Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2007

Της Ποπάρας το κάγκελο

Ντυμένη, στολισμένη, Σάββατο βράδυ στο κέντρο της Αθήνας, Σταδίου και Βουκουρεστίου να περιμένω την κολλητή μου να πάμε θέατρο γιατί ο άρτος και το θέαμα είναι η θεία κοινωνία αυτού του λαού σε αυτή τη χώρα.

Ντυμένη, στολισμένη, Σάββατο βράδυ και το κέντρο κλειστό, από την πορεία της Χρυσής Αυγής. Ο φασισμός με πατριωτική παραλλαγή έτσι για ξεκάρφωμα να περνά μπροστά από τα μάτια μου με ελληνικές σημαίες και φασιστικά σύμβολα, ξεπατικοτούρες της ναζιστικής σημαίας και να απειλεί ότι θα πάρουμε τα Σκόπια και όλη τη Μακεδονία.

Ντυμένη, στολισμένη, Σάββατο βράδυ στο κέντρο της πρωτεύουσας, στην αρχή της καινούργιας χιλιετίας όπου η μόρφωση και η πληροφόρηση τουλάχιστον σε αυτή τη χώρα είναι προϊόν πολλών και η άγνοια δεν είναι δικαιολογία. Και η λήθη δεν καταργεί τα πάσης φύσεως εγκλήματα. Και ο χρόνος δεν σβήνει τις μνήμες.

Άνθρωποι κάθε ηλικίας να μου φωνάζουν σε μένα που έβλεπα την πορεία, να πάω μαζί τους για τη Μακεδονία. Γιατί αυτοί είναι πιο Έλληνες. Αυτοί είναι πιο πατριώτες. Αυτοί μπορούν στο ίδιο χέρι να κρατούν τα σύμβολα του φασισμού και του ελληνισμού και να προχωράνε με ψηλά το κεφάλι. Αυτοί στο δρόμο κι εγώ στο πεζοδρόμιο ντυμένη και στολισμένη. Ένα βήμα μας χώριζε. Ένα τίποτα. Ένα ιδεολογικό και πολιτικό χάσμα. Μονάχα. Γιατί εγώ δεν είμαι σαν αυτούς. Αυτοί είναι πατριώτες και ο αρχηγός τους τον τελευταίο καιρό είναι μια από τις μεγαλύτερες τv περσόνες. Δελτίο δεν βγαίνει χωρίς τη φάτσα του, τη γνώμη του, την εθνικιστική του κορώνα. Κι εγώ ανίκανη να αντιδράσω γιατί δημοκρατία έχουμε, ελευθερία του λόγου αναμφισβήτητα, κλείνω τα αυτιά μου για να μην ακούω, κλείνω με το χέρι μου το στόμα να μην λερώσω το χαλί. Ότι αυτή η ελευθερία του λόγου, αυτή η δημοκρατία έχει ως χρώμα το κόκκινο, αυτό της θυσίας ποιος το προσέχει; Μην ακουμπάς! Λογικά θα πρέπει να έχει στεγνώσει αλλά για καλό και για κακό στρώσε μια εφημερίδα πριν κάτσεις πάνω της.

Οι μπλε κόκκοι της πολιτικής την προηγούμενη εβδομάδα έχασαν ένα παλικάρι στις γυμναστικές επιδείξεις του Στρατού και άφησαν ανενόχλητους τους Τούρκους να κάνουν την καλή πράξη της ημέρας περισυλλέγοντας τον νεκρό πιλότο από τις Σποράδες. Γιατί και το καλοκαίρι ένας Ηλιάκης χάθηκε πάνω από τη Κάρπαθο. Οι πράσινοι κόκκοι σίγουρα θα το θυμούνται γιατί έβαλαν και τον αδερφό του τιμής ένεκεν στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. Αυτό που δεν θα θυμούνται όμως οι πράσινοι κόκκοι είναι το περιστατικό των Ιμίων, τον Οτσαλάν, τους S300. Γιατί ζούμε στη χώρα με την ασθενέστερη μνήμη (κλεμμένη η ατάκα). Κι έτσι ποιος χέστηκε; Το εορταστικό ωράριο ισχύει ή τσάμπα θα πάρω τους δρόμους; Τι ώρα κλείνουν; Τι ώρα ανοίγουν τα μαγαζιά; Θα βρω να παρκάρω;

Η συνταγή της απαξίωσης είναι πολύ εύκολη για μας τους υπολοίπους. Που κρίνουμε άκριτα και θα πρέπει να κριθούμε κάποια στιγμή. Να κάνουμε και την αυτοκριτική μας. Να κοιταχτούμε και στο καθρέφτη. Να φτυστούμε για να μην βασκαθούμε. Γιατί είμαστε τρελές μούρες. Από τη μία αφήνουμε τους εθνικόφρονες να κρατάνε τα σύμβολα του φασισμού και του ελληνισμού στο ίδιο χέρι, να το παίζουνε πατριώτες ενώ από την άλλη ψηφίζουμε κάποιους άλλους που δεν μπορούν να πράξουν ούτε τα αυτονόητα κι ας ζητούν με περισσό θράσος την λαϊκή εντολή και μάλιστα ξεκάθαρη αλλιώς θα συγχυστούν και θα μας καταραστούν να μην ξαναπιάσει η κεραία μας ποτέ εκπομπή του εθνοπατέρα Λιακόπουλου.

