Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2009

Χριστούγεννα θα πει...

χριστουγεννιάτικη βιτρίνα στη Ζουρίχη. Θυμάσαι;

Χριστούγεννα θα πει να ξυπνήσεις αργά και να πετύχεις τα τελευταία παιδάκια που λένε τα κάλαντα. Να τους δώσεις λεφτά και να τα φορτώσεις γλυκά για να δεις το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους και την εσωτερική τους φωνούλα να φωνάζει: θα το πάρω το playstation yeah, yeah, yeah! Να σηκωθείς και το σπίτι να έχει γεμίσει μυρωδιές από την κουζίνα. Χοιρινό, κοκκινιστό, μοσχαράκι γιουβέτσι…μικρή σημασία έχει.

Χριστούγεννα θα πει να τρως για πρωινό καλτσούνια με μέλι ή κρητική μπουγάτσα με μυζήθρα. Θα πει να σηκώνεσαι ανά δεκάλεπτο – έστω τέταρτο ας μην τα χαλάσουμε σε αυτό – για να φας ακόμα ένα μελομακάρονο ή κουραμπιέ και να γλύφεις τα δάχτυλα από τα μέλια ή τις άχνες γιατί είναι Χριστούγεννα. Να τσιμπολογάς τα καρυδάκια της πιατέλας που είναι πάνω στον παλιό μπουφέ γιατί πάλι είναι Χριστούγεννα. Να στρώνεται γιορτινό τραπέζι σπίτι με κόκκινες – απαραιτήτως – χαρτοπετσέτες.

Χριστούγεννα θα πει να δεις το μεσημέρι για 46343 φορά το «μόνος στο σπίτι» και να σκεφτείς ότι το πιτσιρίκι όταν μεγαλώσει θα γίνει πολύ μεγάλο γκομενάκι παραβλέποντας πως το πιτσιρίκι είναι μεγάλο, έχει γίνει μπαμπάς και έχει πέσει στις κόκες. Μετά να δεις και την Μαίρη Πόππινς ή τον ΌΛιβερ.

Χριστούγεννα θα πει να τριγυρνάς όλη μέρα μέσα στο σπίτι με τις σατέν πυτζάμες (από τα primark προς 6 λίρες το ζευγάρι – συγγνώμη αν σε σύγχυσα! Που να τις δεις κίολας!!) και τα πατουσάκια – καλτσάκια και να χαζολογάς ασύστολα.

Χριστούγεννα θα πει να πηγαίνεις σε οικογενειακά τραπέζια απαραιτήτως και να συναντάς όλα τα σόγια. Να ακούς την ευχή που ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Από τα 6 ως τα 17 ήταν «καλή πρόοδο Σιντούλα». Από τα 18 μέχρι τα 23 ήταν «καλό πτυχίο Σιντούλα» και από πέρυσι είναι «με ένα καλό παιδί Σιντούλα.». Το μεταπτυχιακό, πόσο μάλλον το διδακτορικό είναι γι αυτούς πολύ ψιλά γράμματα και δεν ανήκουν φυσικά στην ιδέα του «καλού κοριτσιού για σπίτι». Το καλό κορίτσι για σπίτι που θα γίνει κάποια στιγμή μανούλα και θα ακουμπήσει στο ΙΑΣΩ 6.000 ευρώ. Δεν χρειάζεται να ασχολείται με την έρευνα, εντάξει ας είναι σπουδαγμένη αλλά μην το παρακάνουμε…και πάρουν τα μυαλά του αέρα (του καλού κοριτσιού ντε). Στα οικογενειακά τραπέζια πάντως έχει πολύ πλάκα. Γιατί πάντα υπάρχει κάποιος που λέει καλά ανέκδοτα. Κάποιος που λέει σόκιν ανέκδοτα. Κάποιος που αργεί και δεν βρίσκει τίποτα να φάει. Και φυσικά κάποια που θα έχει κάνει το καλύτερο εκμέκ κανταΐφι της πόλης. Ναι, καλό κορίτσι από σπίτι φυσικά!

