Κυριακή, Μαΐου 30, 2010

Οι τρεις πόρνες. Η μόρφωση, η ψευδαίσθηση και η ελπίδα. (Η σειρά τυχαία)

Αυτό το ποστ δεν αφορά κανέναν. Αφορά μόνο εμένα, ορισμένους που βρίσκονται στην ίδια θέση με μένα και είναι φόρος τιμής στο πρόσωπο και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από «τη Σίντυ» και εδώ και είκοσι χρόνια περιδιαβαίνει τις βαθμίδες της εκπαίδευσης προσπαθώντας να διατηρήσει το αυτονόητο. Αποτελεί πιθανότατα ένα ξέσπασμα, ενός εσωτερικού μονολόγου που τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και εντονότερος χωρίς να παίρνει ουσιαστικές απαντήσεις.

Την πρώτη μέρα που πατησα το πόδι μου εκεί, πάνε πάνω από 7 χρόνια, ο χώρος ήταν γεμάτος από πολύχρωμες, με έμφαση στα χρώματα του μπλέ, του πράσινου και του κόκκινου, αφίσες. Θυμάμαι σαν τώρα ότι φορούσα ροζ μπλούζα και το στενό μου το τζιν. Αυτό που σήμερα μου ξανακάνει, πιθανότατα λόγω άγχους. Τραπεζάκια παντού, πλήθος φοιτητοπατέρων παντού, ανάσα πουθενά. Με αυτή τη βεβαιότητα ότι η εκδούλευση είναι αρχοντιά και προσφέρει ψηφαλάκια υπήρχε λαός που σου έκανε τεμενάδες, έπεφτε στα πόδια σου, προσφερόμενος να σου συμπληρώσει τις αιτήσεις, να σου τάξει σημειώσεις, βοήθεια για την εξεταστική, διευκολύνσεις κάθε είδους, λουξ δωμάτιο στην Αράχωβα και πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια. Η ουσία της πεμπτουσίας.

Τα χρόνια πέρασαν, οι εκδουλεύσεις δεν εξαργυρώθηκαν ποτέ, τα τραπεζάκια εκεί να θυμίζουν έναν ανούσιο συνδικαλισμό, θλιβερό κατάλοιπο κάποιων άλλων εποχών και η ζωή συνεχίστηκε με κομμάτι περισσότερο κόπο παλεύοντας για τα αυτονόητα δίπλα σε στημένες κρίσεις καθηγητών, βρώμικους τοίχους στολισμένους με καλοπληρωμένες αφίσες και πολλές συναλλαγές κάτω από το τραπέζι με τρόπαιο άχρηστες εξυπηρετήσεις και μηδενικές διευκολύνσεις για το σύνολο των φοιτητών.

Λίγα χρόνια μετά. στο Λονδίνο η κατάσταση ήταν πολύ πιο διαφορετική χωρίς την ανάγκη κανενός φοιτητοπατέρα με ξύλινο λόγο, πουκάμισο και ειρωνία στο βήμα καποιας γενικής συνέλευσης με θεματολογία που φυσικά και δεν άγγιζε τα πραγματικά προβλήματα της Σχολής. Πρόβα για άλλα βήματα για μερικούς, που ευτυχώς στο Λονδίνο αποτελούσαν άγνωστη λέξη. Κι ας ήταν κοινό μυστικό στα δύο μεγαλύτερα και πιο φημισμένα πανεπιστήμια του Λονδίνου πως οι Έλληνες έχουν στήσει παραμάγαζο με σκονάκια, με παλιότερα θέματα αποτελώντας κατεστημένο μέσα σε αυτά. Κλίκα με άλλα λόγια, φαινόμενο προς εξέταση από την επιστημονική κοινότητα αλλά σε καμία περίπτωση φοβικά. Η κρίση τους δεν κινδύνευε από κανένα πιτσιρίκι που θα μπορούσε να εξαργυρώσει το πτυχίο του, με βρώμικες συναλλαγές.