Φορώντας τον μασαζοκορσέ του χρόνου, αυτόν που τον φοράς και ξεχνάς εμείς είμαστε αυτοί που ανοίξαμε το καπάκι της λεκάνης που λέγεται πολιτική ώστε να μπουν όλοι αυτοί μέσα στη χαβούζα. Εμείς που ψηφίζουμε. Αυτοί που δεν είμαι απόλυτα σίγουρη αν ξέρουν καν να δένουν τα κορδόνια τους κι έτσι κάθε βράδυ στις ειδήσεις των 8 η συσσωρεμένη αγανάκτηση κάποια στιγμή θα κάνει το μπαμ και θα γίνει της Ποπάρας το κάγκελο. Την Ποπάρα την έχει δει ποτέ κανείς; Ξέρουμε ότι το κάγκελο της θα φέρει σίγουρα αποτελέσματα ή τσάμπα ο κρότος, τσάμπα η ελπίδα; Γιατί πολεμικά αεροπλάνα πέφτουν, παλικάρια σκοτώνονται, η χώρα ξεφτιλίζεται καθημερινά και περιφέρεται σαν την εκδιδόμενη σε δρόμους και πεζοδρόμια αλλά ο λιγότερο πατριώτης περιμένει με τη ρόμπα και τις παντόφλες πότε θα πάει 11 να πέσει να κοιμηθεί έχοντας το άγχος για το διορισμό του παιδιού στο δημόσιο. Ο πατριώτης βαράει τατουάζ με τη σβάστικα στο μπράτσο. Γιατί αυτός τη χώρα την πονάει. Την αγαπάει. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο! Δύο κόσμοι. Δύο φυλές, δύο μέτρα, δύο σταθμά, Ελληνάρες και οι δύο.

Ντυμένη, στολισμένη, Σάββατο βράδυ ήθελα αν μπορούσα εκείνη την ώρα να πατήσω με το τακούνι μου το καζανάκι της πολιτικής και να τους τραβήξει όλους η μαμούτα. Να μείνει η λεκάνη καθαρή. Δεν είμαι πατριώτισσα εγώ. Μια καθαρίστρια είμαι. Και το χάσμα τεράστιο, αγεφύρωτο, σε νησίδες στεκόμαστε από τη μια οι πατριώτες με του χαμαιλέοντα την αμφίεση και τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο , από την άλλη οι πράσινοι και μπλε κόκκοι με μνήμη χρυσόψαρου, από την άλλη εγώ. Μόνη μου. Και η νησίδα παραείναι στενή. Ένα βήμα και βούλιαξα.. Ένα ρημάδι βήμα και θα βρεθώ στα νερά των υπονόμων. Κι από πάνω με απόχες οι πατριώτες και οι πολύχρωμοι κόκκοι να προσπαθούν να με σώσουν. Σκατά.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2007

Lego

Βαριόμουν. Δεν έκανε βαρεμάρα, εγώ βαριόμουν. Δεν έφταιγε η καθηγήτρια, ούτε το μάθημα. Εγώ δεν μπορούσα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου και να παρακολουθήσω. Άκουγα στο περίπου αυτά που έλεγε και χάραζα τη λάκα του θρανίου με το μηχανικό μολύβι ζωγραφίζοντας κουτάκια. Κουτάκια, κουτάκια, μυριάδες κουτάκια. Μικρά, μεγάλα, τετράγωνα, παραλληλεπίπεδα. Εκείνη μιλούσε για οργάνωση επιχειρήσεων και εγώ ζωγράφιζα κουτάκια σαν τα τουβλάκια της lego. Εκείνη μας μιλούσε για οργανογράμματα αλλά εγώ δεν άκουγα ούτε τα μισά, σχεδίαζα κουτάκια lego, σαν αυτά με τα οποία έπαιζα μικρή.

Την ερώτηση όμως την άκουσα. Έσκασε μπροστά μου, έριξε το μηχανικό από τα χέρια μου, με ανάγκασε να σηκώσω το βλέμμα. «Τα προλάβατε τα lego εσείς; Έχετε παίξει με αυτά; Ξέρετε τι είναι;» Πως προέκυψε η ερώτηση αυτή; Πως τέθηκε μέσα στην αίθουσα; Δεν μπορεί, θα παράκουσα. Κι εκεί που πάω να ξαναπιάσω το μολύβι και να συνεχίσω το θεάρεστο έργο μου με τη βεβαιότητα ότι αποκλείεται να είπε αυτό που νόμιζα η καθηγήτρια συνεχίζει «Πρέπει να είστε η τελευταία γενιά που έπαιξε με lego. O γιος μου δεν ξέρει καν τι είναι» κι εκεί μένω αποσβολωμένη. Ανίκανη να πω το οτιδήποτε.

Τα lego ήταν από τα λατρεμένα μου παιχνίδια. Είχα ένα κόκκινο κουβά γεμάτο με αυτά τα πολύχρωμα τουβλάκια και ένιωθα η πιο πλούσια πιτσιρίκα στο κόσμο. Ήταν η περιουσία μου. Το κουτί που μόλις άνοιγα ξεχυνόταν η φαντασία μου. Κατασκευές ολόκληρες, μερόνυχτα στημένες στο χαλί και τα τουβλάκια να τρυπώνουν παντού, κάτω από τα κρεβάτια, κάτω από τους καναπέδες, κάτω, μέσα, εδώ, εκεί, παντού. Κι εγώ έχτιζα, γκρέμιζα, σκόρπαγα και τα άφηνα όλα στο χαλί. Λάφυρο της φαντασίας μου. Δώρο στη μαμά και στο μπαμπά, η βραδινή τους γυμναστική, να ξετρυπώσουν, να μαζέψουν, να φυλάξουν τα πολύχρωμα τουβλάκια. Κυρία μήπως βαριέστε κάθε βραδύ να μαζεύετε τα μικρά τουβλάκια; Κι εκείνα τα σπίτια που έφτιαχνα, εκείνα τα πολύχρωμα κιτσάτα σπιτάκια ήταν η παιδική πλύση εγκεφάλου του μπαμπά για να αγαπήσω κι εγώ το επάγγελμα του. Μωρό, πρώτα έμαθα να κρατάω ευθεία τη μετροταινία και μετά είπα ολοκληρωμένες κουβεντούλες.