Χριστούγεννα θα πει να κάθεσαι τις πολύ βραδινές ώρες μόνος σου. Με τα φώτα σβηστά, με τα λαμπάκια του δέντρου λαμπερά και μέσα στο σκοτάδι, πάνω στον καναπέ, να «κάνεις ταμείο» της χρονιάς που φεύγει. Να ζυγίζεις τα κέρδη σου, αυτά για τα οποία πάλεψες, αυτά που τελικά πήρες, εκείνα που άφησες πίσω, όλα όσα αγάπησες και όσα θα ήθελες να ξεχάσεις.

Χριστούγεννα θα πει να μελαγχολείς λιγάκι γιατί λίγα χρόνια πριν, ανήμερα κάποιων άλλων Χριστουγέννων είχε φύγει εκείνη μετά από δύο πολύ δύσκολες μέρες στην εντατική. Εκείνη που έκανε τα καλύτερα καλτσούνια, τις μεγαλύτερες αγκαλιές, τα πιο ζεστά χάδια και είχε τα πιο τρυφερά πράσινα μάτια.

Χριστούγεννα θα πει να είσαι με αυτούς που αγαπάς και να τους αγαπάς πολύ.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους!
Πολλά φιλιά σε σας και στις οικογένειές σας!

Σάββατο, Δεκεμβρίου 19, 2009

Η Αθήνα των άλλων

Παρασκευή βράδυ στα φανάρια της Αλεξάνδρας προς Πατησίων. Εκείνος χαμογελαστός, εγώ αγχωμένη. Εκείνος με τεράστια επιμονή, εγώ με μεγάλη ευγένεια. Το τζάμι μου καθαρό. Το αμάξι μου επίσης αλλά εκείνος επιμένει να μου το καθαρίσει. Με τα σπαστά ελληνικά του μου λέει πως δεν θέλει λεφτά. Λίγο πιο κάτω, Πειραιώς πια, το σκηνικό επαναλαμβάνεται. Η στάμπα από τη βούρτσα του προηγούμενου στο πλάι, όση ώρα προσπαθούσε να με πείσει, έχει μείνει εκεί. Δεν είμαι πια αγχωμένη. Κοντεύω στον προορισμό μου. Αλλά δεν τον αφήνω και πάλι να καθαρίσει το ήδη καθαρό τζάμι. Η επιμονή προέρχεται από την απελπισία και η ευγένεια δεν έχει χώρο σε αυτό τον αγώνα επιβίωσης που ο καθένας κάνει ξεχωριστά.

Σάββατο βράδυ πίσω από το λαμπερά φωτισμένο δημαρχείο. Τόσο καλά φωτισμένο που κρύβει το φόβο, το αλισβερίσι, την «άλλη» Αθήνα – αυτή που δεν παίζει σε κανένα περιοδικό με γυαλιστερές εικόνες αλλά βρίσκεται ακριβώς από πίσω. Πόρνες από την Αφρική, κοριτσάκια μικρά, παρακαλάνε για ένα κρεβάτι. Έχω παρκάρει λίγο πιο πέρα. Περπατάω, το βήμα ταχύ – όχι από το φόβο αλλά από το κρύο. Περπατώ σε δρόμους που κανείς πολιτικός δεν έχει περπατήσει. Κι αυτές παρακαλάνε. Με τα σπαστά ελληνικά τους. Ανοίγουν πόρτες, γίνονται επίμονες και κομμάτι προκλητικές. Καλά δεν κρυώνουν;

Τρίτη ξημερώματα σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια. Με κοιτά περίεργα μα δεν δίνω σημασία. Κουβέντα θέλει. Συζήτηση θέλει. Να μας δείξει φωτογραφία των παιδιών του θέλει. Με έχει ζαλίσει το ποτό μα δεν μπορώ να αντισταθώ στο βλέμμα του. Μας πιάνει κουβέντα. Παρέα θέλει. 8 χρόνια στην Ελλάδα. Άφησε την κόρη του πίσω 6 χρονών μα θα τη βρει 14. Δουλεύει σε φούρνο. Παίρνει 600 ευρώ. Έχει και έναν γιο. Δεν έχει σκοπό να γυρίσει προς το παρόν. Ακόμα και τα ένσημά του μας ανέλυσε. Δεν τα θυμάμαι. Ούτε και το όνομά του. Συγγνώμη.

