Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2007

κ. Αλέκο δεν μας τα λέτε καλά!


Κύριε Αλέκο πως το κάνετε αυτό; Πως το καταφέρνετε; Πόσο εκτός τόπου και χρόνου είστε τελικά; Την ώρα που στη χώρα τα ηνία ενός κόμματος περνάνε από πατέρα σε γιό και από θείο σε ανιψιό, σαν οικογενειακό κειμήλιο εσείς πως λοξοδρομείτε; Αντί να κρατήσετε το δαχτυλίδι μερικές τετραετίες ακόμα και μετά με δημοκρατικές διαδικασίες να το χαρίσετε στο σπλάχνο σας, εσείς το απαρνήστε έτσι; Είμαστε η μοναδική χώρα παγκοσμίως που έχουμε διώξει το βασιλιά άλλα άτυπα έχουμε βασιλευομένη δημοκρατία κι εσείς γυρνάτε την πλάτη; Πόση αλαζονεία θα δείξει ακόμα η Αριστερά; Δηλαδή οι Πασόκοι που φοβήθηκαν και ξαναστήριξαν Γιώργο βλάκες είναι; Οι Δεξιοί που Κώστα ξέρουν και αυτόν εμπιστεύονται είναι ηλίθιοι; Κι εσείς είστε ξύπνιος που ανεβάσατε τον Σύριζα και δύο μήνες μετά τις εκλογές βάζετε στραβά το καπελάκι σας και μας γνέφετε γεια χαρά; Ποιος χάρηκε κύριε Αλέκο μου; Ποιος; Και στο παιδί σας τι θα πείτε τώρα; Το ανίψι σας πως θα το αντικρύσετε στα μάτια; Φτου σας κύριε Αλέκο μου!!

Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

Με το πι στο γιαπί;;



Αυτή η αύξηση των ορίων ηλικίας με τρομάζει, με αγχώνει, με πανικοβάλλει για καθαρά ιδιοτελείς και προσωπικούς λόγους. Δεν είναι μόνο που θα παίρνουμε τη σύνταξη σε μια ηλικία που θα μας τα φάει όλα η αποκλειστική νοσοκόμα και το εφάπαξ οι κληρονόμοι. Είναι που με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι γιατρό ετών 70 να με χειρουργεί με το πάρκινσον, με το τρέμουλο, με τη πρεσβυωπία και με το νυστέρι στο χέρι. Είναι που δεν το θέλω ούτε στα χειρότερά μου όνειρα τον εβδομηντάρη δάσκαλο να διδάσκει το παιδί μου. Εδώ δεν θα μιλάμε για χάσμα γενεών, εδώ δεν θα μας αρκεί το mind the gap, εδώ το παιδί θα αφουγκράζεται τον εκπαιδευτικό και τις ανάγκες του και θα πηγαίνει στο σχολείο με πιεσόμετρο στη τσάντα και μετρητή ζαχάρου για μια ώρα δύσκολη. Και φυσικά είναι που με φαντάζομαι κι εμένα με το πι στο γιαπί, ανάμεσα στις σκαλωσιές και δεν αισθάνομαι καθόλου καλά. Θα ασχολούμαι με αναστηλώσεις μνημείων και θα είμαι μνημείο πολιτισμικής κληρονομιάς εγώ η ίδια.


Δηλαδή πόσο πιο επίκαιρό θα μπορούσε να είναι το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή»; Κι αυτό που οι εν λόγω νόμοι προωθούνται από ένα πρωθυπουργό που μετά από δύο τετραετίες θα συνταξιοδοτηθεί ενώ εγώ μετά από πέντε δεκαετίες είναι νορμάλ; Και οι βουλευτές; Και οι δήμαρχοι; Και οι νομάρχες; Κι εγώ όχι; Εγώ παιδί ενός κατώτερου Θεού είμαι; Τι αμαρτίες πληρώνω; Ποια λάθη; Ποια πάθη; Κανείς δεν με λυπάται εμένα; Και σ’ όλους αυτούς αφού κλήρωσε το δέκα το καλό, το καρό γιατί θα πρέπει να κόψουν και να τραβήξουν φύλλο και για μένα; Μήπως επειδή εγώ πριν από λίγο καιρό μοίρασα την τράπουλα έτσι για χάρη τους; Μήπως όταν την έπιασα δεν ανακάτεψα και τόσο καλά; Μήπως ο βαλές με εκδικείται; Μήπως λέω, μήπως;

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2007

Ήρθε!