Δεν υπάρχουν lego; Κρυφτό το παιδί σας κυρία παίζει; Ποδήλατο ξέρει να κάνει; Κυρία, το πιτσιρίκι σας έχει γυρίσει ποτέ με λασπωμένα γόνατα, γδαρμένους αγκώνες και με ένα χαμόγελο ως παράσημο στο πρόσωπο; Τελικά η ψαλίδα του χάσματος των γενεών μήπως έχει ανοίξει απελπιστικά; Γιατί νιώθω ότι μόλις πέρασα εγώ κάτω από την πόρτα, αυτή έκλεισε ερμητικά, εγκλωβίζοντας όλους τους επόμενους μέσα σε ένα δωμάτιο με ηλεκτρονικά, με κονσόλες, με υπολογιστές και χωρίς lego; Μα χωρίς lego; Και να, τώρα θα κατέβω στην αποθήκη να ψάξω εκείνο το κόκκινο κουβαδάκι που ήταν γεμάτο τουβλάκια. Κάπου θα είναι φυλαγμένο δεν μπορεί. Μήπως κυρία, να ανοίγατε κομμάτι την πόρτα που λέγαμε να μπει φρέσκος αέρας στο δωμάτιο του παιδιού, που είναι γεμάτο με ηλεκτρονικά, κονσόλες, υπολογιστές; Μήπως την επόμενη βδομάδα κι εφόσον το βρω να σας φέρω το κουβαδάκι μου δώρο στον πιτσιρικά σας;

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

Η Cinderella είναι λέρα!


Μετά από πρόσκληση της Βιργινίας, που είναι η προσωπική μου γιατρός και στο γιατρό δεν λέμε ποτέ όχι, παίρνω κι εγώ μέρος στο blogoπαίχνιδο με το avatar. Κι επειδή τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά μια ιστορία θα σας πω, οπότε βολευτείτε στον καναπέ, ανάψτε τσιγάρο και χαλαρώστε.

Ως πιτσιρίκα δεν έβλεπα παιδικά. Τα βαριόμουνα. Δεν με συγκινούσαν και απορούσα πως τα υπόλοιπα παιδάκια ξυπνούσαν από τις 7 τα Σαββατοκύριακα για να δουν κόμικς στην τηλεόραση. Δεν το είχα κάνει ποτέ. Ποτέ όμως και μου φαινόταν αδιανόητο. Τα μόνα παιδικά που με συγκινούσαν ήταν τα στρουμφάκια. Πρόσφατα ένας φίλος μου εξήγησε ότι τα στρουμφάκια είναι μικρογραφία της κομμουνιστικής κοινωνίας με εμφανή τον καταμερισμό της εργασίας για όλους όπου ο Δρακουμέλ αποτελεί το καπιταλιστικό σύστημα που θέλει να βλάψει τα γαλάζια ανθρωπάκια. Αμέσως ενθουσιάστηκα γιατί το μαρξισμό τον έχω μέσα μου και κυρίως γιατί από τα γεννοφάσκια μου είχα μια λανθάνουσα πολιτική κλίση που ως παιδικό ένστικτο με οδήγησε να βλέπω στρουμφάκια και να σιχαίνομαι τα χελωνονιτζάκια, τους παουερ ραντζερς και λοιπές σαχλαμάρες. Βέβαια ο συλλογισμός μου κάπου χωλαίνει αν βάλουμε την παράμετρο της Barbie που λάτρευα αλλά δεν βαριέσαι, κοριτσάκι ήμουν και ήθελα να είμαι ξανθιά.
Φτιάχνοντας το blog είχα στο μυαλό μου το σαλόνι., τους καναπέδες, την μεγάλη μπαλκονόπορτα που βλέπει θάλασσα. Όλα τα είχα σκεφτεί, όλα τα είχα προβλέψει. Μόνο όνομα δεν είχα σκεφτεί. Το κουτάκι εκεί μπροστά μου κενό, να με κοιτά, να το κοιτώ και πάλι να με κοιτά και στο μυαλό μου το απέραντο κενό. Εκεί αποφάσισα να αυτοσαρκαστώ λιγάκι. Εγώ που κάθε είδους σταχτοπούτες τις σιχαινόμουνα στα παιδικά μου χρόνια, αποφάσισα να τις αγκαλιάσω και να γίνω μια από αυτές. Μια σταχτοπούτα που δεν πιστεύει σε πρίγκιπες και πράσινα άλογα. Εκείνο το πρωινό είχα διαβάσει τη συνέντευξη ενός διάσημου παπουτσή. Του Μάνολο ήταν, του Jimmy Choo, θα σας γελάσω. Χώριζε πάντως σε κατηγορίες τις γυναίκες από το νούμερο του παπουτσιού τους. Οι Σταχτοπούτες λοιπόν φοράνε 37 κατά τον παπουτσή. Κι εγώ επίσης. Μια σταχτοπούτα λοιπόν. Ως εικόνα δεν θα μπορούσα να διαλέξω κάτι διαφορετικό Αν και τώρα τελευταία σκέφτομαι να το αλλάξω και να βάλω κάτι άλλο στα πλαίσια του αυτοσαρκασμού που με διέπει ως άνθρωπο! Γιατί τα πιο σπουδαία πράγματα τα είπαμε στ’ αστεία. Και τι είναι τελικά η σταχτοπούτα; Μια παξιμαδοκλέφτρα είναι. Όταν συσχέτισα στο μυαλό μου τη παξιμαδοκλέφτρα με τη σταχτοπούτα ενθουσιάστηκα. Τελικά πιο σωστή επιλογή δεν έπαιζε να κάνω!!!