Δευτέρα βραδάκι στο κέντρο. Ένας Αϊ Βασίλης μου χαμογελά. Τα χαρακτηριστικά του μελαμψά. Αυτός σίγουρα δεν ήρθε από τη Φιλανδία. Μάλλον έχει βρεθεί εδώ από το Πακιστάν. Κι είναι όλοι αυτοί οι Αϊ Βασίληδες η μεγαλύτερη απόδειξη. Η πιο τρανή διάολε. Πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Συγγνώμη που στο χαλάω.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2009

Ζουρίχη...έτσι απλά!

Στη Ζουρίχη και όχι Ζυρίχη (εκ του αγγλικού Zurich) πήγαμε ένα από τα προηγούμενα σαββατοκύριακα του Νοεμβρίου. Ο προορισμός επιλέχθηκε προσεκτικά ανάμεσα σε δεκάδες άλλους για την ιστορία, την ομορφιά, τη γραφικότητα και το φυσικό περιβάλλον. Ψέμματα. Επιλέχθηκε εξαιτίας των πολύ φτηνών αεροπορικών εισιτηρίων. Δηλαδή πετάξαμε με 55 ευρώ περίπου το άτομο, all included – δεν το λες και άσχημα. Το λες; Όταν κλείναμε τα εισιτήρια δεν ξέραμε το γιατί αλλά μετά μάθαμε. Η Ζυρίχη είναι πανάκριβη. Φαρμακείο. Κάτι είχαμε ακούσει – από ψίθυρους και μισόλογα μην φανταστείς – για την ακρίβεια της. Το διαπιστώσαμε όταν ιδίοις όμμασι πληρώσαμε 15 ευρώ το μοχίτο. (Μου θες και Μοχίτο βλαχάκι Σίντυ.)


Ήταν μάλιστα το σαββατοκύριακο που ο Τζίμυ ο Τσου (ρε Λάκη) λάνσαρε τη νέα του κολεξιόν στα H&M προκαλώντας ρήγη συγκίνησης και πολλαπλών οργασμών στις απανταχού Ζουριχιανές που ξεχύθηκαν στην αγορά και γέμισαν τα πλακόστρωτα με μπλε ελεκτρίκ τσάντες με τα χαρακτηριστικά Jimmy Choo με bold 35αρα γραμματοσειρά πάνω στη σακούλα. Αν υπήρχε βραβείο σχεδιαστή που ντύνει 20χρονα κακόγουστα μεν, πλούσια κοριτσάκια δε, θα το κέρδιζε αναμφισβήτητα αυτός και τα τακούνια που λάνσαρε και μπορούν άνετα να φορεθούν στο Βαρελάδικο, στην Αγιά.


Ακόμα και μια αγελάδα στο δρόμο αγανάκτησε…και ανέβηκε στο μπαλκόνι.

.Κάθε πρωί ξεκινούσαμε τη βόλτα μας αγοράζοντας ζεστά croissants από το φούρνο – ναι, παρόμοια με εκείνα που είχα φτιάξει οι Βιεννέζοι για να σατιρίσουν τους Οθωμανούς μετά την αποτυχία τους στην πολιορκία της πόλης κάπου το 1600 κάμποσο – και καφέ starbucks σαν γνήσια Αμερικανάκια. Η πόλη είναι γραφική, με τα στενάκια της, την παλιά της πόλη, τα πλακόστρωτα, το ποτάμι, τη λίμνη και τα τραμ. Πολλά τραμ. Ο κόσμος της ευγενικός…α ναι. Πετύχαμε και πολλούς Έλληνες. Πολλούς όμως. Στο εστιατόριο, στο τράμ, στο δρόμο, όχι καλέ στο μουσείο, είσαι τρελός; Τι κάνανε τόσοι Έλληνες στη Ζυρίχη θα σε γελάσω. Μάλλον ότι κι εμείς.