Ήρθε. Όχι, δεν χρειάστηκε να κάνω τάμα στη Μεγαλόχαρη. Ούτε να ανέβω με τα γόνατα στο ναό της στην Τήνο. Μερικές προσευχές, αρκετές δοξασίες και πολλά τηλεφωνήματα μόνο. Πολλά τηλεφωνήματα. Στο σπίτι, στο μαγαζί στο κινητό. Πάντα με τηλεφωνητές μιλούσα, με τη γυναίκα του, με το παιδί για τα θελήματα. Ποτέ με τον ίδιο. Πολλές οι δουλειές, μεγάλο το τρέξιμο κι εγώ σε ένα ακουστικό κρεμασμένη να κάνω δεήσεις και να ελπίζω σε θαύματα. Ήρθε. Τελικά ήρθε. Μου είχε πει Τρίτη, ήρθε Σάββατο. Μου είχε πει στις 3.00, ήρθε στις 8.00. Όχι, το σωστό να λέγεται. Ήρθε. Η χαρά μου απερίγραπτη. Αποβραδίς έστρωσα το κόκκινο χαλί και έφτιαξα χαλβά σιμιγδαλένιο. Αμαρτία, ο άνθρωπος καταδέχτηκε να έρθει κι εγώ δεν θα κερνούσα το κατιτί μου; Ήρθε, μου αράδιασε όλη την ορολογία του καυστήρα και τον κοίταζα σαν ηλίθια. Θερμοαντιστάτες, αισθητήρες, λέβητες, και πολλά – πολλά άλλα μπιχλιμπίδια της θέρμανσης. Δεν καταλάβαινα το Χριστό μου. Κοίταζα και απορούσα. Ο κύριος Χάρης, μεγάλη η χάρη του ήρθε. Έκατσε μια ώρα με το ρολόι, και πήρε 300 ευρώ. Να ναι καλά ο άνθρωπος γιατί ήρθε. Αυτός που δεν έχει σπουδάσει αλλά πουλάει τεχνογνωσία Μηχανολόγου Μηχανικού, αυτός που έχει βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής και έχει μελετήσει την ελληνική πραγματικότητα, αυτός επιτέλους ήρθε. Κι εγώ που προσπαθώ να βγάλω το Πολυτεχνείο, που ανήκω στη γενιά των 700 ευρώ το μήνα με MSc, Phd και με την βούλα τον κοιτούσα, απορούσα και μου αρκούσε που είχε έρθει. Μεγάλη χάρη σας κύριε Χάρη μου και χαλάλι σας το μισό μηνιάτικο. Άμα σας ξαναχρειαστώ θα σας τηλεφωνήσω!!

Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007

Τροχαίο στην Πέτρου Ράλλη

Πήρα το ακόλουθο μήνυμα και το βάζω εδώ ώστε στα πλαίσια της μεγάλης κινητοποίησης που έχει ξεκινήσει να το δούμε ακόμα περισσότεροι:
"Καλημέρα.
Εχθές τις πρώτες πρωινές ώρες ο αδελφός μου έφυγε για το μεγάλο ταξίδι ……για την « Γειτονιά των Αγγέλων » Εχθές στης 17/11 περίπου στις 00΄30 στην Πέτρου Ράλλη στο ύψος της Αγ.Αννης Ένα CITROEN CITROEN C3 model 2003 ΚΑΙ ΟΧΙ SAXO, ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΡΟΣ ΚΕΡΑΜΥΔΙ τον διαμέλισε και τον εγκατέλειψε. Επειδή λόγω της κατάστασης δεν μπορώ να γράψω περισσότερα και για να προλάβω Οποίον φίλο θέλει να βοηθήσει ( γιατί δεν αποκλείεται ο εγκληματίας να προσπαθήσει να το φτιάξει από Δευτέρα πρωί) το KOKKINΟ C3 είναι χτυπημένο εμπρός από τα μέχρι τώρα στοιχεία –κομμάτια του αυτοκίνητου έχουν βρεθεί . Οποίος μπορεί να βοηθήσει θα είναι πολύτιμο και οποίος μπορεί να το προώθηση σε άλλα sites που να το διαβάζουν φαναρτζήδες η αυτοί που πουλάνε ανταλλακτικά Τον παρακαλώ πολύ να το κάνει γιατί εγώ δεν μπορώ. Δυο αγγελούδια σε λίγη ώρα από τώρα θα ακούσουν το μεγάλο μυστικό που δεν το λέμε εδώ και 28 ώρες…………….
Αντίο αγαπημένε μου αδελφέ…….."
Έλεος πιά με τους οδηγούς -φονιάδες.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007

Κύριε καθηγητά μου, sorry κιόλας!

