Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2007

"Η Γυναίκα με τα μαύρα"


Την Παρασκευή μετά από πολύ καιρό αναγκαστικής κλεισούρας πήρα τους δρόμους. Για την ακρίβεια πήρα τα θέατρα και έψαξα για κάτι ξεχωριστό, διαφορετικό και αντισυμβατικό με μια λέξη. Τελικά νομίζω ότι το βρήκα κι έτσι παρακολούθησα μια παράσταση από αυτές που δεν έχουν διαφημιστεί και δεν παίζονται σε κάποιο από τα κεντρικά θέατρα της Πανεπιστημίου ή της Βουκουρεστίου. Είναι από αυτές που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και τελικά πιστεύω ότι θα κερδίσει το κοινό σε πείσμα των σκουπιδιών που μας έχουν κατακλύσει. Είναι «η Γυναίκα με τα Μαύρα». Μια παράσταση που κάθε άλλο παρά εύπεπτη είναι. Κάθε άλλο παρά ελαφριά και χαλαρή. Κι όμως. Έχει τη στόφα και τη μυρωδιά του παλιού ποιοτικού θεάτρου. Έχει τη γεύση αυτή που αφήνει η τόσο άμεση επαφή του ηθοποιού με τον θεατή. Έχει τη μαγεία του θεάτρου και σου την προσφέρει απλόχερα. Οι ερμηνείες του Κέντρου και του Κατρανίδη απλά καθηλωτικές. Η νουάρ ατμόσφαιρα που αποπνέει το έργο και η δραματική πλοκή συγκινούν και δημιουργούν μια ανατριχίλα στον θεατή που διαρκεί παραπάνω από όσο κρατά η ίδια η παράσταση. Βασισμένη στο εκπληκτικό μυθιστόρημα της Suzan Hill που διασκευάστηκε από τον Stephen Mallatratt και αποδόθηκε στα ελληνικά από την Έλενα Ακρίτα, η παράσταση σε μεταφέρει στην Αγγλική επαρχία και σε κρατά καθηλωμένο, συγκλονισμένο και αδύναμο απέναντι σε αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου, αδυνατώντας να καταλάβεις πως σε τύλιξε η ομίχλη, πως είναι δυνατόν να έχεις τόσο έντονη την ψευδαίσθηση ότι βλέπεις τους βάλτους και πως γίνεται να ακούς τη σιωπή της νύχτας. Πρόκειται για μια παράσταση που επί 20 χρόνια έχει καταθέσει το στίγμα της και έχει το δικό της φανατικό κοινό στην Αγγλία. Στο πρώτο της ανέβασμα πριν από 14 χρόνια επί Αθηναϊκού εδάφους, το ρόλο του Αρθουρ Κιπς έπαιξε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Τα υπόλοιπα είναι περιττά. Τελικά αρκεί να κλείσουμε την τηλεόραση και να ανοίξουμε την πόρτα του θεάτρου για να δούμε ότι υπάρχουν ακόμα επιλογές και πολύ καλές μάλιστα. Γιατί όσο ανεβαίνουν ακόμα τέτοιες παραστάσεις κερδίζοντας μέρα με τη μέρα το κοινό τους, κάτι κινείται και κάτι αλλάζει σίγουρα προς το καλύτερο.