Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011

Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει κύριε Μανώλη;

Είναι κάτι τύποι που κλαίνε, χτυπιούνται, σκάνε από τη στεναχώρια τους για το θάνατο του τάδε Ιρλανδού ντράμερ, του τάδε Σκωτσέζου μπασίστα, της τάδε Νοτιοαφρικανής τραγουδίστριας, του δείνα Αμερικανού καλλιτέχνη (γενικώς και αορίστως). Που εννοείται ότι όλοι πήγαν από φυσικά αίτια. Θυμούνται εκείνο τον έρωτα που ξεπέρασαν παρέα με τη μουσική του (ξεπερνιούνται άραγε οι έρωτες έτσι;), εκείνη τη συναυλία που τον είχαν ακούσει στο Δουβλίνο, κάποιο καλοκαίρι, ( Καλά όχι και τόσο καλοκαίρι, μην φανταστείς.) παρέα με μπύρες και τσιγάρα (πριν την ευρωπαϊκή καπναπαγόρευση, κάπου στη δεκαετία του 80, λοιπόν). Θυμούνται μια βραδιά, σ’εκείνο το καταγώγι στο Soho και έξω να ρίχνει αυτή τη Λονδρέζικη εκνευριστική βροχή αλλά μέσα να είναι μαγεία με τις νότες της μπάντας που κουβαλά επιρροές country (πρώτη και τελευταία φορά που τους άκουγαν live). Ή τότε στο εφηβικό τους δωμάτιο κάπου στα Πατήσια με το walkman στ’ αυτιά, τη κασέτα να γυρίζει και να κάνει θόρυβο, τη μάνα με την παντόφλα έξω από την κλειδωμένη πόρτα και την αφίσα στον τοίχο. Άτιμη εφηβεία.

Είναι μια τύπισσα που αγαπάει τους Pink Floyd, τους Placebo και έχει μια αδυναμία στους Depeche Mode. Έχει συγκινηθεί με το its no good που κάποιος κάποτε είχε τολμήσει να της αφιερώσει, έχει ταξιδέψει με το every you and every me σε κάθε έρωτα της, έχει ξενυχτήσει με το say something των james. Ως εκεί. Επιτρέπει στον εαυτό της να κλάψει μόνο με το «όλα σε θυμίζουν» ειδικά και με Μάλαμα γενικά. Γεννήθηκε μετά το θάνατο του Ξυλούρη αλλά πριν το θάνατο του Σιδηρόπουλου. Δεν πρόλαβε να τους αποχαιρετήσει, τους αγάπησε μέσα από τη μουσική τους, τον πρώτο λόγω της κρητικής ρίζας της και τον δεύτερο γιατί το ζήτησε επιτακτικά με το «Να μ’αγαπάς.» Απλά υπάκουσε. Σε ένα από εκείνα τα οικτρά αφιερώματα αγιοποίησης της κρατικής τηλεόρασης είχαν πει για τον δεύτερο ότι πέθανε από την κοκαΐνη επειδή τότε δεν ήταν ακόμα γνωστές οι παρενέργειές της. Βεβήλωση από την ελληνική πουριτανική κοινωνία που αρνείται ότι ακόμα κι ο θάνατος είναι επιλογή. Η ζωή που ζει ο καθένας υπαγορεύει το θάνατο που του επιφυλάσσεται μακριά από μοίρες, θεούς και τυχερά. Στο δικό της μουσικό μικρόκοσμο εκείνους τους δύο δεν πρόλαβε και δεν είχε λόγο να αποχαιρετήσει. Από προχτές όμως αποχαιρετά τον στιχουργό που η ταμπέλα τον αδικεί. Δεν είναι ότι μόνο ότι έχει υπάρξει «τρελή κι αδέσποτη» παρ’ όλη την αγάπη. Ούτε ότι αναπολεί εκείνες τις καλοκαιρινές νύχτες στο Ηρώδειο με τη Χαρούλα να γεμίζει νότες κάθε κύτταρο ζωής. Όχι. Είναι που κουβαλά μερικούς στίχους συνεχώς πάνω της. «Τρελή κι αλλοπαρμένη με σένα τρελαμένη» οδηγώντας, με τα φώτα του σταθερά μπροστά της να την κατευθύνει. «Από περιέργεια υπάρχω» στα ξενύχτια του διδακτορικού της, «κυκλοθυμικός καιρός» στις ακεφιές της, «βαλκανιζατέρ του έρωτά μου» στις διακοπές της, «κι εγώ σαν πόλη αφήνομαι» στις μεγάλες της αγάπες.

Καλό ταξίδι ευχήθηκα κύριε Μανώλη; Δεν ευχήθηκα. Έτσι για το κατευόδιο λοιπόν ένα τελευταίο που σε θυμίζει…

3 σχόλια:

leondokardos είπε...

Ψάξε στα blog να βρεις τι έγραψε ο Μανώλης Ρασούλης λίγο πριν πεθάνει. Είναι ένα εκπληκτικό κείμενο. Εαν το βρω θα σου το στείλω.

DaisyCrazy είπε...

Όλοι τον τραγουδήσαμε κι όλοι θα συνεχίσουμε να τον τραγουδάμε. Τα στιχάκια του μιλάνε στη ψυχή μας. Να'ναι καλά εκεί που είναι!

υγ. πολύ δυνατό κι όμορφο κείμενο

KitsosMitsos είπε...

Παρόλη την πίκρα μας αφήνει πίσω πολλά...