Την προηγούμενη βδομάδα έζησα μια σιχαμένη μέρα και την οποία τώρα που πέρασαν οι μέρες και βγήκαν τα αποτελέσματα χωρίς περαιτέρω επιπτώσεις μπορώ να την καταγγείλω. Μια κομπλεξική Τετάρτη λοιπόν, μια ύπουλη και κουραστική μέρα που ήξερα από το πρωί ότι θα είναι ζόρικη. Με την κακή διάθεση δίπλα στη καφετιέρα, με το χαμόγελο πεταμένο στο καλάθι με τα άπλυτα και με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια ξεκίνησα να ασκήσω το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε φοιτητή να ζητήσει και να δει το γραπτό του σε ένα μάθημα που όχι απλά είχα παρακολουθήσει, όχι απλά είχα διαβάσει, όχι απλά είχα εργαστεί πάνω σε αυτό αλλά και κάτι παραπάνω. Φυσικά ο καθηγητής είχε αντίθετη άποψη. Δεν είναι η πλειοψηφία αλλά ο συγκεκριμένος πιάνει δουλειά μετά τη μία το μεσημέρι και αφού εμφανίστηκε μετά από δύο ώρες αναμονής, με φόρμες γυμναστικής και ένα κεφαλοτύρι στο χέρι καταδέχτηκε να ασχοληθεί με τη περίπτωσή μου. Κι αφού στην αρχή προσπάθησε να με σουτάρει με πλάγιο τρόπο του στυλ «έχω δουλειά» (σας το λέω εγώ, ψυγείο έσπαγε το κεφάλι του να βρει για να μην χαλάσει το τυρί), με ειρωνεύτηκε, κοκκίνισε, μπλάβισε και φοβήθηκα ότι θα μείνει στο τόπο και θα έχω και τύψεις, χωρίς να τον προκαλέσω άρχισε και το βρίσιμο. Το βρίσιμο, που πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του εγωκεντρισμού του καθώς ξεκίνησε με τη φράση «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» Τι να έλεγα; Ναι; Όχι; Δεν απαντώ; Θέλω τη βοήθεια του κοινού; Ποια απάντηση θα με έσωζε; Είχε κοκκινίσει, ήταν έτοιμος να εκραγεί, γύρισε το βρίσιμο στην αγγλική και ενώ ήθελα να χαρώ που είχε πιάσει τόπο το Proficiency και καταλάβαινα, δεν μπορούσα! Στην παύση που έκανε αμφιταλαντεύτηκα. Να απαντήσω στα Αγγλικά; Στα Ελληνικά; Να δω το γραπτό; Να του πω ότι την απάντηση που μου έχει διαγράψει την είχα γράψει μετά από ερώτηση στο βοηθό του ή άστο να πάει, άστο πονάει; «Καθηγητής στην Αμερική ήμουν κορίτσι μου!». Όχι σε ρωτώ, σε αυτό τι να του απαντούσα; Αυθόρμητα μου βγήκε να ρωτήσω γιατί γύρισε στην Ελλάδα αλλά δεν το έκανα. Η ζωή μου ως αιώνια φοιτήτρια που προσπαθεί να πάρει πτυχίο χρωστώντας μόνο το δικό του μάθημα ξαφνικά μου χτύπησε την πόρτα. Τρόμαξα. Πάνιασα. Το γραφείο του πνιγμένο στις στοίβες με χαρτιά, περιοδικά και βιβλία ξαφνικά με ψυχοπλάκωσε. Δεν είχε χώρο ούτε ποτήρι να ακουμπήσεις. Με παρέπεμψε στη γυναίκα του που ξέρει τι τραβάει για να διορθώσει τις δικές μας μαλακίες σε ελεύθερη μετάφραση. Ότι έχουν σπάσει τα νεύρα του μου εκμυστηρεύτηκε κι εκεί έλιωσα. Κακούργα, να τον ταράξεις παραπάνω θες τον άνθρωπο. Που επειδή είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος και συμπεριφέρεται κιόλας έτσι, θες να τον ξεκάνεις. Χίλια συγνώμη κύριε καθηγητά μου χίλια. Τι κι αν το γραπτό ήταν για επτά αλλά εσείς με κόψατε. Τι κι αν είχα δουλέψει μερόνυχτα γι’ αυτό. Καλό μεσημέρι σας εύχομαι και μια κουβέντα παραπάνω αν είπαμε ψωμί κι αλάτι!

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

Η γλυκιά εικόνα της μελαγχολίας



Γεύτηκα τη βροχή.
Περπάτησα σε βρεγμένους δρόμους.
Σεργιάνησα στη παγωμένη παραλία.
Τριγύρισα γραφικά σοκάκια.
Είδα βαρκούλες να θαλασσοδέρνονται στα κύματα.
Ένιωσα το χειμωνιάτικο αέρα να μου παγώνει το πρόσωπο.
Είδα το μαύρο της νύχτας να υποτάσσεται στο χλωμό φως μιας βροχερής ημέρας.
Η ζεστασιά όμως εντός μου, εκεί, σιγόκαιγε και με τύλιγε με μια πρωτόγονη θέρμη.
Είναι η ζωή μικρές στιγμές και τίποτε άλλο.
Στιγμές που διαρκούν λίγο, αφήνοντας το άρωμα και το αποτύπωμα τους για πολύ.
Τελικά αυτό είναι ευτυχία; Γιατί νομίζω οτι με τα ακροδάχτυλα μου την αγγίζω.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007

Οι ήρωες μου...


