολυτεχνείου αλλά δεν αντέγραψαν τις τακτικές των εμφανών ηρώων. Κάποιοι που δεν στήθηκαν σε τραπεζάκι για να δείξουν ότι η σημερινή γενιά θυμάται το Πολυτεχνείο.
Αθόρυβα…γιατί η ιστορία μόνο κάνει κρότους.
Σιωπηλά...γιατί οι φωνές θυμίζουν σειρήνες και φέρνουν στο νου ουρλιαχτά.
Αυτοί ελπίζω φέτος να άφησαν και για μένα ένα γαρύφαλλο στο Πολυτεχνείο. Φέτος που είμαι μακριά.

Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2008

Παράσταση ζωής...



Γεμάτη ακροβατικά η ζωή του. Ένα τσίρκο τεράστιο με κοινό, με θηρία, με φόβο και άγχος. Με ελπίδα. Κάθε μέρα προπόνηση για να γίνει καλύτερος και καλύτερος. Κάθε μέρα αγώνας με απώτερο στόχο την επιβίωση. Κάθε μέρα και μια παράσταση. Ανέκαθεν υποστήριζε πως αν είναι να κάνεις κάτι, κάντο καλά, πολύ καλά αλλιώς άστο. Ανέκαθεν πίστευε πως αυτός ορίζει και αποφασίζει. Κάθε μάχη είναι και ένα πεδίο που πρέπει να κερδηθεί. Κάθε πεδίο και μια αρένα. Αρένα ζωής.

Μέσα στο κοινό και άνθρωποι που σιχαίνεται. Το εισιτήριο δεν κάνει διακρίσεις. Αν έχεις λεφτά μπαίνεις. Αυτοί έχουν λεφτά. Και μπαίνουν. Ξέρει ότι περιμένουν να γλιστρήσει. Καραδοκούν να τον δουν έστω και μια φορά να πέφτει από το σκοινί, Δεν θα τους κάνει την χάρη. Όχι όσο περνάει από το χέρι του. Άλλωστε ποτέ δεν έδωσε την παράσταση για το κοινό. Πάντα για τον εαυτό του ακροβατούσε. Για να ζυγίσει τις δυνατότητές του. Για να αναμετρηθεί με το θεριό του. Τι κι αν οι προβολείς στρέφονται πάνω του; Αυτός κοιτά χαμηλά. Η επιτυχία γι αυτόν κρύβεται στη σωστή εκτέλεση αυτών που παρουσιάζει. Όχι στο χειροκρότημα.

Ένα τσίρκο η ζωή του. Κόσμος μπαινοβγαίνει στο αντίσκηνο να τον δει. Κάθε βράδυ δίνει και μια παράσταση. Έχει τύχει να βγει στη σκηνή με κλάματα. Κανείς δεν τα έχει προσέξει. Καλός ηθοποιός. Καλός ακροβάτης. Έτσι λένε τουλάχιστον. Ίσως μάλιστα να έγινε καλός επειδή και η ζωή μια συνεχής ακροβασία σε τεντωμένο σκοινί είναι.

Κι αν γλιστρήσει κάποια στιγμή; Θα φύγει. Δεν έχει τίποτα να χάσει. Θα γυρίσει πίσω. Εκεί που τον περιμένουν οι δικοί του άνθρωποι. Χορτάτος από τη ζωή. Απορεί γιατί αγωνίζεται με τέτοιο σθένος. Μα γιατί είναι νέος. Και γιατί κάποτε αποφάσισε πως τα ακροβατικά είναι η μεγάλη του αγάπη. Έτσι τον έμαθαν, έτσι έμαθε, μικρή σημασία έχει. Παλεύει τουλάχιστον κι αυτό είναι η πιο τρανή απόδειξη πως έχει όνειρα.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2008

Πείσε με...


Δεν είναι που είμαι καχύποπτη. Καχύποπτη δεν υπήρξα ποτέ. Δεν είναι που έχω πάψει να ελπίζω. Η ελπίδα είναι η επιταγή της ηλικίας μου. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Είναι που δεν πιστεύω σε μεσσίες. Είναι που ποτέ δεν μπόρεσα να επενδύσω σε κάποιον εξαιτίας του χρώματός του. Έτσι κι ο Ομπάμα. Δεν μου λέει τίποτα ότι είναι Αφρο-αμερικανός. Ούτε βέβαια ότι ανήκει στους Δημοκρατικούς. Μην τρελαθούμε τελείως. Ο προηγούμενος δημοκρατικός βομβάρδισε τη Σερβία για ένα λεκιασμένο με σπέρμα φόρεμα. Ούτε καν για ένα πουκάμισο αδειανό. Για μια Μόνικα. Ούτε καν για μια Ελένη.

Και πριν λίγες μέρες τους είδα αγκαλιά, τον προηγούμενο και τον νέο Δημοκρατικό πλανητάρχη. Να χαιρετάνε τα πλήθη και να χαμογελάνε. Θυμήθηκα το χαμόγελο του πρώτου τότε που γινόταν σφαγή στην αυλή μας. Θυμήθηκα την Μαντλίν και τις καρφίτσες της. Θυμήθηκα και το δεκατριάχρονο πιτσιρίκι που οδήγησε μέχρι τα σύνορα ως πρόσφυγας για να σωθεί αυτό και η οικογένεια του.

Και φοβήθηκα. Φοβήθηκα πως όσες ελπίδες κι αν έχω θα διαψευστούν γιατί η πολιτική είναι μία γι αυτούς και το χαμηλό προφίλ είναι πολύ καλά δουλεμένο από τους image makers.