Ένας πολύ καλός ταξιδιωτικός οδηγός που σέβεται τον εαυτό του θα έγραφε σίγουρα: Να επισκεφθείτε την εκκλησία – της οποίας το όνομα αρνήθηκα να συγκρατήσω - και να ανεβείτε τα 6543 σκαλιά για να θαυμάσετε τη θέα από ψηλά. Σίγουρα η εικόνα θα σας ανταμείψει. Εγώ πάλι και η υψοφοβία μου χτυπήσαμε κόκκινο. Τι σκαλί και κακό. Όλοι οι τουρίστες με άριστη φυσική κατάσταση ανέβαιναν και ξεχύνονταν στα μπαλκόνια να χαζέψουν τη Θέα. Εγώ πάλι κουράστηκα. Ανέβηκα και είδα κι έπαθα να κατέβω προσφέροντας άφθονο γέλιο στους απανταχού γυμνασμένους ανά τη Ζουρίχη που βρέθηκαν εκείνη τη μέρα στο ναό. Δεν έφταιγα εγώ. Οι σκάλες που ήταν απότομες έφταιγαν.





Στη Ζουρίχη το φαγητό είναι φανταστικό. Ειδικά το Gordon bleu και τα βρώμικα που πλησίασαν αυτά της Μιχαλακοπούλου. Δεν μείναμε πουθενά δυσαρεστημένοι αν και σε μερικές περιπτώσεις χρειάστηκε να πουλήσουμε τις μισές ελιές – εντάξει υπερβάλλω – που είχαμε στη Κρήτη για να φάμε.Αυτό που με σόκαρε όμως το Σάββατο βράδυ που καθίσαμε να φάμε ήταν η αφίσα απέναντί μου. Μπουκιά δεν κατέβασα από τη συγκίνηση. Οι Backstreet boys ζουν. Και κάνουν και περιοδεία στη Ζουρίχη. Δηλαδή ο Νιck κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Δηλαδή πόσο γυμνάσιο ακόμα θα παραμείνω; Α ναι. Οι depeche mode μόνο εδώ δεν τα κατάφεραν να τραγουδήσουν απότι φαίνεται. Εν τω μεταξύ, αυτό το λακωνικό ερώτημα του μονίμως εκνευρισμένου Έλληνα αντικαπνιστή θα πρέπει να βρει απάντηση εδώ στην Ελβετία. Πότε θα γίνουμε Ευρώπη;; Οι πάντες καπνίζουν παντού. Αν δεν καπνίζεις είσαι ένα μηδενικό. Μια νούλα και το τασάκι που υπάρχει πάνω στο τραπέζι στο εστιατόριο, στο μπαρ, στο καφε, στο κομοδίνο δεν σου αξίζει. Για να αγοράσεις εκεί τσιγάρα θα πρέπει από κάποιο μαγαζί να ζητήσεις μάρκα. Αυτή η μάρκα βεβαιώνει ότι είσαι άνω των 18 οπότε αξίζεις τον καπνό που φουμάρεις. Βάζεις τη μάρκα στο μηχάνημα, το μηχάνημα ξεκλειδώνει, σου χαμογελάει, δέχεται τα λεφτά και σου δίνει πακέτο. Μετά το δηλώνεις στην κοντινότερη αρμόδια υπηρεσία, παίρνεις συγχαρητήριο σημείωμα πετυχημένου και περήφανου για τον εαυτό του καπνιστή και μπορείς να καπνίσεις παντού – ακόμα και μέσα στην εκκλησία. Εντάξει και πάλι υπερβάλλω αλλά η κατάσταση κάπως έτσι έχει.



Μια από τις ωραιότερες βόλτες ήταν αυτή με καραβάκι στη λίμνη. Δυστυχώς δεν έπιασε το μότο μου «πάντα αριστερά» και ο φασίστας ο καπετάνιος έκανε το γύρο από τα δεξιά με αποτέλεσμα οι ακριανοί δεξιοί – χρυσαυγίτες μην σου πω – βλέπανε τέλεια ενώ εμείς…τίποτα. Έτσι κι εγώ έβαλα τα χεράκια μου στο τραπέζι και σαν άλλο πεντάχρονο που το τραβολογάνε οι γονείς του στην ταβέρνα κοιμήθηκα λιγάκι. Όταν ξύπνησα τράβηξα αυτό.