Έσφιγγε τη βαλίτσα στο χέρι της και από την προσπάθεια είχαν μουδιάσει και μελανιάσει τα δάχτυλά της. Δεν υπήρχε λόγος. Δεν υπήρχε φόβος. Υπήρχε μια ασυναίσθητη ανάγκη να πιαστεί από κάπου τώρα που είχε ανοίξει πανιά πέρα από το λιμάνι της ζωής της, μακριά από το πατρικό της. Και να τώρα, με μια ζακέτα που δεν τη ζέσταινε ούτε στο ελάχιστο, με μια βαλίτσα στο χέρι σφιχτά πιασμένη, με την υγρασία να την τρυπάει και με μια καρδιά γεμάτη όνειρα βρισκόταν βράδυ σε μια ξένη χώρα, σε ένα βρώμικο σταθμό τρένων, ξένη ανάμεσα σε ξένους. Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών και ήταν η πρώτη φορά που άφηνε το νησί της. Ήταν δεκαοχτώ χρονών και είχε όλη τη ζωή μπροστά της. Η μάνα την είχε σταυρώσει, την είχε φιλήσει και την είχε στείλει στην ευχή του Θεού. Το στερνοπούλι της άνοιξε κι αυτό τα φτερά του. Ήταν όμως δική της απόφαση αυτό το φευγιό των κοριτσιών. «Οι κόρες μας μεγάλωσαν, πρέπει να παντρευτούν.» ήταν η γνώμη του πατέρα. «Οι κόρες μας μεγάλωσαν και θα σπουδάσουν» η γνώμη της μητέρας. Φυσικά το δικό της πέρασε.

Πίσω στην πατρίδα, η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Η πολιτική αστάθεια και το στρατιωτικό καθεστώς είχαν καταστρέψει κάθε τι ζωντανό και ελπιδοφόρο. Με το πραξικόπημα ο πατέρας της είχε παραιτηθεί από τη χωροφυλακή. Και αριστερός, και αστυνομικός μέσα σε τόσο χαλεπούς καιρούς ήταν έννοιες ασυμβίβαστες.

Οι μήνες θα περνούσαν πολύ πιο δύσκολα από τι η ίδια φανταζόταν. Τα χρήματα θα αργούσαν απελπιστικά, θα υπήρχαν μέρες πείνας και εκείνο το βάζο με το γλυκό του κουταλιού μέσα στο οποίο η μαμά της έστελνε χρήματα θα φάνταζε μακρινό όνειρο. Ένα χρόνο μετά την άφιξή της ξαφνικά η κατάσταση έχασε τη ζοφερότητα της. Δεν ήταν που είχε κομματικοποιηθεί και έβλεπε τις καταστάσεις εκ των έσω. Ήταν που ο αέρας είχε αλλάξει. τα νέα ήταν καλά, ήταν που μετά από πολύ δουλειά ο ήλιος είχε αρχίσει να γυρίζει.

Ήταν δεκαοχτώ χρονών. Ήταν νέος και δεν είχε απλά όνειρα. Είχε φιλοδοξίες. Είχε την πεποίθηση ότι μπορούσε με το χέρι του να αλλάξει τον κόσμο, να γυρίσει τη Γη. Φοιτητής στο Πολυτεχνείο. Στη πρώτη του επιλογή. Με χακί αμπέχονο, παντελόνι καμπάνα και γένια. Με βλέμμα αστραφτερό και κουράγιο που ξεχείλιζε στα λίγα τετραγωνικά της σοφίτας που νοίκιαζε μαζί με συγκάτοικο γιατί τα χρήματα δεν έφταναν. Δούλευε δύο και τρεις δουλειές, έτρεχε στα αμφιθέατρα, έτρεχε στον αγώνα που σιγά-σιγά είχε αρχίσει να στήνεται. Όση ενέργεια κι αν κουβαλούσε εκεί τη διοχέτευε. Ήταν ένα από τα γρανάζια που κινήθηκαν για να αλλάξει ετούτος ο κόσμος. Ήταν ένα κομμάτι του τροχού. Ήταν τα ιδανικά του που τον οδήγησαν εκεί. Ο δύσκολος δρόμος που επέλεξε σε μια εποχή σκληρή και βίαιη. Και η καρδιά της Μάνας να χτυπά και ο φόβος να έχει φωλιάσει μέσα στη ψυχή της. « Φύγε να σωθείς». «Θα μείνω για να σωθούμε». Ένας πληθυντικός που στα χείλη του χώραγε ολόκληρο τον αγώνα του και μέρος από τα ιδανικά του.

Λίγους μήνες μετά η Ελευθερία πληρώθηκε πολύ ακριβά. Το αίμα αθώων συμφοιτητών τους έβαψε ανεξίτηλα τον αυλόγυρο του Πολυτεχνείου. Η πόρτα κλειστή έκτοτε για να θυμίζει και να μην αποκοιμίζει συνειδήσεις. Το σύνθημα πιο επίκαιρο παρά ποτέ σήμερα: «Δεν θα περάσει ο Φασισμός».

