Σάββατο, Μαρτίου 29, 2008

Η ευγενική πλευρά της αγένειας

Γυρίζοντας στις 5.30 το ξημέρωμα σπίτι αυτό που θες διακαώς είναι πρώτον να φτάσεις όσο το γρηγορότερο γίνεται γιατί νυστάζεις και σε έχουν χτυπήσει οι γόβες, δεύτερον να μην σου τύχουν πολλοί τρελοί στο δρόμο και τρίτον να μην σε σταματήσουν για αλκοτέστ όχι γιατί έχεις πιει αλλά γιατί δεν έχεις τα ψυχικά αποθέματα να πιάσεις κουβέντα, να φυσήξεις, να δώσεις στοιχεία, να απαντήσεις σε ερωτήσεις και να κάνεις όλα τα παραπάνω χαμογελώντας σαν τον Αρναούτογλου.

Γυρίζοντας χτες 5.30 στο σπίτι, όντας στην τσίτα καθώς έβρεχε τουλούμια και όλοι οι τρελοί είχαν πάρει το δικό μου δρόμο και την ίδια ώρα με μένα και λίγο πριν φτάσω για να μπω στη γειτονιά μου, διένυα τα τελευταία χιλιόμετρα με τη χαρά ότι πιτζάμες, παντόφλες και κρεβάτι σε λίγο θα με υποδέχονταν. Κι όμως. Αριστερό φλας. Από τη μεσαία λωρίδα μπαίνω στην αριστερή. Ο πιο μπροστά φρενάρει απότομα. Ο μπροστινός μου φρενάρει και ανάβει και αλάρμ. (Είχα να το δω αυτό πολλά χρόνια σε ελληνικό δρόμο, μιλάμε ο άνθρωπος είναι πολύ μπροστά οδηγικά.) Φρενάρω κι εγώ και περνώντας διαπιστώνω ότι ανάμεσα σε μεσαία και αριστερή λωρίδα, σε μια από τις κεντρικότερες λεωφόρους αυτής της πόλης έχει βρεθεί άγνωστο πως ολόκληρος κάδος σκουπιδιών. Με το χρώμα το πράσινο το σκούρο που είναι εξαιρετικό για καμουφλάζ παγίδας. Σε σημείο όπου ο φωτισμός ήταν ανύπαρκτος. Ενώ ο καιρός έριχνε καρεκλοπόδαρα. Αφού έκανα το σταυρό μου, εγώ η άθεη κι αφού σκέφτηκα ότι φτηνά τη γλιτώσαμε απόψε, άρχισα να σκέφτομαι τους επόμενους που θα περνούσαν από τη παγίδα του κάδου. Το πρώτο μούδιασμα έδωσε τη θέση του στο άγχος. Κάνω λοιπόν στην άκρη και σαν άλλη κυρία Κούγια παίρνω το 100 και λέω την τρομερή ατάκα «Δεν ξέρω αν πήρα σωστά» εννοώντας βέβαια ότι δεν ήξερα αν είναι δική τους αρμοδιότητα το θέμα. Κι αφού εξήγησα τι συμβαίνει στον αστυνομικό, τηλεφωνητή ο οποίος άργησε η αλήθεια είναι να καταλάβει αλλά μπορεί να έφταιγα κι εγώ που ήμουν ταραγμένη με ρώτησε ακριβές στίγμα. Και εκεί είπα τη δεύτερη κορυφαία ατάκα αφού επέμενε να του δώσω λεπτομέρειες έχοντας ήδη πει το δρόμο και το ύψος με βάση το δήμο που διέτρεχα. «Απέναντι από το τάδε Ζαχαροπλαστείο» είπα με μια φυσικότητα. «Δεν θα το γνωρίζουν οι συνάδερφοι» μου είπε αυτός. «Κάνει το καλύτερο προφιτερόλ στη πόλη» θέλησα να πω αλλά κρατήθηκα. Άφησα τα στοιχεία μου, καληνύχτισα και επιτέλους αποκαμωμένη γύρισα σπίτι. Η τρομερή σκέψη που έκανα λίγο πριν κοιμηθώ ήταν αν θα έπρεπε να κλείσω το κινητό ή θα με έπαιρναν για να μου πουν τι έγινε.