Γιατί στα λέω όλα αυτά Κυριακάτικα, χαρά Θεού έξω; Γιατί αύριο το Πολυτεχνείο έχει πρυτανικές εκλογές στις οποίες ψηφίζουν όλοι. Όλοι, καθηγητές, φοιτητές, μεταπτυχιακοί, υποψήφιοι διδάκτορες. Για πρώτη φορά, τα μαγαζάκια της εκπροσώπησης των φοιτητόπατέρων γκρεμίζονται ή έστω παραμερίζονται και οι απλοί φοιτητές συμμετέχουν διεκδικώντας αυτά που για κάποιους άλλους ήταν απλά αδιάφορα.

Το παιχνίδι είναι ήδη στημένο. Όποιος κι αν εκλεγεί θα έχει να αντιμετωπίσει, τα κομμένα κονδύλια της έρευνας, αυτής που στέλνει στον πάτο των διεθνών αξιολογήσεων το Ελληνικό πανεπιστήμιο. Τα κομμένα κονδύλια των υποτροφιών που δεν απαιτούνται πια γιατί όπου υπάρχει μόρφωση, υπάρχει και κριτική σκέψη κι όπου υπάρχει κριτική σκέψη, υπάρχει και αντίδραση. Η μόνη σωτηρία για αυτή τη χώρα όπως την βλέπουν αυτοί που την έφεραν σε αυτή την εξαθλίωση είναι στρατιές αμόρφωτων που θα δέχονται την υποβάθμιση και το φόβο ως μόνο σωσίβιο της μίζερης ζωούλας τους. Τα ελλιπή συγγράματα, τις απαρχαιωμένες σημειώσεις, τα βιβλία του 1975 ως κύρια διδακτικά μέσα, τις κατεστραμένες αίθουσες, τα σπασμένα έδρανα, την κατάλυση της έννοιας του ασύλου, την απουσία προτζέκτορα ακόμα και κιμωλίας, τους υπεράριθμους φοιτητές, τους επίσης υπεράριθμους καθηγητές, την αγενέστατη γραμματεία, τους σκύλους των Ζωγραφιωτών που χέζουν σε όλο το κάμπους (πες το και campus, δεν θα θιχτώ), τα στέκια των χρηστών και τις μολυσμένες σύριγγες, τα μηχανάκια που μαρσάρουν και τους κάδους ανακύκλωσης που είναι σπάνιο είδος.

Πρυτανικές εκλογές λοιπόν αύριο…κι αν κάποιος πιστεύει ότι κάτι θα αλλάξει είναι απλά γελασμένος. Οι κλίκες, οι ομάδες, οι Υποφήφοι διδάκτορες που έχουν γεράσει άμισθοι εκεί μέσα, τα λεφτά που δεν υπάρχουν ούτε για φωτοτυπίες και η γραμματεία που δουλεέυει 11 με 13.30 μπορούν να αποδείξουν του λόγου το παράλογο. Αν όχι, μακάρι. Αλλά μπα. Δεν νομίζω. Ή μάλλον λάθος. Δεν ελπίζω.

Τρίτη, Μαΐου 25, 2010

ετυμολογικόν λεξικόν¨. Ο όρος "Αλητεία".

Είναι αλητεία να κόβεις από τα 500 ευρώ του συνταξιούχου. (Είναι αλητεία να κόβεις και από τα 2500 ευρώ του συνταξιούχου. Γιατί τα δούλεψε. Είναι δικά του. Δεν είναι δικά σου. Τα δικαιούται.)

Είναι αλητεία να κόβεις τα αντισταμινικά και ακόμα 250 είδη φαρμάκων πρώτης ανάγκης αναγκάζοντας τον κόσμο από την απλή συμμετοχή στην πλήρη πληρωμή του φαρμάκου (ενώ στα νοσοκομεία έχεις υπερκοστολογήσει τη γάζα 345% πάνω για να φας, να φας, να φας και να μην χορτάσεις.)