Χρόνια μετά αυτοί οι δύο φοιτητές συναντήθηκαν. Έσμιξαν τις ζωές τους και ένωσαν τα όνειρα τους. Αυτοί είναι οι δικοί μου ήρωες και νιώθω τόσο περήφανη γι’ αυτούς.
Μαμά αύριο να κατεβούμε μια βόλτα από το Πολυτεχνείο…

Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2007

"Η Γυναίκα με τα μαύρα"


Την Παρασκευή μετά από πολύ καιρό αναγκαστικής κλεισούρας πήρα τους δρόμους. Για την ακρίβεια πήρα τα θέατρα και έψαξα για κάτι ξεχωριστό, διαφορετικό και αντισυμβατικό με μια λέξη. Τελικά νομίζω ότι το βρήκα κι έτσι παρακολούθησα μια παράσταση από αυτές που δεν έχουν διαφημιστεί και δεν παίζονται σε κάποιο από τα κεντρικά θέατρα της Πανεπιστημίου ή της Βουκουρεστίου. Είναι από αυτές που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και τελικά πιστεύω ότι θα κερδίσει το κοινό σε πείσμα των σκουπιδιών που μας έχουν κατακλύσει. Είναι «η Γυναίκα με τα Μαύρα». Μια παράσταση που κάθε άλλο παρά εύπεπτη είναι. Κάθε άλλο παρά ελαφριά και χαλαρή. Κι όμως. Έχει τη στόφα και τη μυρωδιά του παλιού ποιοτικού θεάτρου. Έχει τη γεύση αυτή που αφήνει η τόσο άμεση επαφή του ηθοποιού με τον θεατή. Έχει τη μαγεία του θεάτρου και σου την προσφέρει απλόχερα. Οι ερμηνείες του Κέντρου και του Κατρανίδη απλά καθηλωτικές. Η νουάρ ατμόσφαιρα που αποπνέει το έργο και η δραματική πλοκή συγκινούν και δημιουργούν μια ανατριχίλα στον θεατή που διαρκεί παραπάνω από όσο κρατά η ίδια η παράσταση. Βασισμένη στο εκπληκτικό μυθιστόρημα της Suzan Hill που διασκευάστηκε από τον Stephen Mallatratt και αποδόθηκε στα ελληνικά από την Έλενα Ακρίτα, η παράσταση σε μεταφέρει στην Αγγλική επαρχία και σε κρατά καθηλωμένο, συγκλονισμένο και αδύναμο απέναντι σε αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου, αδυνατώντας να καταλάβεις πως σε τύλιξε η ομίχλη, πως είναι δυνατόν να έχεις τόσο έντονη την ψευδαίσθηση ότι βλέπεις τους βάλτους και πως γίνεται να ακούς τη σιωπή της νύχτας. Πρόκειται για μια παράσταση που επί 20 χρόνια έχει καταθέσει το στίγμα της και έχει το δικό της φανατικό κοινό στην Αγγλία. Στο πρώτο της ανέβασμα πριν από 14 χρόνια επί Αθηναϊκού εδάφους, το ρόλο του Αρθουρ Κιπς έπαιξε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Τα υπόλοιπα είναι περιττά. Τελικά αρκεί να κλείσουμε την τηλεόραση και να ανοίξουμε την πόρτα του θεάτρου για να δούμε ότι υπάρχουν ακόμα επιλογές και πολύ καλές μάλιστα. Γιατί όσο ανεβαίνουν ακόμα τέτοιες παραστάσεις κερδίζοντας μέρα με τη μέρα το κοινό τους, κάτι κινείται και κάτι αλλάζει σίγουρα προς το καλύτερο.

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2007

Κυριακή...

Πάντα με μελαγχολούσε η Κυριακή. Πάντα. Ήταν ο προπομπός της εβδομάδας, ήταν η μέρα που όλα έπρεπε να τακτοποιηθούν, να μαζευτούν, να μπουν σε κουτάκια για να κυλήσει πιο ομαλά η βδομάδα. Ήμουν πιτσιρίκα και δυσκολευόμουν να καταλάβω γιατί η Κυριακή κουβαλά πάνω της τόση μιζέρια, τόση κακοκεφιά και γιατί το σχολείο άνοιγε πάντα Δευτέρα. Μόνο το καλοκαίρι με τη μαγική δύναμη που έχει να σβήνει τη διαφορετικότητα των ημερών και να τις εξισώνει όλες σε χαλαρά 24ωρα μπορούσε να υποτάξει την Κυριακή και τη μιζέρια της. Όλες οι υπόλοιπες εποχές απλά υποτάσσονταν σε αυτή. Κι έτσι η Κυριακή ήταν πάντα η πιο μελαγχολική μέρα. Κουβαλούσε τη ξενοιασιά του Σαββατοκύριακου και την ακουμπούσε εκεί μπροστά σου για να βγάλεις πέρα μια δύσκολη βδομάδα. Μα ποιος σώφρων άνθρωπος μπορούσε να το κουβαλήσει αυτό;