Στο γυρισμό ψωνίσαμε πολλές σοκολάτες. Μακράν η καλύτερη, αυτή που περιείχε τσίλι. Λίγο πριν φτάσουμε σπίτι άρχισα να τραγουδάω «ίπι ίπι ούμε, σας ευχαριστούμε κι αν μας αγαπάτε να μας ξαναπάτε». Το έτερον ήμισυ μου είπε να κάνω ησυχία γιατί είναι αργά και οι γείτονες κοιμούνται. Κάπου εκεί σώπασα. Αλλά η Ζουρίχη υπέροχη. Τι να λέμε τώρα!


Αφιερωμένο σε κείνον…που όσοι έρωτες κι αν περάσουν…αυτός θα είναι πάντα ο ορισμός της αγάπης.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2009

και; τι και παιδί μου;

Ακόμα ρε Cindy?

Και για πολύ ακόμα.

Μελαγχολία δηλαδή?

Καραμπινάτη. Με καταθλιπτικές τάσεις, μη σου πω.

Για το Σαμαρά πάντα…

Για το Σαμαρά. Πόσα θα αντέξω δηλαδή η γυναίκα?

Και ξέρεις τι μου τη δίνει περισσότερο έτσι?

Για πες.

Που θα με κυβερνήσει και αυτός! Δηλαδή δεν έχει πάτο αυτό το βαρέλι.

Κάπου διάβασα πως αυτοί που λένε για τον πάτο του βαρελιού αγνοούν πως τα βαρέλια μπορεί να έχουν και ψεύτικους πάτους.

Τον άκουσες την επομένη της επιτυχίας του;

Όχι. Πανηγύριζα τη νίκη μας σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ ως γνήσιος γαύρος. Αλλά να…να ρε παιδί μου. Ένας κόμπος δεν με άφηνε να ζητωκραυγάσω τα 2 γκόλ που βάλαμε στους αιωνίως δεύτερους.

Την επομένη;

Ο Σαμαράς πανηγύριζε και την επομένη. Τι να κανα;

Για να μην ανοίξω κανονικές εφημερίδες, από διαστροφή στράφηκα στις αθλητικές.

Να τον άκουγες που πήγε στον Παπανδρέου. Υπέροχα τα είπε. Και μετά στις κάμερες απέξω πάλι υπέροχα τα είπε. Τα ίδια. Ούτε ένα και δεν άλλαξε. Ούτε μια τελεία, μια παύση. Τα ίδια, με το ίδιο χρώμα και στόμφο. Τόσες μέρες μετά και το θυμάμαι απέξω. Να σου το πω;

Όχι, σας παρακαλώ δεν θα θελα. Είναι και η κατάστασή μου βλέπετε.

Και μετά είπε ότι δεν θα δεχτεί ερωτήσεις.

Μόνο αυτό είχε αποστηθίσει φαίνεται.

Το άλλο…με το σφουγγάρι να σου το πω; Που το είπε και με ένα δραματικό τόνο…ούτε η Καρέζη στην Αντιγόνη σου λέει τέτοιο παίξιμο. Παύση…Σφουγγάρι…Πάυση. Πολιτικός λόγος…όχι αστεία.

Εναλλακτικά μπορούσε να πει ψωμί κι αλάτι με τη Ντόρα και τον Ψωμιάδη.

Αλλά έχει και μια ιδεολογία…κομμάτι δεξιά. Όχι ψωμί κι αλάτι. Σφουγγάρι.

Με μελαγχολείς χειρότερα.

Να σου αφιερώσω ένα τραγουδάκι να ηρεμήσεις.

Εντελώς τυχαίο φυσικά. Από τα παλιά.

Να σε ρωτήσω κάτι? Τι θέση είχε πάρει η Βόσσου στη Eurovision με αυτό το τραγούδι?