Είναι αλητεία να κόβεις το βοήθημα που παίρνουν οικογένειες που έχουν χάσει τον ένα γονέα γιατί ένα ατύχημα, μια αρρώστια, μια πολύ κακή στιγμή τους χτύπησε και τώρα εσύ θες να τους αποτελειώσεις.

Είναι αλητεία να οδηγείς τους καθηγητές και τους δασκάλους σε αυτή την εξαθλίωση. Αυτούς που μορφώνουν τα παιδιά σου (χάρη τους χρωστάς. Δεν σου χρωστάνε. Δεν είναι αυτοί που άδειασαν τα ταμεία. Είναι αυτοί που σκύβουν πάνω από τα προβλήματα του παιδιού σου πριν εσύ ακόμας τα φανταστείς.)

Είναι αλητεία να βάζεις τις τάξεις εργαζομένων να τρώγονται μεταξύ τους. (Δεν είναι αυτοί που έφεραν αυτή την χώρα σε αυτή την κατάντια.)

Είναι αλητεία να προσπαθείς να κερδίσεις τις εντυπώσεις ψάχνοντας από αέρος για πισίνες και στα βυζία της κάθε τραγουδιάρας τις porsche. (Άλλαξε το φορολογικό, άνοιξε παλιές βρώμικες υποθέσεις, κάνε τα κουμάντα σου αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά).

Είναι αλητεία, εσύ που μπλέχτηκες με το Χρηματιστήριο το 99, με τη Siemens και με άλλα πολλά να ντύνεσαι από κακός λύκος, κοκκινοσκουφίτσα. Όχι, δεν είναι απλά αλητεία. Είναι και φαιδρότητα.

Κουράστηκα. Θέλω να κοιμηθώ κι όταν ξυπνήσω να μην υπάρχεις. Εσύ που δεν έχεις δουλέψει ποτέ σου. Που αγνοείς πως βγαίνει ο μήνας, πως είναι να τρέχει το δάνειο και οι δόσεις. Που ζεις στο προικώον του μπαμπά σου στο Καστρί και δεν έχεις ποτέ σταθεί σε μια ουρά να πληρώσεις το ρεύμα, το τηλέφωνο, την εφορία. Που αγνοείς πόσο κοστίζει το γάλα, το χαρτί υγείας, το κιλό οι ντομάτες. Που δεν έχεις ζήσει την ανεργία. Που δεν εχεις περάσει για πανω από ένα εξάμηνο να ψάχνεις για δουλειά και να μην βρίσκεις. Που δεν ζεις αυτά που ζω εγώ.

Όταν ξυπνήσω θέλω να έχει γυρίσει το χαμόγελο στους δικούς μου ανθρώπους. Στον πατέρα μου που δουλέυει απ’ τα 15 του. Στη μάνα μου που είναι ηρωίδα. Στους αθώους. Σε μένα.

Παρασκευή, Μαΐου 21, 2010

Λόγω τιμής

Έκανε ζέστη, πολλή ζέστη εκείνο το μεσημέρι. Αρχές Μάη και ήδη η μισή Αθήνα κυκλοφορούσε με κοντομάνικα. Είχα αργήσει, γαμώτο. Σχεδόν έτρεχα στο δρόμο. Με είχαν χτυπήσει και οι καινούργιες μπαλαρίνες. Κίτρινες αλλά με είχαν χτυπήσει. Αναρωτιέμαι γιατί όλες τις ορκομωσίες τις βάζουν σε τόσο άβολες μεσημεριανές ώρες. Όλες ή όσες με αφορούν τουλάχιστον. Είναι η τέταρτη. Είναι η τελευταία. Ένας κύκλος κλείνει μετά από 7 χρόνια. 7 χρόνια πριν κυνηγούσαμε το όνειρό μας. Σήμερα πηγαίνω στην ορκομωσία εκείνης που καθόταν στο διπλανό θρανίο στις πανελλήνιες. Που μαζί καταθέσαμε τα μηχανογραφικά μας. Την θυμάμαι να κουβαλά μια τεράστια σοκολάτα στα γενέθλια μου. Ήταν η μέρα που δίναμε Φυσική κατεύθυνσης. Την θυμάμαι στο τελευταίο μάθημα, στη Χημεία να με περιμένει μαζί με τις άλλες δύο. «Άντε ρε παιδάκι μου, την ψυχή μας έβγαλες.»