Τα χρόνια όμως πέρασαν, το σχολείο τέλειωσε και τα φοιτητικά χρόνια άλλαξαν χρώμα στις Κυριακές μου. Αυτές συνέχισαν να είναι παγωμένες, μίζερες, κακόκεφες αλλά πλέον είμαι εγώ αυτή που δεν τις παίρνει στα σοβαρά. Κι έτσι σήμερα είναι μια καθαρά χειμωνιάτικη Κυριακή. Με το καλοριφέρ στο φουλ, με τον ήλιο που δεν ζεσταίνει ούτε στο ελάχιστό κι ας είναι εκεί ψηλά άρχοντας, αφέντης. . Είναι μια Κυριακή οικογενειακή, με το τζάκι αναμμένο, με την οικογένεια μαζεμένη στο σπίτι, με το φαγητό να φέρνει μυρωδιές δάφνης και κανέλλας. Είναι μια Κυριακή που θέλει να είναι μελαγχολική αλλά δεν της βγαίνει. Είναι η Κυριακή μου. Του οικογενειακού φαγητού, του απογευματινού καφέ και του σινεμά με το παρεάκι. Είναι η μέρα που οι έγνοιες έχουν μπει για τα καλά στο συρτάρι, είναι η λατρεμένη Κυριακή του χειμώνα που είχε αργήσει τόσο πολύ να με επισκεφθεί εξαιτίας της εξεταστικής και του διαβάσματος. Είναι η ίδια εκείνη μέρα των παιδικών μου χρόνων που δεν άλλαξε όψη στα φοιτητικά μου χρόνια, άλλαξα εγώ όμως τον τρόπο που την κοιτώ. Είναι η Κυριακή που απλόχερα μας μοιράζει χρόνο για μικρές, πολύτιμες προσωπικές στιγμές. Κι έτσι παρ’ όλο που είναι απαισιόδοξη, μουτζούφλα και μελαγχολική, εγώ την έχω αγκαλιάσει.
Κι επειδή ο Σωκράτης Μάλαμας έχει χωρέσει μέσα του όλη την έννοια της Κυριακής στο παρακάτω τραγούδι, εγώ απλά τον λατρεύω...
Δε θέλω πια να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια
Σα να 'ταν όλα ψέματα στάχτες κι αποκαϊδια
Θέλω ανοιχτά παράθυρα να με φυσάει αέρας
Να΄χω το νου μου αδειανό
Να΄χω και πρίμο τον καιρό
Δε θέλω πια να μου μιλάς για όσα έχεις ζήσει
Δε χάθηκε κι ο κόσμος πια το τζάμι αν ραγίσει
Θέλω να' ρθεις και να με βρεις
να κάτσεις να τα πούμε
Πως νιώθουμε παράφορα
Πως ζούμε έτσι αδιάφορα
Δε θέλω να πικραίνεσαι
τις Κυριακές τα βράδια
Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά
τα χρόνια μένουν άδεια
Θέλω να φύγεις να σωθείς να πάψεις να γκρινιάζεις
Να ξεχαστείς στη διαδρομή ποιός ήσουν και πώς μοιάζεις
Έτσι θα σ'αγαπώ πολύ και θα σε βλέπω λίγο
Σα μια γυναίκα μακρινή
Που αγάπησα πριν φύγω
Δε θέλω να πικραίνεσαι
τις Κυριακές τα βράδια
Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά
τα χρόνια μένουν άδεια

Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2007

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό...