Υ.Γ. Ελπίζω απόψε να μην μου ανάψει το ποτροκαλί λαμπάκι του πανικού καθότι δεν έχω βάλει βενζίνη και φοβάμαι ότι τα εφημερεύοντα βενζινάδικα πάλι δεν θα μου κάνουν την τιμή να με περιμένουν…

Καλό Σαββατόβραδο σε όλους!

Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008

Σκέψεις ενός ξενυχτισμένου μυαλού Νο 2. ...

Και να που η Αθήνα έχει 5 εκατομμύρια κατοίκους κι ο Μέρφυ δίκιο. Γιατί όταν Σάββατο βράδυ έχοντας βγει με τις φίλες σου, πέσεις είτε στο Γκάζι, είτε στου Ψυρρή, είτε στο Κολωνάκι πάνω στον πρώην δε χάθηκε ο κόσμος. Πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε. Μεγάλα παιδιά. Αν όμως πέσεις πάνω στον πρώην την ώρα που ο νυν έχει μπει στο ίδιο μαγαζί για να σε βρει και να σου κάνει έκπληξη τα πράγματα δυσκολεύουν. Κι αν ο νυν αντιπαθεί πολύ τον πρώην κι αν ο πρώην το παίζει πολύ αφ’ υψηλού κι αν η κολλητή σου έχει απλώσει το χέρι για συμπαράσταση τότε αυτή θα την πληρώσει. Γιατί αφενός η βραδιά θα της μείνει αλησμόνητη, αφετέρου το χέρι της θα πονά για λίγες μέρες από το σφίξιμο. Κι αυτό που με πειράζει περισσότερο δεν είναι ότι ο νυν τσαντίστηκε, ούτε ότι ο πρώην μας κέρασε σφηνάκια με sambuca, ενώ εγώ δε μπορώ ούτε να την μυρίσω μετά από ένα μεθύσι άλλο πράγμα που είχα κάνει πριν δύο καλοκαίρια, έναν Ιούλιο όπου έβλεπα τη θάλασσα να κινείται σαν εκκρεμές. Είναι που γράφω με το ένα χέρι. Ακόμα.
....................................................................................................
Είδα τη θεατρική παράσταση «Το Γάλα». Νομίζω ότι αν πω ότι συγκλονίστηκα θα είναι το ελάχιστο. Στη παράσταση δεν θα αναφερθώ. Να πάτε να τη δείτε, να ψυχοπλακωθείτε, να προβληματιστείτε, να δείτε σε τι κοινωνία θα φέρουμε τα παιδιά μας και να αφήσετε τα φουστάνια της μαμάς σας, αμάν πια κοτζάμ άνθρωποι. Προπαντός να δείτε πως είναι να ζεις σε μια κοινωνία που δεν σε αποδέχεται και πως νιώθουν αυτοί που κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να αφομοιωθούν μέσα σε αυτή. Ο πιτσιρικάς που υποδύεται το Λευτέρη είναι εκπληκτικός. Ονομάζεται Αλέξανδρος Μπαλαμώτης και γράφω το όνομα γιατί κάποια μέρα θα γίνει πολύ διάσημος ηθοποιός κι εγώ θα περιμένω υπομονετικά στην ουρά για αυτόγραφο σαν άλλη Ρουβίτσα. Φιλική συμβουλή μόνο του δίνω, μόλις γίνει πρώτο όνομα να μην δώσει συνέντευξη στο Gala στη Μαρία Σταματέρη και να μη βγει στο κους-κους στο μεσημέρι. Ας τον πουν σνομπ. Καλύτερα.
...............................................................................................
Αύριο του Ευαγγελισμού κι αυτή τη γιορτή τη χαίρομαι γιατί λατρεύω τον τηγανιτό μπακαλιάρο. Βέβαια και το Πάσχα σαν γιορτή το λατρεύω κι ας σιχαίνομαι το αρνί και τη μαγειρίτσα αλλά αυτό είναι δείγμα του πόσο παράξενος άνθρωπος είμαι αλλά δε βαριέστε, όλοι έχουμε κουσούρια. Η παρέλαση με αφήνει παγερά αδιάφορη. Αν είχα υπάρξει σημαιοφόρος και σε αυτή θα τη λάτρευα. Αν δεν είχα κληρωθεί θα τη μισούσα. Δεν έτυχε όμως να ξαναπαρελάσω έκτοτε και το μόνο που θυμάμαι από τα μαθητικά μου χρόνια για τη συγκεκριμένη γιορτή ήταν μια θεατρική παράσταση στην οποία ήθελα να παίξω τη Μαντώ Μαυρογένους κι ας μην υπήρχε σαν ρόλος. Η δασκάλα μου επί ματαίω προσπαθούσε να με πείσει. Και η μαμά μου σαν κλασική μαμά δεν ήρθε στο σχολείο να πάρει το μέρος μου. Πήρε το μέρος της δασκάλας και το θέμα έληξε εκεί. Ποτέ δεν θα το ξεχάσω.
............................................................................................
Και μερικές απορίες: Οι κάτοικοι του κέντρου χάρηκαν με την αποκομιδή των σκουπιδιών επειδή καθάρισε η πόλη ή επειδή κάθε κάδος μαζί με τα στολίδια του έπιανε 3 θέσεις parking;
Οι οδηγοί που βρίζουν τους ταξιτζήδες έχουν σκεφτεί τι χαρακτήρα θα έβγαζαν αυτοί αν ήταν στο τιμόνι επί 10 ώρες κυκλοφορώντας σε αυτή τη χώρα; Κι όταν προτάσσουν το επιχείρημα ότι αυτοί όμως είναι επαγγελματίες για να υποστηρίξουν την άποψή τους τι εννοούν; Ότι έχουν σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της ζωής;

Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2008

Ήταν όλοι τους παιδιά μου

Δεν πουλάει ρε μάνα μου σαν είδηση. Το πήρα πρέφα κι εγώ η ρουφιάνα πολύ αργά. Είχα ήδη αρχίσει να ασχολούμαι μαζί του και να κολλάω. Κι όσο έσκαβα τόσο άρχιζα να εκνευρίζομαι. Να τσιτώνω, να κατεβάζω καντήλια, να βρίζω (στα γαλλικά). Δεν πουλάει λοιπόν το θέμα. Ακόμα και ο εθνοπατέρας το πήρε πιο γρήγορα χαμπάρι από μένα και δεν ασχολήθηκε καθόλου. Όλοι δηλαδή το πήρανε χαμπάρι πιο γρήγορα από μένα. Και δε φταίνε αυτοί. Φταίω εγώ που κουβαλάω αυτό το ενοχικό σύνδρομο, προίκα από μικρή και δεν το αποχωρίζομαι. Που πιστεύω ακόμα στα αυτονόητα. Που εξακολουθώ να αντιμετωπίζω τα παράλογα με κυνισμό. Που μάλλον ζω σε λάθος χώρα ή σε λάθος εποχή όπως θα έλεγε και ο Δεληβοριάς.

Δεν πουλάει ρε μάνα μου όμως σαν είδηση. Κι έτσι πέρασε στα πολύ ψιλά. Σαν έβδομή λοιπόν είδηση το βρήκα λοιπόν χτες αργά το βράδυ στο http://www.in.gr/ . Σε 16 περιόδους η ανάλυση, σε 1 και μοναδική η ουσία κι αυτή μέσα από τις δηλώσεις της Παπαρήγα. Στην πτώση του ελικοπτέρου στο Βασιλούδι και το θάνατο 3 νέων ανθρώπων αναφέρομαι. Το άκουσες; Το πήρες χαμπάρι; Και να μην το άκουσες δεν θα σε κατηγορήσω γιατί κι εγώ είδα κι έπαθα για να το ακούσω. Να το πάρω χαμπάρι. Στρατιωτικό ελικόπτερο τύπου Huey με τριμελές πλήρωμα κατέπεσε και συνετρίβη. Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος εξέφρασε τη θλίψη του. Κι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας να είναι καλά ο άνθρωπος και ο υπουργός Εθνικής Αμύνης Β. Μεϊμαράκης εξέφρασε την οδύνη του κι ο Θ. Ρουσόπουλος τη στεναχώρια του και όλοι μα όλοι είπαν τον καλό τους το λόγο για τα παιδιά που έπεσαν στο καθήκον (λες και τα ήξεραν) και έδειξαν το ταλέντο που κατά βάθος κρύβουν στην υποκρισία και σε αυτό τους βοηθούν και τα μαθήματα που όλοι έχουν κάνει στην υποκριτική.