Παρακαλούνται να παίξουν η Ιφιγένεια και η Τρελοφαντασμένη !!

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2007

Μια politically correct ψωνάρα!

Ένα σχόλιο μου στο blog του λατρεμένου Νdn πυροδότησε μια συζήτηση στο διπλανό σαλόνι του Τζονάκου. Περί πολιτικής ο λόγος και πιο συγκεκριμένα περί Αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Εγώ που σοβαρά έχω να μιλήσω από τις εκλογές του 2000, τότε που όλα τα exit polls έδειχναν νουδου και μόνο η κρατική τηλεόραση έβγαζε πασοκ, θυμάσαι; Μακράν η καλύτερη βραδιά εκλογών. Και σασπένς, και λάθος πανηγυρισμοί από μερικούς και κατήφεια από άλλους και διπλή πίτα με απ’ όλα για μένα που το σουβλάκι και το cheesecake εκείνης της βραδιάς θα μου μείνουν αξέχαστα. Εκείνο το βράδυ μίλησα σοβαρά για πολιτική. Κάτι η ζέστη, κάτι το τζατζίκι, κάτι το νεαρό της ηλικίας και η εφηβεία που περνούσα, ήρθε και έδεσε η κουβέντα. Επτά χρόνια μετά το λάθος επαναλαμβάνεται. Και είναι η πρώτη φορά που καμαρώνω γι’ αυτό. Σε ένα κανονικό σαλόνι όποιος ανοίγει πολιτική συζήτηση, συνήθως σε γιορτές και γενέθλια όπου συγγενείς και φίλοι είναι μαζεμένοι είναι για πυροβολισμό. Οι φωνές μεταξύ θείων αριστερών και δεξιών, δίνουν και παίρνουν. Στο τέλος οι μισοί φεύγουν με μούτρα μέχρι να γίνει η επόμενη γιορτή όπου θα ξαναβρεθούν και θα φωνάξουν για πολιτικά λέγοντας ο καθένας τα δικά του και χωρίς να ακούει λέξη από το συνομιλητή του. Αθάνατη ελληνική πολιτικοποιημένη κοινωνία! Εδώ, στα διαδικτυακά σαλόνια οι συζητήσεις έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα. Γιατί ο γραπτός λόγος μένει και για να γράψει κάποιος πρέπει πρώτα να διαβάσει! Χλίδες με λίγα λόγια! Εγώ λοιπόν ξεκίνησα μια ολόκληρη πολιτική συζήτηση και σοβαρή μάλιστα. Τρομάρα μου! Η ψωνάρα! Δείτε και πείτε.

Κι επειδή σε ένα blog μιας politically correct ψωνάρας αθλητικά και πολιτική δεν χωράνε, εγώ κάνω την ανατροπή. Χτες η ομαδάρα σάρωσε και σε τούτο το τίμιο σαλόνι μια αφισούλα είναι ότι πρέπει. Τάκη Λεμονή σε λατρεύω!!


Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Σκέψεις ενός ξενυχτισμένου μυαλού…


Μύθος. Μέγας και τρανός. Μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και περνάει από στόμα σε στόμα. Συντηρείται από τις ταμπέλες «ανοιχτό όλο το 24ωρο». Ψέμα. Απροκάλυπτο. Δεν το ήξερα. Δεν μου είχε χρειαστεί ποτέ. Χτες το χρειάστηκα και χτες το έμαθα. Το βενζινάδικο στις 12 το βράδυ. Και έμαθα ότι τα βενζινάδικα είναι σαν τα φαρμακεία. Εφημερεύουν εναλλάξ. Και κόντεψα να ζήσω το σουρεάλ σκηνικό χτες, να έχει μείνει το αυτοκίνητο στη Μεσογείων κι εγώ με τη γόβα τη δεκάποντη να σπρώχνω και να σιχτιρίζω το φεμινιστικό κίνημα και τις ατάκες «είμαι ο άντρας της ζωής μου» που τις έχω χρησιμοποιήσει κι εγώ κατά καιρούς, ενώ γύρω μου όλα τα βενζινάδικα να είναι κλειστά. Ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε μόνο να το φανταστώ.
Ξεκινώ και ανάβει λαμπάκι πορτοκαλί, αυτό του άγχους το πορτοκαλί. Του πανικού. Που δεν το περνάς στο ντούκου. Που το βλέπεις και σε λούζει κρύος ιδρώτας. Που είναι το κατάλληλο για τα πιο εφιαλτικά σενάρια. Γυναίκα, μόνη μένει στη μέση της νύχτας, στη μέση του δρόμου από βενζίνη. Και όλα τα βενζινάδικα κλειστά. Όλα. Μόνο η ταμπέλα «ανοιχτό όλο το 24ωρο» ήταν αναμμένη. Παράκρουση. Το κακό είναι ότι όλα τα άλλα μπορώ να τα αντιμετωπίσω. Έχω ξεμπλοκάρει τρεις φορές το συναγερμό που μπλόκαρε το immobilizer ανοίγοντας μηχανή και παίρνοντας τηλεφωνικές οδηγίες. Έχω πάθει δύο φορές λάστιχο μέσα σε τέσσερα χρόνια και την έχω βγάλει λάδι. Από βενζίνη δεν έχω μείνει. Το παραδέχομαι. Εντάξει, το ξέρω. Εγώ φταίω που το άφησα να στερέψει. Το ξέρω. Αλλά κάτι τα τρεχάματα, κάτι οι σκοτούρες, το ξέχασα. Ευτυχώς έφτασα σπίτι και πάρκαρα κιόλας. Βενζίνη ακόμα όμως να βάλω!
................................................................................................