Η ώρα ήταν μόλις 7.30 το πρωί. Το σκοτάδι της νύχτας έδωσε τη θέση του σε ένα βροχερό και ανήλιο πρωινό με χειμωνιάτικα χρώματα και τσουχτερό κρύο. Οι δρόμοι της πόλης είχαν αρχίσει σιγά -σιγά να γεμίζουν από αγουροξυπνημένους οδηγούς που με το πόδι στο γκάζι και την κακή διάθεση δίπλα στο λεβιέ των ταχυτήτων βιάζονταν να διώξουν τη νύστα, να σπρώξουν τη μέρα, να αλλάξουν διάθεση. Στο πρώτο κόκκινο φανάρι της γειτονιάς μου, από το μπροστινό αυτοκίνητο ανοίγει η πόρτα του συνοδηγού. Από μέσα βγαίνει ένα αγόρι με κυρτούς ώμους γύρω στα 16, μπορεί και 17, με ένα φούτερ ξεπλυμένο, με μια τσάντα βαμμένη με μαρκαδόρους, ζωγραφισμένη με τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες και φορτωμένη με όνειρα σε σχήμα σχολικών βιβλίων. Το βήμα του σταθερό και συρτό. Τα πρώτα γένια καμουφλάρουν επιμελώς την παιδικότητα με μια πρώιμη αγριάδα, ενώ το σκουλαρίκι στο αυτί είναι το δικό του δείγμα μαγκιάς. Τον κοίταζα να περνά στο απέναντι πεζοδρόμιο και θα έδινα όλα τα λεφτά μου εκείνη την ώρα για να του χάριζα μια μέρα ξενοιασιάς. Πρώτη ώρα Αρχαία, δεύτερη Βιολογία, τρίτη Χημεία. Αισθάνομαι σαν να έχουν περάσει αιώνες κι όμως είναι μόλις λίγα χρόνια που ήμουνα στη θέση του. Που είχα πρώτη ώρα Αρχαία, δεύτερη Βιολογία, τρίτη Χημεία. Που έχτιζα τα όνειρα μου, το μέλλον μου και τις ελπίδες μου για ένα κατάδικο μου αύριο σε ένα στενό πράσινο θρανίο συντροφιά με το άγχος μου και την καλύτερη μου φίλη. Λίγα μέτρα πιο πέρα ένα κορίτσι τον περιμένει να συνεχίσουν μαζί. Τον κοιτάζει και διακρίνω στα μάτια της μια απροσδιόριστη εικόνα. Οι μαύροι κύκλοι συνυπάρχουν με ένα λαμπερό βλέμμα. Η παιδικότητα της με τη θηλυκότητα δημιουργούν αναμφισβήτητα ένα κράμα μοναδικό. Την πλησιάζει και της πιάνει το χέρι αποφασιστικά. Χαμογελάω και χαζεύω την εικόνα που με έχει μεταφέρει μόλις λίγα χρόνια πίσω σε μια παρόμοια εικόνα με ένα άλλο κορίτσι και ένα άλλο αγόρι στο ίδιο σκηνικό.
Το φανάρι έχει ήδη ανάψει πράσινο. Ο οδηγός από πίσω μου εκνευρισμένος κορνάρει να ξεκινήσω αλλά και η μητέρα του νεαρού στο μπροστινό αυτοκίνητο είχε επίσης αφαιρεθεί. Το φανάρι το χάσαμε. Τα παιδιά επίσης καθώς είχαν χαθεί στη στροφή του δρόμου. Η γλυκόπικρή όμως αίσθηση της εφηβείας μαζί με μνήμες κοιμισμένες από καιρό ξύπνησαν μέσα μου απότομα και με συντρόφευσαν για την υπόλοιπη διαδρομή. Μέσα μου ακόμα πιστεύω ότι εκείνα τα χρόνια ήταν που διαμόρφωσαν τη σημερινή μου εικόνα. Η σκληρότητα, το άγχος, η πίεση, οι ευθύνες, οι φιλίες και ο πρώτος έρωτας που είχε τη γεύση του απαγορευμένου και την ομορφιά του αθώου

Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007

Ζωνιανή μαντινάδα

Στα Ζωνιανά ξεκίνησαν
να πάνε κουστωδία
Δεκάδες ειδικοί φρουροί
μα είχαν ατυχία

Τις χασισοφυτείες του χωριού
θέλησαν να εντοπίσουν
και τ’ Άγια αυτά χώματα
θερμά να προσκυνήσουν

Αποβραδίς όμως καλοθελητές
τους είχαν ειδοποιήσει
Κι έτσι τα κοπελάκια του χωριού
είχαν ακροβολήσει

Είκοσι χρόνια στο χωρίο
ξένος πόδας δεν είχε πατήσει
μα τώρα ξαφνικά
θέλησε να τους εσυναντήσει;

Θωρούν οι ντόπιοι,
Τι να δούν;
Έρχεται ‘να κομβόι
το δρόμο ανεβαίνουνε
σα να ναι κομπολόι

Ξάφνου ο ένας απ’ αυτούς
γροικάει ένα ζυγούρι
στοχεύοντας λοιπόν
πατάει το κουμπούρι

Οι υπόλοιποι τρομάξανε
αρχίζει πιστολίδι
Και από παρεξήγηση
ξέφυγε το παιχνίδι

Ένα ζυγούρι θέλησαν
οι ντόπιοι να σκοτώσουν
μα από λάθος
έτυχε αμάξια να γαζώσουν

Οι χασισοφυτείες ευτυχώς
δεν έχουν πάθει πράμα
και έτσι αποφύγαμε
ακόμα ένα δράμα

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Το σκουλήκι, ο πρώην.

Ο πρώην είναι το χειρότερο είδος γκόμενου. Το χειρότερο! Δεν το συζητώ, δεν το διαπραγματεύομαι! Ο πρώην είναι πρώην και αυτό είναι κακό ή τουλάχιστον δεν είναι καλό. Είναι σαν το χτεσινομαγειρεμένο φαγητό. Δεν είναι φρέσκο και μπορεί να σου έχει πετύχει στο μαγείρεμα αλλά δεν είναι όπως τη πρώτη φορά που το μαγείρεψες. Είναι σαν τις παλιές σου γόβες, χιλιοφορεμένες, σε βολεύουν αλλά δεν το βλέπεις ότι έχουν φθαρεί και ξεχειλώσει; Έτσι κι αυτός. Έγινε πρώην ακριβώς επειδή η σχέση είχε φθαρεί και ξεχειλώσει. Ένα βράδυ που βρεχε, που βρεχε μονότονα τον σχόλασες ή ακόμα χειρότερα σε σχόλασε. Κι έκτοτε ένας από τους δύο δεν πήγε παρακάτω. Η τουλάχιστον πήγε αλλά σε μονόδρομο έκανε όπισθεν ο μαλάκας. Δεν σε βρίζω μην το παίρνεις προσωπικά, δεν τον βρίζω μη θυμώνεις. Αλλά μαλακία είναι δεν το βλέπεις;