Γιατί μπορεί να μην πουλάει ρε μάνα μου σαν είδηση αλλά η ουσία είναι μια. Ότι το ελικόπτερο ήταν από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ηλικίας 42 χρόνων με πρόχειρους υπολογισμούς που έκανα μετρώντας με τα δάχτυλα. Είχε κατασκευαστεί το 1966. Τη χρονιά που ο Τζόν Λένον σε συνέντευξή του δήλωνε ότι τα Σκαθάρια είναι πιο δημοφιλή από το Χριστό. Τη χρονιά που η Γουινέα κερδίζει την ανεξαρτησία της. Τη χρονιά που ο Φιντέλ οδηγεί την Κούβα σε στρατιωτικό νόμο με το πρόσχημα της Αμερικανικής επίθεσης. Τη χρονιά που γεννιέται η Salma Hayek και η Halle Berry. Τότε κατασκευάστηκε και αυτό. Και κατέληξε ο Θεός ξέρει, η κυβέρνηση της ΝΔ ξέρει, του Πασόκ ξέρει, εδώ. Πόσο το πληρώσαμε κανείς δεν ξέρει. Γιατί το χρησιμοποιούσαμε αντί να το πάμε σε εκείνο το πολύ ωραίο μουσείο που έχουμε στη Βασιλίσσης Σοφίας και ονομάζεται Πολεμικό κανείς δεν ξέρει. Γιατί ξοδεύουμε τόσα σε εξοπλιστικά προγράμματα κάθε χρόνο ενώ για την τριτοβάθμια παιδεία χαλαλίζουμε μόλις το 5% του πληθωρισμού ετησίως κανείς δεν ξέρει. Γιατί θυσιάζουμε ανθρώπινες ζωές φορώντας πρώτα το προσωπείο της αδιαφορίας και μετά το συμβάν τη μάσκα της συμπόνοιας και του οίκτου κανείς δεν ξέρει.

Δεν πουλάει ρε μάνα μου όμως σαν είδηση και γι’ αυτό θα ερευνηθούν τα αίτια που οδήγησαν στην πτώση του εν καιρώ. Προς το παρόν θεωρείται ότι έπεσε κάτω από αδιευκρίνιστες αιτίες. Το πόρισμα σίγουρα θα ρίξει άπλετο φως και οι ευθύνες θα αποδοθούν εκεί που πρέπει. Πάντως αν ήταν θεατρική παράσταση τότε όλοι οι θλιμμένοι πατέρες που κυβερνούν αυτόν τον τόπο θα μπορούσαν επάξια να διεκδικήσουν το ρόλο του Τζο Κέλλερ (παρακαλώντας παράλληλα η μοίρα να μη σταθεί τόσο σκληρή απέναντί τους). Ήταν άλλωστε όλοι τους παιδιά τους. Και η Ελλάδα σκοτώνει τα παιδιά της (ή τα διώχνει μακριά).

Υ.Γ Σήμερα τα Νέα ασχολήθηκαν με το θέμα. Πάλι καλά.

Σάββατο, Μαρτίου 15, 2008

Ψευτοκουλτούρα..ώρα να φεύγουμε!