Είναι νόμος. Κάθε φορά που θες ταξί, αυτό να μην περνά. Να σε προσπερνά. Να μη σταματά. Και μετά το σκηνικό του αμαξιού που το άφησα σε Parking να γυρεύω μαζί με την παρέα μου ταξί στην Πειραιώς στις πέντε το πρωί. Η δική μου παρέα και πολλές άλλες. Και το τραγικό δεν είναι ότι ήταν 5 το πρωί, ούτε ότι δεν πέρναγε ταξί. Το τραγικό ήταν οι άλλες παρέες. Όχι η δική μου, οι άλλες. Που είχαν βγει από τον Πλούταρχο. Που δεν έχουν σπίτι, δεν έχουν ελπίδα και δεν θα τους κλάψει καμιά πατρίδα. Όχι, εδώ σε θέλω. Παίρνεις εσύ το ταξί άμα δίπλα σου περιμένει ο χαροκαμμένος, νταλκαδιασμένος, πονεμένος νέος που όχι μόνο έχει πάει Πλούταρχο και τον έχει πληρώσει έναντι 160 € η φιάλη για να πονέσει και να κλάψει, περιμένει και αυτός ταξί στις 5 το πρωί; Δεν υπάρχει μια προτεραιότητα; Δεν θα πρέπει να υπάρχει; Δηλαδή εγώ που χτυπιόμουν στο χορό στο διπλανό club και αυτός που χτυπιόταν από τη καψούρα είμαστε ίδιοι; Έχουμε τις ίδιες ανάγκες; Τότε γιατί να πάρουμε το ίδιο ταξί;
...................................................................................................

Και στο ενδιάμεσο γνωρίζεις ένα παιδί. Που είναι γλυκό, που είναι καλό, που έχει τις χάρες όλες. Και όμορφο τον λες και έξυπνο και συμπαθητικό. Και σου αρέσει και του αρέσεις και χαίρεσαι και χαίρεται και γενικά είστε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα. Αλλά έχει ένα αρνητικό. Ένα, που κάνει για πολλά και επισκιάζει όλα τα θετικά. Πριν από σένα την είχε πέσει στη Ντεπούλα και πιο πριν στο Τινάκι και αμέσως πιο πριν στο Σουζάκι ενώ κάτι έχει κάνει και με το Μελινάκι και την Κατιούλα. ( Όχι το ίδιο βραδύ ρε μάτια μου, είπαμε όχι κι έτσι!) Οι περισσότερες μάλιστα έχουν ενδώσει στη γοητεία του. Ελάχιστες έχουν πει όχι και καμία δεν έχει κάνει σχέση μαζί του. Όλες αυτές όμως δεν είναι μόνο ονόματα στη λίστα των κατακτήσεων του. Εσύ τις ξέρεις. Τις γνωρίζεις. Με μερικές κάνεις παρέα. Με άλλες έχει βρεθεί, έχεις συστηθεί και έχεις ανταλλάξει μερικές κουβέντες. Και είναι τραγικό. Σοκάρεσαι, φρικάρεις και σκέφτεσαι αυτό το μαλακομαγνήτη που έχεις πάνω σου που μπορείς να τον ξεφορτωθείς; Εσύ. Όχι εγώ.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007

Η Έλλη - το τέλος της ιστορίας

Η πόλη είχε αρχίσει να ξυπνά σιγά- σιγά και το μαύρο της νύχτας παραχωρούσε αργά και πεισματικά τη θέση του σε ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Ήταν μόλις ένα εξάμηνο στη Νέα Υόρκη αλλά ένιωθε ότι είχε βρει ένα λιμάνι να δέσει. Εδώ, στη Νέα Υόρκη ξένη ανάμεσα σε ξένους ένιωθε ότι ξεκινούσε ξανά. Σε λευκή κόλλα με ξυσμένο μολύβι θα αποτύπωνε τη δική της αλήθεια, θα ζωγράφιζε τη δική της ζωή. Πάντα λάτρευε του ύπνο αλλά σε αυτή την πόλη που δεν κοιμόταν ποτέ είχε αποβάλλει αυτή τη συνήθεια. Λάτρευε να ξυπνά νωρίς και να μένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι δίπλα στον άντρα που σαν παιδί κοιμόταν κρατώντας τη σφιχτά αγκαλιά. Η ανάσα του οικεία, και η αγκαλιά του ούτε στο ελάχιστο αποπνικτική. Η Έλλη είχε εδώ και καιρό πέσει στα δίχτυα του έρωτα και το απολάμβανε.