Δεν με νοιάζει αν είναι Αφρο-αμερικανός. Αν είναι Δημοκρατικός. Με νοιάζει να είναι άνθρωπος. Άνθρωπος για να εξαργυρώσει τις ελπίδες που ένας ολόκληρος πλανήτης επένδυσε πάνω του. Άνθρωπος με το Α κεφαλαίο έτσι για αλλαγή. «Μην κοιμάσαι είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς, θα το μετανιώσεις.» Όπως θα έλεγε και ο ποιητής.

Υ.Γ Στο πνεύμα των ημερών, στην εστία σήμερα είχαμε εκλογές. Δεν πάτησα καν. Εδώ και ένα μήνα μια τεράστια οικοδομή φτιάχνεται δίπλα μας. Κάθε μέρα έχουμε τρυπάνια από το πρωί μέχρι το βράδυ ακόμα και τις Κυριακές. Τα πλυντήρια για να πλύνουμε είναι της συμφοράς και χρεώνουν 5 ευρώ την πλύση. Η υπεύθυνη είναι για πολύ ξύλο. Το συστημένο που μου έστειλε ο μπαμπάς μου από Ελλάδα το είχε κλειδωμένο στο ντουλάπι της για 5 μέρες και κάθε φορά που την ρωτούσα μου έλεγε πως δεν έχει λάβει τίποτα. Α ναι, κάθε δύο εβδομάδες βρίσκει μια αφορμή για να μπει στα δωμάτια προφανώς για να κατασκοπεύσει. Κανένα πιτσιρίκι που θα εκλεγεί δεν θα τα αλλάξει αυτά. Ας μην έχω αυταπάτες. Ελπίζω τουλάχιστον για τα μεγαλύτερα. Αυτά που υπερβαίνουν τον μικρόκοσμό μου.

Κυριακή, Νοεμβρίου 02, 2008

Πόλη χιόνι

Ιούλιος ήτανε. Από εκείνες τις συναυλίες του Λυκαβηττού που πάντα είναι sold out. Είχαμε προνοήσει από νωρίς και έτσι βρεθήκαμε καμιά δεκαριά άτομα, μια τεράστια παρέα να ανηφορίζουμε για τον Πλιάτσικα. Ερωτευμένη από πάντα μαζί του. Από τα φεστιβάλ της ΚΝΕ τότε που με τους Πυξ – Λαξ, καθημερινή με ανάγκαζαν να εκλιπαρώ την αριστεροσύνη της μάνας μου για να κάτσω λιγάκι παραπάνω και την επομένη να πηγαίνω σχολείο άυπνη. Το κόλπο πάντα έπιανε. Κι αυτοί λες και το ήξεραν, τραγουδούσαν σχεδόν πάντα Πέμπτη. Με θυμάμαι μια από εκείνες τις Πέμπτες να έχει πάει δώδεκα, Εκείνη να είναι αδιάλλακτη και εγώ να απομακρύνομαι ακούγοντας πως «Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα.». Και Αριστερή και Μάνα, αυτό το πακέτο ποτέ δεν κατάλαβα πως το κουμάνταρε.

Τα χρόνια πέρασαν. Ένα Σεπτέμβρη που δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτοί έδωσαν την τελευταία τους συναυλία ως συγκρότημα και εγώ είχα χωρίσει με εκείνον με τον οποίον τους ακούγαμε τον προηγούμενο χειμώνα, δίπλα στο ποτάμι. Το πρώτο τέλος με πόνεσε. Το δεύτερο απλά το δέχτηκα πολύ στωικά. Έναν Ιούλιο δυο-τρία χρόνια πιο μετά από εκείνο το βροχερό ταξί ο Πλιάτσικας συνέχιζε μόνος του. Δεν θυμάμαι τι μέρα ήταν η συναυλία. Θυμάμαι ότι όλοι ήταν εκεί. Και ο αγαπημένος μου. Ο Καζόυλης.

Καθόμασταν κάπου αριστερά. Και όπως πάντα τα κινητά δεν έπιαναν. Όπως πάντα ζήλευα αυτούς που είχαν σκαρφαλώσει στα βράχια και άκουγαν την συναυλία από πολύ ψηλά. Όπως πάντα είχα ξεκινήσει από τις κερκίδες και είχα καταλήξει μέσα στο πλήθος. Κι εκεί, λες και το ξερέ, είπε την «Πόλη Χιόνι». Μπορεί να ήταν χιλιάδες κόσμου εκείνο το βράδυ στο Λυκαβηττό. Αυτός την τραγούδησε για μένα. Μόνο. Και είναι και το μέρος, που τόσο καταλυτικά με έχει δέσει από τις πρώτες μέρες της ύπαρξής μου. Ποτέ δεν το είδα σαν κατάλληλο μέρος για ραντεβού. Ίσως επειδή εγώ τον Λυκαβηττό μου δεν θα τον χαράμιζα για σαρκική εκτόνωση.

Τέλη Οκτώβρη, λίγες μέρες πριν. Γύρω στις δέκα και βγαίνοντας από το θέατρο είδα ένα ταξί στα λευκά. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως ερχόταν από πολύ μακριά. Μέχρι να ανοίξω την ομπρέλα, νιφάδες μας είχαν περικυκλώσει. Κι έτσι όπως κοίταζα το ταξί, κρατώντας την ομπρέλα με το ένα χέρι και το χέρι Της με το άλλο θυμήθηκα την «Πόλη χιόνι». Της έδωσα τα γάντια μου.


Χειμώνας στο Λονδίνο και Καλοκαίρι στο Λυκαβηττό.


Μνήμες, καρδιά μου, μνήμες. Μην δίνεις σημασία...


Έτσι κοιτάζω την πόλη που αγάπησα. Όταν σε είχα σε αυτή συναντήσει. Έτσι κοιτάζω την πόλη που άφησα. Όταν στην άβυσσο μ’ είχες αφήσει...