Μας καμαρώνω. Μας θαυμάζω. Μας φτύνω για να μη μας βασκάνω. Όλα τα αντέχουμε, όλα τα μπορούμε. Και στα σκουπίδια κλείνουμε τη μύτη και στις διακοπές ρεύματος κλείνουμε το μάτι και στις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης υψώνουμε τη φωνή και φυσικά και στους Σκοπιανούς βγάζουμε τη γλώσσα. Αν αυτό δεν είναι δείγμα ότι σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου εκτός από τις κατσαρίδες θα επιβιώσουν και οι Έλληνες, μονάχα οι Έλληνες τότε εγώ θα σκίσω το πτυχίο που τόσο κόπο κάνω για να πάρω! Κι επειδή κατά βάθος δεν είμαστε καθόλου ψευτοκουλτουριάρηδες και σε τέτοιες ώρες τα τραγούδια μιλάνε πολύ καλύτερα από τα γραπτά ιδού μερικές εκλεκτές επιλογές από το χρονοντούλαπο. Βάλτε δυνατά τη μουσική και μην πτοείστε. Μπόρα είναι θα περάσει.

Κάτι παλιό αλλά κλασσικό, αφιερωμένο σε σας αναγνώστες μου:

Κάτι για το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ μέρες που είναι:


Κάτι για την κυβέρνηση:

Η μοναδική γυναίκα της φωτογραφίας είναι η Φάνη. Μην σας ξεγελά το δερμάτινο παντελόνι. Τότε ήταν της μόδας. Δείτε το μαλλί για να πειστείτε. Στα δεξιά ο Γιακουμάτος με μουστάκι. Τον κύριο αριστερά με τις φέτες κοιλιακούς δεν τον ξέρω. Μάλλον είναι από αυτούς που τους έφαγαν οι κλίκες και τα μικροσυμφέροντα.

Κάπου πήρε το μάτι μου το Ψωμιάδη με στολή Ζορό. Εγώ βρήκα μια πολύ πιο παλιά και σπάνια φωτογραφία του από το καρναβάλι της Ξάνθης το 78' με το ανάλογο βέβαια τραγουδάκι σε ρυθμό ραπ (μάλλον):


Κι επειδή καλη η πολιτική αλλά κι ο μικρόκοσμός μας θέλει τη σημασία του:

Αφιερωμένο σε ένα φίλο που με ρώτησε αν ακούω Τερλέγκα. Μα φυσικά!


Λόγω Σαββάτου, για απόψε δύο εξαιρετικές επιλογές είτε βγείτε, είτε καθίσετε μέσα:


Κλείνοντας αυτή τη μουσική πανδαισία επειδή κάποιοι με ρωτάτε πως πάω στην εξεταστική σας απαντώ με αυτό το άσμα:

Κι επειδή μερικοί με ρωτάτε και πως είμαι αυτό το καιρό, για ακούστε και αυτό, δια στόματος (;) Νταίζης Ντούκουνα:

Καλό Σαββατοκύριακο σε όλους!!


Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2008

1-2-3 Κέντρο λαμβάνει;