Οι μήνες πέρασαν πολύ γρήγορα μετά από εκείνο το ατυχές συμβάν και η ώρα του πτυχίου της δεν καθυστέρησε ούτε εξάμηνο. Η Έλλη είχε όλη τη ζωή στα χέρια της και τα όνειρα της, παντιέρες για το μέλλον. Δεν είχε άγχος και οι ανησυχίες που στοίχειωναν τα όνειρα των συνομιλήκων της δεν την είχαν αγγίξει ποτέ. Αμέσως μετά το πτυχίο η πρόταση του καινούργιου καθηγητή για μετεκπαίδευση στην Αμερική, σε ένα από τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια, φυσικά με τη δική του βοήθεια ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη. Η Έλλη άδραξε την ευκαιρία χωρίς μικροσυναισθηματισμούς και αμφιβολίες και δεν δίστασε ούτε λεπτό να πάρει την απόφαση που θα της άλλαζε για πάντα τη ζωή. Ο ίδιος ο καθηγητής δεν είχε ζητήσει τίποτα παραπάνω από τα αυτονόητα και ήταν πολύ πιο ξύπνιος από τον προηγούμενο ώστε να μην μπλέξει ερασιτεχνικά με καταστροφικές συνέπειες για τον ίδιο. Ήξερε τι ζητούσε και μπορούσε να το πάρει χωρίς συναισθηματικές γιρλάντες και περιτύλιγμα. Και η Έλλη ανακουφισμένη και πολύ πιο ώριμη ήξερε ότι τα ίδια λάθη δεν θα τα έκανε ξανά.

Ο Αλέξης βρέθηκε στο δρόμο της ένα μήνα μετά την άφιξη της στη Νέα Υόρκη. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα που ψιλόβρεχε η Έλλη δέχτηκε μια πρόσκληση από μια Ελληνίδα συμφοιτήτρια της για ένα πάρτυ που θα γινόταν στο χώρο του πανεπιστημίου. Στην αρχή σκέφτηκε ότι το πάρτυ θα ήταν μια αποτυχία κι αυτή θα έχανε το χρόνο της ενώ το επόμενο πρωί θα έφτανε ο κύριος καθηγητής από την Αθήνα για να περάσουν το τριήμερο μαζί. Κι όμως, η κλεισούρα των τελευταίων εβδομάδων την ανάγκασε να το ξανασκεφτεί. Στην τελική δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Φόρεσε ένα στενό, μαύρο βελούδινο φόρεμα και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια από aquamarine. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό.

Ο Αλέξης ήταν διδακτορικός φοιτητής σε παρεμφερές αντικείμενο με την Έλλη, νέος, ωραίος και πολύ έξυπνος. Προερχόταν από μια εύπορη Αθηναϊκή οικογένεια και τα λεφτά δεν υπήρξαν ποτέ πρόβλημα γι’ αυτόν. Η διαφορά του ανάμεσα σε όλους όσους ήθελαν την Έλλη ήταν ότι εκείνος δεν το έδειξε και φυσικά δεν την κυνήγησε. Μόλις μπήκε στην αίθουσα όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω της. Όλα, εκτός από τα δικά του. Μια φευγαλέα ματιά τον έπεισε ότι η κοπέλα ήταν μοναδική και η συμπεριφορά του θα πρέπει να είναι ξεχωριστή ώστε να την κερδίσει. Τελικά δεν χρειάστηκε να κοπιάσει πολύ. Η Έλλη έπεσε από μόνη της στην παγίδα και έμεινε σαν να μην είχε λείψει από εκεί μέσα ποτέ.

Και να που πέντε μήνες μετά η σχέση αυτή είχε σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα της. Και να που ζούσαν μαζί, σαν από πάντα, ερωτευμένοι, ευτυχισμένοι, κομμάτια ενός παζλ που ταίριαξαν αμέσως. Η Έλλη σχεδόν αμέσως μετακόμισε στο ευρύχωρο διαμέρισμα του, στον 40 όροφο ενός ουρανοξύστη με θέα ολόκληρο το Μανχάταν. Το διαμέρισμα της δεν το είχε αφήσει. Δυστυχώς για εκείνη η παραμονή της στο πανεπιστήμιο εξακολουθούσε να εξαρτάται από τον κύριο καθηγητή και τις διαθέσεις του. Δεν ήταν φορτικός, εκείνη όμως ένιωθε φορτίο βαρύ στις πλάτες της τα δανεικά φτερά που της είχε δώσει. Και ξαφνικά το αντάλλαγμα δεν το άντεχε πια. Η Έλλη πολύ απλά ήταν ερωτευμένη και αυτή την παράμετρο δεν την είχε φανταστεί ποτέ ώστε να την περιλάβει στους ψυχρούς υπολογισμούς της. Υπήρχαν σαββατοκύριακα που εξαφανιζόταν γιατί ο κύριος καθηγητής έφτανε στη Νέα Υόρκη κι απρόσμενα είχε αρχίσει να έχει διεκδικήσεις και αιτήματα αντίθετα με τους όρους του «συμβολαίου» που είχαν συνάψει…

Τέσσερις μήνες αργότερα και ενώ το καλοκαίρι όδευε προς το τέλος του η Έλλη αισθανόταν μια απέραντη ευτυχία. Είχαν ήδη επιστρέψει στη Νέα Υόρκη και ανακαίνιζαν το διαμέρισμα τους με καινούργιες κουρτίνες, φωτεινά χρώματα και ένα τεράστιο κρεβάτι. Οι διακοπές στα ελληνικά νησιά με τον Αλέξη ήταν ένα παραμύθι. Και ευτυχώς για κείνη ο κύριος καθηγητής ήταν πολύ απασχολημένος με τις οικογενειακές του διακοπές ώστε να την συναντήσει παραπάνω από μια φορά κι αυτή ούτε καν τη θυμάται. Τόσο σύντομή και τόσο συννεφιασμένη ήταν μέσα στο ηλιόλουστο καλοκαίρι της ζωής της.