Δεν διαφωνώ ότι στην αρχή όλα θα είναι τέλεια. Παλιές γνώριμες συνήθειες που λάτρευες, ένα λιμάνι οικείο, ένας άνθρωπος δικός σου. Στη συνέχεια όμως; Παλιές γνώριμες συνήθειες που σιχαινόσουν, συμπεριφορές του που σε εκνεύριζαν και οι ίδιοι λόγοι που κάποτε σε έτρεψαν (ή τον έτρεψαν σε φυγή ) τσουπ ξεπετάγονται μπροστά σου με ταχύτητα φωτός (c=3*108). Και ο άνθρωπος που γίνεται πρώην για δεύτερη φορά δεν σε τιμά!

Άσε που οι λόγοι που τον έκαναν να επιστρέψει είναι κλασσικοί και σιχαμεροί ένας προς έναν. Πρώτον, μπορεί να αναζητά επιβεβαίωση επειδή κάποια του κάνει κόνξες. (Α τον μαλάκα!! Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου;) Δεύτερον, μπορεί να σε τεστάρει για να δει αν είσαι ακόμα κολλημένη μαζί του. (Το γουρούνι, τη διμούτσουνη την οχιά που να μην σώσει να χαρεί την ομαδάρα στα Ευρωπαϊκά γήπεδα. Καλά εδώ που τα λέμε αυτό είναι πολύ πιθανό ακόμα κι αν του κάτσεις, αλλά δίκιο έχεις τα ματς 7-0 δεν χωνεύονται με τίποτα). Τρίτον, μπορεί να πεθύμησε την αγκαλιά σου αλλά όλο και καμιά στραβή θα κάνει και θα θελήσεις να ξανακλείσεις το μαγαζί με το παλιό εμπόρευμα άρον-άρον γιατί αγάπη μου ο τσιφούτης αποκλείεται να ανοίξει την παλάμη του, ο παντρεμένος αποκλείεται να χωρίσει, ο γκομενιάρης αποκλείεται να κόψει το κακό κουσούρι και όλοι αυτοί είναι πρώην!!

Άσε λοιπόν τα παρανοϊκά τηλεφωνήματα και τα μηνύματα μέσα στη νύχτα, απέρριψε τις κλήσεις του, στρίψε άμα τον πετύχεις με ένα ευγενικό μεν τυπικό δε γεια χωρίς να δείξεις σημάδια ταχυκαρδίας και γύρνα σελίδα. Οι παλιές είναι μουτζουρωμένες, λεκιασμένες, ντεμοντέ, σκάσε χαμόγελο και άνοιξε την πόρτα στο επόμενο. Τη πόρτα του πρώην μην την κλειδώσεις απλά, χτίσε την κιόλας! Φιλική συμβουλή σου δίνω γιατί τις κολλητές που κλαίγονται για τους πρώην όπως και τους πρώην κανείς δεν τους αντέχει για πολύ δεδομένου ότι και οι δύο είναι είδη ανθρώπων που δεν μπορείς να βασιστείς πάνω τους.

Υ.Γ. Εξαιρετικά αφιερωμένο…σε μένα πρώτα!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

Α το μαλάκα!!

Είχε καιρό να εμφανιστεί, όχι ότι τον είχα πεθυμήσει, απλά το αναφέρω για να υπογραμμίσω το αλλοπρόσαλλο του χαρακτήρα του. Τηλεφώνησε να δει τι κάνω και πως είμαι. Μα για όνομα του Θεού. Θεός δεν υπάρχει να με λυπηθεί;
«Τι κάνεις;»
«Καλά»
«Χαθήκαμε! Έτσι κάνουν οι φίλοι;»
« Δεν είμαστε φίλοι. Δεν υπήρξαμε ποτέ και δεν θα γίνουμε τώρα.»
«Πολύ επιθετική έγινες ξαφνικά»
«Ανέκαθεν ήμουνα»
«Χώρισα»
«Δεν πειράζει, δεν σε φοβάμαι θα βρεις άλλη»
Μετά δεν θυμάμαι πραγματικά τι είπαμε. Τυπικούρες σίγουρα. Αυτές που απεχθάνομαι μια ζωή στις συνομιλίες μου με τους ανθρώπους. Κουβέντες δήθεν ενδιαφέροντος. Κλείσαμε άρον- άρον, το κενό ήταν ολοφάνερο, η απόσταση τεράστια. Δεν με ρώτησε αν ενοχλούσε. Θα του έλεγα ναι.

No comments! Η Cinderella δεν αυτολογοκρίνεται απλά δεν υπάρχει κάτι να σχολιαστεί! Το σχόλιο μιας ανάσας τα λέει όλα: «Α το μαλάκα» . Θυμάσαι;