Κινητό. Γαμώτο και πάλι. Τρέχοντας…προσπαθώ να ψαρέψω στη χαώδη τσάντα το κινητό. Ο Φρόϊντ είχε παρομοιάσει τη γυναικεία τσάντα που κουβαλά κάθε γυναίκα με το αιδοίο της. Ανάθεμα τις εμμονές του, ανάθεμα το μέγεθός της. Το βρίσκω επιτέλους!

«Ναι, πάρε εσύ. Μεγάλη. Εντυπωσιακή.»

« Με καρτούλα. Έχω στυλό»

«Με μετρό».

Τελικά το μετρό δεν ήταν και τόσο κοντά όσο υπολόγιζα. Φτάνοντας την βλέπω. Εκείνη την ώρα κατεβαίνει από το ταξί με μια τεράστια ανθοδέσμη στα χέρια.

«Άντε, αργήσαμε».

«Στην ώρα μας είμαστε»

Μπαίνουμε σε ένα αμφιθέατρο κατάμεστο. Κόσμος, γιαγιάδες, γονείς, φίλοι, ολόκληρες κερκίδες οπαδών του κάθε φοιτητή που ορκίζεται. Την βλέπουμε στη μέση, με τον μπλέ τήβεννο, μας βγάζει τη γλώσσα το παιδάκι και ξεκαρδίζομαι.

«Φορά κόκκινες γόβες» μου σφυρίζει η άλλη. «Να μην σπάσει το γούρι».

Το γούρι…ξέκινησε τελείως τυχαία. Παίρνω όρκο. Η πρώτη στην ορκομωσία της διάλεξε κόκκινες γόβες. Εγώ…είχα πάρει επίσης κόκκινα peep toe αφού είχα οργώσει ολόκληρο το Λονδίνο. Αυτή αποφάσισε να μην σπάσει την αλυσίδα. Κόκκινες γόβες λοιπόν.

Δεν θυμάμαι πολλά. Είχε και ζέστη, με κουράζουν και οι λόγοι που βγάζουν οι πρυτάνεις. Αυτοί οι ξύλινοι λόγοι. Που να χωρέσουν το συναίσθημα. Την δική μου φόρτιση, την δική μου μοναδική στιγμή. Αυτό που κουβαλώ εκείνη την ώρα και με πηγαίνει χρόνια πίσω. Θυμάμαι όταν την φώναξαν να παραλάβει το πτυχίο. Βούρκωσα. Η άλλη δίπλα μου δεν μπορεί να συγκρατήσει καν τα δάκρυά της και κλαίει κανονικά. Τα χρόνια πέρασαν. Πότε ήταν…θυμάσαι μωρέ; Θυμάμαι. Θυμάμαι γι αυτό κλαίω.