Κι όμως. Η λιακάδα πριν από την καταιγίδα ήταν εκεί. Η μπόρα στη ζωή της μόλις τώρα θα ξεσπούσε. Η Έλλη δεν μπορούσε να φανταστεί πως η ευτυχία της θα άλλαζε ξαφνικά όψη. Ήταν μόλις λίγες μέρες αλλά ένιωθε ένα περίεργο συναίσθημα. Δεν είχε ναυτίες, δεν είχε εμετούς. Ένα παράξενο μόνο συναίσθημα. Έκανε το τεστ εγκυμοσύνης το οποίο βγήκε αρνητικό. Αλλά και πάλι το συναίσθημα εκεί. Περίεργο και εχθρικό. Ένας φόβος τεράστιος, ανεξήγητος, περίεργος, χωρίς λόγο ύπαρξης, φωλιασμένος μέσα της. Αποφάσισε να επισκεφθεί ένα γιατρό και να μην αφήσει τους φόβους της να την κυριεύσουν. «Είστε έγκυος, μα πως γίνεται να μην το έχετε καταλάβει; Διανύετε ήδη την έβδομή εβδομάδα. Τα τεστ δεν είναι πάντα έγκυρα, πάντως είστε έγκυος.». Αποφάσισε το ίδιο κιόλας βράδυ να το πει στον Αλέξη. Χωρίς εισαγωγή και πρόλογο έτσι απλά, έτσι όπως έγινε. Του το είπε ήρεμα, σχεδόν γλυκά, τρυφερά. Την αντίδραση του ούτε στα χειρότερα της όνειρα δεν είχε φανταστεί. Η αντίστροφη μέτρηση μόλις είχε ξεκινήσει. Τα μάτια του άστραψαν, σαν κεραυνοί. Το χαστούκι του σαν πάγος την έκοψε στα δυο. Η τελευταία του κουβέντα πριν τη βγάλει σηκωτή από το σπίτι τους που ξαφνικά είχε ξαναγίνει δικό του ήταν καταπέλτης για τα όνειρα της «Κρίμα καρδιά μου που κρατήσαμε μυστικά ο ένας από τον άλλο. Είναι υπέροχο που είσαι έγκυος αλλά αυτό το παιδί δεν θα μπορούσε να είναι δικό μου».

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

Η Έλλη

Όταν μπήκε στο αμφιθέατρο οι ματιές όλων έπεσαν πάνω της ενώ τα σκουντήγματα και τα σφυρίγματα έδιναν κι έπαιρναν. Ακόμα κι ο καθηγητής έχασε τον ειρμό της διδασκαλίας του για λίγα λεπτά. Κανείς όμως δεν το παρατήρησε γιατί όλοι ήταν απασχολημένοι με εκείνη. Ίσως ήταν ένα από τα πιο όμορφα πλάσματα με μαγική και σπάνια λάμψη. Πράσινα σμαραγδένια μάτια, και ένα τεράστιο χαμόγελο κοσμούσαν το πρόσωπό της ενώ τα πυρόξανθα μακριά μαλλιά χύνονταν ατίθασα στους ώμους της. Φορούσε ένα ξεπλυμένο τζιν, μια λευκή μπλούζα και ένα λαδί παλτό. Προχώρησε ατάραχα σαν όλος ο θόρυβος γύρω της να μην υπήρχε κι έκατσε σε ένα έδρανο στο μέσον της αίθουσας. Έβγαλε μερικές κόλλες από τη τσάντα της και ξεκίνησε να παρακολουθεί τη διάλεξη του καθηγητή.

Η Έλλη γεννήθηκε σε ένα χωρίο του Θεσσαλικού κάμπου και υπήρξε το τελευταίο από τα πέντε παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας. Δεν ήταν μόνο το στερνοπούλι άλλα και το μοναδικό κορίτσι ανάμεσα σε τέσσερις αδερφούς. Η Έλλη δεν έμοιαζε φυσιογνωμικά σε κανέναν από την οικογένεια της. Κυρίως όμως δεν έμοιαζε στο μυαλό και στη κλίση που είχε για τα γράμματα.

Η συγκεκριμένη σχολή ήταν η πρώτη της επιλογή και ενώ η Έλλη τυπικά άνηκε σε μια πολυπληθή οικογένεια που τα έφερνε πολύ δύσκολα βόλτα εκείνη είχε μεγαλώσει σαν μοναχοπαίδι και με όλες τις ανέσεις. Έτσι και το πανεπιστήμιο ήταν μια καθαρά δική της απόφαση που την ανακοίνωσε και δεν τη συζήτησε. Φυσικά οι δικοί της που είχαν αυτό το κρυφό όνειρο δέχτηκαν την προσταγή της με περισσή χαρά.

Και να που λίγους μήνες μετά, η Έλλη ήταν φοιτήτρια στην πρώτη της επιλογή φορώντας ένα λαδί παλτό και την αυταρέσκεια της ως κόσμημα. Τα χρόνια της φοιτητικής της ζωής τσουλούσαν πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι η ίδια περίμενε. Άριστη φοιτήτρια, με αξιοζήλευτους βαθμούς και με εξωσχολικές παρέες που ποτέ δεν έγιναν γνωστές στους συμφοιτητές της. Μέσα στη σχολή ήταν ευγενική και χαμογελαστή αλλά πάντα τυπική και σε μεγάλο βαθμό απόμακρη. Στα πάρτυ που γινόντουσαν δεν πήγαινε ποτέ και φυσικά ούτε στις εκδρομές. Κανείς δεν ήξερε τίποτα παραπάνω γι’ αυτή απ’ ότι η ίδια έλεγε και άφηνε να μαθευτούν.