Ήταν Πέμπτη μεσημέρι. 20 του Φλεβάρη και έχει μεγάλη σημασία. Γιατί δεν ήταν ούτε 19, ούτε 21. Μέρα ζυγή κυκλοφορούσαν τα ζυγά κι εγώ μονή και μόνη σε ένα πεζοδρόμιο περίμενα. Στο κέντρο γινόταν της κακομοίρας. Πάνε κοντά 3 βδομάδες από τότε αλλά ακόμα το θυμάμαι και ιδρώνω από τον πανικό. Εκείνη τη μέρα έσπρωξα και σπρώχτηκα πολύ. Πάτησα και πατήθηκα. Κουράστηκα. Ταλαιπωρήθηκα και έμεινα στο Σύνταγμα πάνω από μιάμιση ώρα περιμένοντας ταξί. Αν περίμενα να μου πέσει το Τζόκερ ή να τα φτιάξω με το Νικοπολίδη θα είχα περισσότερες πιθανότητες, εξακριβωμένο αυτό. Δεν περνούσε τίποτα. Όσα περνούσαν ήταν γεμάτα, όσα είχαν την ευγενή καλοσύνη να με πάρουν διπλοκούρσα ήθελαν να με πάνε Γαλάτσι μέσω Δάφνης και όλοι ξέρουμε ότι Σύνταγμα-Δάφνη-Γαλάτσι δεν είναι καθόλου καλός συνδυασμός μέσα στο μεσημέρι αν έχεις ευαίσθητα νεύρα και έκρυθμη ιδιοσυγκρασία όπως εγώ. Κι εκεί που ετοιμαζόμουν να το κόψω ποδαράτο ξυπόλητη γιατί με είχαν χτυπήσει και τα καινούργια παπούτσια βρέθηκε η Ταξιτζού. Ρόδα είναι και γυρίζει μου σφύριξε μόλις μπήκα μέσα και είδε την απελπισία μου. Από το ράδιο η Πρωτοψάλτη μας καλούσε να πάμε Χαβάη κι εκείνη με ρώτησε αν θέλω να αλλάξουμε τη κούρσα και να πάμε προς Αεροδρόμιο καλύτερα, γιατί αμαρτία να είμαι στη τσίτα νέο κορίτσι. Η κούραση ούτε να χαμογελάσω δεν με άφηνε. Μια γκριμάτσα μορφασμού έκανα που μάλλον παρεξήγησε χωρίς να την πτοήσει ούτε στο ελάχιστο όμως. Αφού είδε και αποείδε ότι με το μαλακό δεν μαλάκωνα αγρίεψε. Με έβαλε να βρω χαρτί και μολύβι για να παίξουμε. Σε τρελή πέσαμε σκέφτηκα αλλά δεν με έπαιρνε να αρνηθώ γιατί δεν θα έφτανα ποτέ Γαλάτσι που ήταν η Ιθάκη. Συμβιβάστηκα λοιπόν. Βρήκα τη λίστα με τα ψώνια και έγραψα τους κανόνες ανάμεσα σε μακαρόνια Barilla, δίλιτρες κόκα κόλες και χλωρίνη Klinex με άρωμα φρεσκάδας, με άρωμα φρεσκάδας τι ωραία μυρωδιά.

Εν συντομία λοιπόν:
1. πιάνουμε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά μας αυτή τη στιγμή
2. το ανοίγουμε στη σελίδα 123 (αν είναι μικρό, παίρνουμε το επόμενο κοντύτερα σε μας, που έχει τουλάχιστον 123 σελίδες)
3. βρίσκουμε την πέμπτη πρόταση
4. αντιγράφουμε τις επόμενες τρείς δλδ την έκτη, έβδομη και όγδοη και
5. βρίσκουμε άλλους πέντε ατυχείς να τους πασάρουμε το παιχνίδι.

Φυσικά όταν με κατέβασε και δεν την είχα ανάγκη αποφάσισα να παραβώ τον πρώτο κανόνα. Το γραφείο μου είναι βομβαρδισμένο από βιβλία. Βιβλία εξεταστικής, βιβλία τεχνικά, βιβλία του Μηχανικού, του τρελού, του φοιτητή του έρμου που δεν ελπίζει τίποτα, φοβάται τα πάντα και φυσικά έχει από καιρό απολέσει την απατηλή αίσθηση της ελευθερίας.

Σηκώθηκα και πήγα στη βιβλιοθήκη. Θα διαλέξω το πιο μικρό για να ρισκάρω σκέφτηκα. Το πρώτο ήταν η ποιητική συλλογή ενός φίλου. Το δεύτερο είχε 124 σελίδες. «Εν ονόματι» λοιπόν του Αντώνη Σαμαράκη.
Παραθέτω την 6η, 7η και 8η πρόταση με πολύ αγάπη:

«Να πληρώσω εγώ, ο ένοχος, εγώ που τάραξα την ηρεμία, την αδιαφορία, την απάθεια των άλλων, των πολλών, αντίκρυ σε όλα τα εφιαλτικά που γίνονται στο κόσμο μας και τον στιγματίζουν. Να πληρώσω τώρα, να εξιλεωθώ. Όφειλα να σκεφτώ ότι τα διάφορα εν ονόματι στη ζωή μας είναι μια λερναία ύδρα με πολλά κεφάλια, όφειλα να μαντέψω ότι για κάθε εν ονόματι που κόβεις ξεπηδάει ένα άλλο, δύο άλλα…»

