Γυρίζοντας στις 5.30 το ξημέρωμα σπίτι αυτό που θες διακαώς είναι πρώτον να φτάσεις όσο το γρηγορότερο γίνεται γιατί νυστάζεις και σε έχουν χτυπήσει οι γόβες, δεύτερον να μην σου τύχουν πολλοί τρελοί στο δρόμο και τρίτον να μην σε σταματήσουν για αλκοτέστ όχι γιατί έχεις πιει αλλά γιατί δεν έχεις τα ψυχικά αποθέματα να πιάσεις κουβέντα, να φυσήξεις, να δώσεις στοιχεία, να απαντήσεις σε ερωτήσεις και να κάνεις όλα τα παραπάνω χαμογελώντας σαν τον Αρναούτογλου.
Γυρίζοντας χτες 5.30 στο σπίτι, όντας στην τσίτα καθώς έβρεχε τουλούμια και όλοι οι τρελοί είχαν πάρει το δικό μου δρόμο και την ίδια ώρα με μένα και λίγο πριν φτάσω για να μπω στη γειτονιά μου, διένυα τα τελευταία χιλιόμετρα με τη χαρά ότι πιτζάμες, παντόφλες και κρεβάτι σε λίγο θα με υποδέχονταν. Κι όμως. Αριστερό φλας. Από τη μεσαία λωρίδα μπαίνω στην αριστερή. Ο πιο μπροστά φρενάρει απότομα. Ο μπροστινός μου φρενάρει και ανάβει και αλάρμ. (Είχα να το δω αυτό πολλά χρόνια σε ελληνικό δρόμο, μιλάμε ο άνθρωπος είναι πολύ μπροστά οδηγικά.) Φρενάρω κι εγώ και περνώντας διαπιστώνω ότι ανάμεσα σε μεσαία και αριστερή λωρίδα, σε μια από τις κεντρικότερες λεωφόρους αυτής της πόλης έχει βρεθεί άγνωστο πως ολόκληρος κάδος σκουπιδιών. Με το χρώμα το πράσινο το σκούρο που είναι εξαιρετικό για καμουφλάζ παγίδας. Σε σημείο όπου ο φωτισμός ήταν ανύπαρκτος. Ενώ ο καιρός έριχνε καρεκλοπόδαρα. Αφού έκανα το σταυρό μου, εγώ η άθεη κι αφού σκέφτηκα ότι φτηνά τη γλιτώσαμε απόψε, άρχισα να σκέφτομαι τους επόμενους που θα περνούσαν από τη παγίδα του κάδου. Το πρώτο μούδιασμα έδωσε τη θέση του στο άγχος. Κάνω λοιπόν στην άκρη και σαν άλλη κυρία Κούγια παίρνω το 100 και λέω την τρομερή ατάκα «Δεν ξέρω αν πήρα σωστά» εννοώντας βέβαια ότι δεν ήξερα αν είναι δική τους αρμοδιότητα το θέμα. Κι αφού εξήγησα τι συμβαίνει στον αστυνομικό, τηλεφωνητή ο οποίος άργησε η αλήθεια είναι να καταλάβει αλλά μπορεί να έφταιγα κι εγώ που ήμουν ταραγμένη με ρώτησε ακριβές στίγμα. Και εκεί είπα τη δεύτερη κορυφαία ατάκα αφού επέμενε να του δώσω λεπτομέρειες έχοντας ήδη πει το δρόμο και το ύψος με βάση το δήμο που διέτρεχα. «Απέναντι από το τάδε Ζαχαροπλαστείο» είπα με μια φυσικότητα. «Δεν θα το γνωρίζουν οι συνάδερφοι» μου είπε αυτός. «Κάνει το καλύτερο προφιτερόλ στη πόλη» θέλησα να πω αλλά κρατήθηκα. Άφησα τα στοιχεία μου, καληνύχτισα και επιτέλους αποκαμωμένη γύρισα σπίτι. Η τρομερή σκέψη που έκανα λίγο πριν κοιμηθώ ήταν αν θα έπρεπε να κλείσω το κινητό ή θα με έπαιρναν για να μου πουν τι έγινε.
Υ.Γ. Ελπίζω απόψε να μην μου ανάψει το ποτροκαλί λαμπάκι του πανικού καθότι δεν έχω βάλει βενζίνη και φοβάμαι ότι τα εφημερεύοντα βενζινάδικα πάλι δεν θα μου κάνουν την τιμή να με περιμένουν…
Καλό Σαββατόβραδο σε όλους!