Δύο μέρες αργότερα αποφασίζουμε να το γιορτάσουμε και μόνες μας. Ως συνήθως…οδηγώ εγώ. Εκείνη την ώρα είμαστε το πρότυπο των γυναικών που τις βλέπεις μέσα στα αυτοκίνητα να μιλούν έντονα και να χειρονομούν. Που σε εκνευρίζουν γιατί δεν τρέχουν. Εκείνη την ώρα είμαστε σε μια κάθετο και ετοιμαζόμαστε να βγούμε στη Μεσογείων. Εκείνη την ώρα το βλέπουμε. Τροχαίο στη διασταύρωση. Μια μηχανή τουμπαρισμένη, ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στο οδόστρωμα και πλήθος κόσμου γύρω του. «Μου έχουν κοπεί τα πόδια» ψελλίζει και την καταλαβαίνω. Δεν μιλάω. «Σταμάτα στην άκρη» συνεχίζει. «Δεν μπορώ να κάνω και πολλά αλλά ίσως να μην υπάρχει άλλος γιατρός». «Τουλάχιστον τα βασικά» της λέω και κατεβαίνει. Την βλέπω να διασχίζει το δρόμο με το μακρύ της φουστάνι. Στην αρχή πλησιάζει. Μετά όλοι ανοίγουν για να περάσει. Έμεινε εκεί μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο. Μετά γύρισε ανακουφισμένη. «Είχε τις αισθήσεις του». Δεν ρώτησα τι και πως αλλά με είχε συγκινήσει για δεύτερη φορά και δεν της το είπα. Δεν είπα τίποτα. Νομίζω ότι δεν έχω να γράψω και τίποτα. Λόγω τιμής.


Κυριακή, Μαΐου 16, 2010

Ο θείος Αγησίλαος...στέλνει λεφτά.

Ο Θείος Αγησίλαος είναι μια cult μορφή σε κάθε σόϊ που σέβεται τον εαυτό του. Είναι ο Θείος με την μεγαλύτερη μνήμη. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει…πρέπει να εφευρεθεί. Ακόμα κι αν δεν είναι φίρμα…πρέπει να γίνει πρώτο όνομα. Ο Θείος Αγησίλαος είναι από αυτούς που κάθε πρώτη του μήνα στήνεται έξω από την πόρτα της τράπεζας στις 8 παρά τέταρτο ακριβώς για να εισπράξει τη σύνταξη. Έξω από τα γραφεία του κοινωνικού τουρισμού από τις 5. Και έξω από τα εφημερεύοντα του Ευαγγελισμού κάθε 3η Παρασκευή του μήνα για να του πάρουν την πίεση. Μετράει τα ρέστα σχολαστικά. Ελέγχει τον λογαριασμό του ΟΤΕ με ευλάβεια. Ξέρει πόσο έχουν το κιλό τα κολοκυθάκια στον τρίτο πάγκο αριστερά της λαϊκής. Θυμάται ότι τότε…μιλάμε για χρόνια πριν, είχες βγει ραντεβού με εκείνον τον μαλλιά που εσύ δεν θυμάσαι καν. Πως εκείνες τις μπότες…τότε μιλάμε πάλι, τις είχες πάρει 90 χιλιάδες δραχμές. Θυμάται. Θυμάται τα πάντα. Τις δηλώσεις Μητσοτάκη, τις υποσχέσεις του Αντρέα, τα σαρδάμ του Σημίτη. Χτες με πήρε και με ρώτησε αν κι εκείνος είναι Έλληνας της διασποράς. Έχει χιούμορ ο Θείος Αγησίλαος.

Και φυσικά…σερφάρει στο ίντερνετ. Δεν έχει δικό του blog. Για να μου δώσει χαρτζιλίκι…σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς μου ζήτησε μια ανάρτηση. Τι ψυχή έχει μια ανάρτηση. Μια φωτογραφιούλα και ένα βίντεο θέλω να ποστάρεις. Σχεδόν παρακλητικός στο τηλέφωνο. «300 ευρώ.» «Δεν βγαίνω ανηψόυλα μου. Στο έχω υποσχεθεί άλλωστε. Το σπίτι στην Κινέτα, δίπλα από τη Ζωζώ ακριβώς είναι δικό σου» Δέχτηκα. Ενέδωσα. Το σπίτι στην Κινέτα μελλοντικά και 150 ευρώ στο χέρι με το publish. Είχε δίκιο άλλωστε. Τι ψυχή έχει μια φωτογραφίούλα από πορεία του 2008 για το ασφαλιστικό που τότε προωθούσε η ΝΔ και ένα προεκλογικό βιντεάκι; Καμία.