Λατρεμένο βιβλίο. Αγαπημένο κομμάτι. Νομίζω ότι τα λέει όλα, δεν επιδέχεται ερμηνείας ή παρερμηνείας κι εγώ για ακόμα μια φορά ένιωσα εκείνο το ρίγος της πρώτης ανάγνωσης όταν πρωτόπεσε στα χέρια μου αυτό το μικρό βιβλιαράκι με τη τόσο καθηλωτική αλήθεια μέσα του. Σ’ ευχαριστώ ταξιτζού μου που με κάλεσες.

Επειδή ο πέμπτος κανόνας ήταν υπογραμμισμένος από την ίδια τη ταξιτζού πριν μου δώσει τα ρέστα και με κατεβάσει, καλώ με τη σειρά μου το sealike2, το χειροβομπίρα (μπας και ξαναρχίσει να γράφει), το feidia, που έχει χαθεί και τέλος το Γραμματέα και το Δ. Τζ. για να δω αν μπορώ να τους εκτροχιάσω έστω και λίγο από τη θεματολογία τους! Θα χαρώ πάρα πολύ να παίξετε, αλήθεια σας λέω!

Υ.Γ. Στο παιχνίδι αυτό με είχε καλέσει και ο Lockheart αλλά η Ταξιτζού είχε προλάβει να με πάρει κούρσα!

Πέμπτη, Μαρτίου 06, 2008

Παράσταση ζωής...

Σκηνή πρώτη
Ξημερώματα Τετάρτης, ένα από εκείνα τα παγωμένα βράδια που ολόκληρη η πόλη έχει παραδοθεί στα χειμωνιάτικα σκεπάσματά της μέσα σε ένα μακάριο ύπνο. Εκείνη, κοντά στα 17, δεμένη στο άρμα των ονείρων της, αγκαλιά με τις ελπίδες της και με συντροφιά τη φωνή του ραδιοφωνικού παραγωγού που ξαγρυπνά μόνο για χάρη της, λύνει ασκήσεις Φυσικής. Είναι εκείνες οι ώρες που την κάνουν να αισθάνεται ότι μόνο η μοναξιά τη συντροφεύει σε αυτό το ταξίδι στα σκοτεινά αυτά νερά. Κι όμως. Ο ήχος του μηνύματος τη βγάζει από την αυταπάτη. «Δεν πιστεύω να κοιμάσαι. (Η αγωνία πίσω από 4 λέξεις κάποιου άλλου να νιώσει ότι δεν είναι μόνος.) Διαβάζω Βιολογία στο μπαλκόνι προσπαθώντας να ξεγελάσω τη νύστα. Το πρωί ραντεβού στο γνωστό μέρος για τσιγάρο;» Ο αποστολέας ξέρει ότι ο παραλήπτης δεν καπνίζει. Ξέρει επίσης ότι θα είναι στο γνωστό μέρος για συντροφιά. Και αγκαλιά. Γιατί αυτά πάνε μαζί. Καληνύχτες.

Σκηνή δεύτερη.
Τέσσερις γυναίκες φτάνουν η κάθε μια κι από διαφορετική πλευρά της πόλης στις δύο ακριβώς. Όλες τόσο διαφορετικά ίδιες, όλες τόσο ξεχωριστές. Είναι το Σάββατό τους. Είναι η μέρα που βρίσκονται για φαγητό. Και μιλάνε. Γελάνε. Συνωμοτούν περιπαικτικά και πλέκουν το γαϊτανάκι της ζωής τους με κορδέλες του παρελθόντος, ιστορίες του παρόντος και σχέδια του μέλλοντος. Η κάθε μια ξέρει την άλλη καλύτερα κι από τον ίδιο της τον εαυτό. Μαζί έχουν χτίσει τα όνειρά τους. Μαζί στο σχολείο, στο ίδιο θρανίο, μαζί στις κοπάνες, στα ξενύχτια, στις πρώτες διακοπές εκείνο το καλοκαίρι τόσα χρόνια πριν και στα πρώτα καρδιοχτύπια. Στους πρώτους έρωτες και στα πρώτα φιλιά.
«Θυμάσαι τότε που τα είχες με το Γιώργο, τον κούκλο από το τρίτο τμήμα;»
«Το Γιώργο τον ήθελα κι εγώ.»
«Ο Γιώργος μου τα είχε ρίξει αλλά του είχα ρίξει χυλόπιτα.»
«Ρε κορίτσια για θυμήστε μου, αυτός ο Γιώργος ποιος ήταν;»
Τα τραπέζια γύρω τους άλλαξαν 2, ίσως και 3 φορές. Αυτές για πολλές ώρες ακούνητες εκεί. Και για πολλά Σάββατα επίσης.

Σκηνή τρίτη
Σάββατο βράδυ. Το αλκοόλ από το ξενύχτι και το μεθύσι του προηγούμενου βραδιού ρέει ακόμα στο αίμα τους. Σήμερα, με μαύρους κύκλους, με φόρμες και με τα αθλητικά πεταμένα κάτω από τον καναπέ, χυμένες κυριολεκτικά στο σαλόνι ενός φοιτητικού σπιτιού, διακωμωδούν τα ευτράπελα της προηγούμενης βραδιάς χαζεύοντας τα σημάδια που είχε αφήσει η προηγούμενη βραδιά στο πέρασμά της. Το χτεσινό πάρτυ είχε ήδη περάσει στην ιστορία και ακόμα κι αν εκείνη την ώρα αυτές δεν το ήξεραν, θα ήταν σταθμός στη ζωή τους και σημείο χαρακτηριστικό για τη μεταξύ τους σχέση. «Τελικά είναι απαλοιφή και του πιο μεγάλου πόνου να έχεις κοντά σου δικά σου πρόσωπα. Σ’ αγαπάω χαζή.» Θυμάσαι;

Σκηνή τέταρτη
Αυτές τις μέρες έχει νεύρα. Νεύρα που φαίνονται. Νεύρα που την κουράζουν και κουράζουν και τους γύρω της. Προσπαθεί να τα κρύψει αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα. Είναι η ταλαιπωρία που τα κάνει πιο έντονα. Έτσι κι αλλιώς πάντα το είχε αυτό το κακό. Δεν μπορούσε να κρύψει τα συναισθήματά της. Το τηλέφωνο χτυπά. Η παρεξήγηση λύνεται. Οι παλιές φιλίες δε χαλάνε σου είπα. Σε καθησύχασα και σου έδωσα δίκιο γιατί το είχες. Οι παλιές φιλίες έχουν γράψει τα δικά τους χιλιόμετρα με νοικιασμένα μηχανάκια στη Μύκονο που έκανε τόσο κρύο, στη Ζάκυνθο που μας σταμάτησαν για κράνος, στη Λευκάδα που έβρεχε και εσύ οδηγούσες με το ένα χέρι. Οι παλιές φιλίες είναι παλιές άρα δοκιμασμένες σαν το κρασί. Και φιλίες με το φ κεφαλαίο.

Τέλος παράστασης. Η αυλαία κλείνει. Η πρωταγωνίστρια έγραψε τις τελευταίες γραμμές στα τυφλά γιατί μάλλον κάποιο σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι της. Όλα τα βλέπει θολά. Τουλάχιστον σε αυτό το έργο παίζει αυτοσχεδιάζοντας κι ελπίζει να μην κατέβει ποτέ. Η χαρά της φράζει το δρόμο. Όχι επειδή πρώτα ζει και μετά γράφει. Αλλά γιατί αυτά που ζει αξίζουν καταγραφής.

Αυτή ήταν η δική μου κατάθεση ψυχής για τη φιλία μετά από πρόσκληση του Τζονάκου. Καλώ το Μatrix, τη Butterfly, το Samael και τον Agent Provocateur να ανοίξουν τις δικές τους αυλαίες και να που τι εστί φιλία γι’ αυτούς.