Να δες. Καλά δεν έκανα;





Τετάρτη, Μαΐου 12, 2010

Πουριτανέ...σε σένα μιλάω.

Το χάνω το μυαλό πατριώτη. Το χάνω. Φταίνε οι σπουδές, τα πτυχία, τα δακρυγόντα, θα σε γελάσω. Το χάνω πουριτανέ της διπλανής πόρτας. Εσύ το έχεις χάσει προ πολλού. Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, κουβέντα κάνουμε.

Τέσσερις άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Δεν το άντεξες. Εκνευρίστηκες, θύμωσες, δάγκωσες το γαλλικό (μανικιούρ), χτύπησες το τσόκαρο στο παρκέ και να η γρατζουνιά με το το συμπάθειο πάνω στην καρυδιά.

Μετά σου πέρασε. Έβρισες, έβρισες, έβρισες αλλά σου πέρασε. Αποχαυνώθηκες με τη φωτογραφία της απανθρακωμένης γυναίκας. Χέστηκα αν έγινε πρωτοσέλιδο σε όλα τα ξένα μέσα. Σκασίλα μου. Στο χωριό μου υπάρχει κάτι που λέγεται σεβασμός νεκρού. Τιμή στη μνήμη του. Δεν τον σεβάστηκες πουριτανέ. Τον ξέσκισες. Τον βεβήλωσες. Χάζεψες και τις φωτογραφίες του γάμου. Έπεσες σαν αρπακτικό να βουτήξεις το – ήδη νεκρό – θήραμα. Όσο πιο πικάντικες οι λεπτομέρειες τόσο πιο λαχταριστό το θέμα. Δεν έχεις ιερό και όσιο πυριτανέ. Κρίμα.

Και μετά; Μετά ήρθε η ώρα των τύψεων. Να μοιράσουμε τις ευθύνες. Φταις εσύ, φταίω κι εγώ. Φταίμε κι οι δυό που ζούμε χώρια κάτω από τον ίδιο ουρανό. Πολύ γλυκό. Αν δεν ήταν και τόσο φαρισαϊκό θα ήταν πολύ καλό το παραμύθι αλλά δεν έχει καν δράκους. Γαμώτο. Μια ολόκληρη χώρα στα μέσα έριχνε τα φταίξιμο πάνω της ατομικά όπως προστάζει η δημοκρατία. Ακόμα και στο fb. Τέτοια ξεφτίλα.

Με de facto αποδοχή της υπαιτιότητας των κουκουλοφόρων που πέταξαν τις μολότωφ θα σου πω ποιοι ακόμα φταίνε. Έτσι για να τελειώσει το παραμύθι και να περάσουμε σε καμιά αλήθεια σιγά σιγά.

Το κράτος δεν φταίει πουθενά. Γι αυτό και δεν έγινε μέλος ούτε κάν στο γκρούπ – στο fb πάντα. Ο Υπουργός προστασίας του πολίτη δεν φταίει εννοείται. Ούτε η Αστυνομία. Που ήταν παρούσα. Που δεν τους μάζεψε και δεν τους έκοψε τον κώλο. Ούτε οι 300 που κράτησαν ενός λεπτού σιγή και χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Που δεν βρέθηκε ένας κερατάς να αναλάβει την πολιτική ευθύνη και να πει ντρέπομαι. Συγγνώμη. Δεν φταίει ούτε η πυροσβεστική που έφτασε χωρίς γερανοφόρο σκάλα και τραμπολίνο αφήνοντάς τους να καούν μπροστά στα μάτια της. Ούτε φυσικά ο εθνοπατέρας Βγενό που θα σώσει την Ελλάδα αλλά ατύχησε να σώσει τους εργαζομένους του σε ένα κτήριο χωρίς έξοδο κινδύνου και πυρασφάλεια.

Φταις εσύ. Εσύ και η κουβέντα έληξε πουριτανέ.