Τρία χρόνια μετά την είσοδο της στη σχολή ένα σκάνδαλο ταρακούνησε την ακαδημαϊκή κοινότητα και το φοιτητικό κόσμο. Ένας από τους πιο αγαπητούς και με διεθνή φήμη και κύρος καθηγητής κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση. Στο κατηγορώ η Έλλη. Στο κατηγορητήριο ένας οικογενειάρχης, πατέρας δύο παιδιών. Η Σύγκλητος αποφάσισε με «τηλεοπτική» διακριτικότητα να εξετάσει το ζήτημα. Η πλευρά της Έλλης ήταν σαφής και λακωνική. «Με παρενόχλησε με αντάλλαγμα τα θέματα των εξετάσεων στα μαθήματα του και τους άριστους βαθμούς που θα τα συνόδευαν.» Η δική του δήλωση ήταν πολύ πιο ακραία και άφησε άναυδη την εξεταστική επιτροπή: «Είχαμε δεσμό εδώ και δύο χρόνια, είχαμε δικό μας σπίτι και κοινή ζωή που δεν γνώριζε κανείς. Όταν της ζήτησα να σταματήσει όλο αυτό για να γυρίσω στην οικογένεια μου και στα παιδιά μου, μου ορκίστηκε ότι θα με εκδικηθεί». Τα μέλη της Συγκλήτου πίστεψαν τον καθηγητή όμως δεν μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά. Τον ανάγκασαν σε παραίτηση ενώ δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν κάποια σοβαρή κατηγορία εναντίον της Έλλης ώστε να εφαρμοστούν και για κείνη κυρώσεις.

Η Έλλη για λίγες εβδομάδες εξαφανίστηκε από τη σχολή. Κάνεις δεν ήξερε αν έφυγε ή αν ήταν μια προσωρινή υπαναχώρηση έως ότου ανασυνταχθεί. Κι ένα βροχερό πρωινό σε ένα υποχρεωτικό εργαστηριακό μάθημα η Έλλη εμφανίστηκε. Απαστράπτουσα και λαμπερή με ένα πράσινο πουκάμισο που τόνιζε ακόμα περισσότερο τα μάτια της και ένα μαύρο παλτό που της πήγαινε υπέροχα κατέβηκε τα σκαλάκια αγνοώντας τα γνώριμα σκουντήγματα και σφυρίγματα. Έβγαλε μερικές κόλλες από τη τσάντα της και ξεκίνησε να παρακολουθεί τη διάλεξη του καινούργιου καθηγητή. Η ώρα πέρασε γρήγορα και το μάθημα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Στο διάλλειμα η αίθουσα άδειασε, οι περισσότεροι βγήκαν για ένα τσιγάρο στο διάδρομο, ελάχιστοι έμειναν μέσα και ο καινούργιος καθηγητής τακτοποιούσε τις σημειώσεις του ώστε να αποχωρήσει. Η Έλλη σηκώθηκε και με αποφασιστικό βήμα κατέβηκε τα σκαλιά ως την έδρα για να λύσει ορισμένες απορίες και να ζητήσει την επιείκεια του καινούργιου καθηγητή για τα μαθήματα που έχασε καθώς ο πατέρας της πέθανε και έπρεπε να συμπαρασταθεί στη μητέρα της. Ο καθηγητής της χαμογέλασε και της υποσχέθηκε να την βοηθήσει ώστε να καλύψει τον χαμένο χρόνο. Εξάλλου πρώτα είμαστε άνθρωποι και μετά επιστήμονες της τόνισε. Η Έλλη τον ευχαρίστησε θερμά.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2007

Η κυρία του κυρίου τα Χριστούγεννα


Την κοίταζα ώρα στην τηλεόραση και τη χάζευα. Ταγιέρ κόκκινο, της φωτιάς, χτυπητό, είχε και η μαμά μου ένα τέτοιο πριν από περίπου 15 χρόνια που το είχε ράψει για το γάμο του θείου αλλά πολύ κόκκινο. Μαλλί κομμωτηρίου με πολύ λακ επάνω. Πολύ όμως. Την κοίταζα και σκεφτόμουν ότι αποκλείεται να έχει τόση λακ στο κεφάλι και να μην την πιάνει φαγούρα. Επιπλέον είχε στο πρόσωπο καρφιτσωμένο το τυπικό χαμόγελο που πάντα και απαραιτήτως συνοδεύεται με κενό βλέμμα και ταιριάζει με το επάγγελμά της. Είναι η κυρία του κυρίου. Η συγκεκριμένη είναι μάλιστα η πρώτη κυρία του κυρίου πλανητάρχη που στόλισε χτες το Λευκό οίκο με χιλιάδες λαμπιόνια και χριστουγεννιάτικα δέντρα και μπουφέδες με φαγητά και με γλυκά. Και πολύ χάρηκα. Γιατί εγώ γενικά τα Χριστούγεννα τα βιώνω με ένα αίσθημα ενοχής που έχω περισσότερα από τα βασικά ενώ υπάρχουν παιδιά που έχουν πολύ λιγότερα από τα βασικά. Εγώ τις γιορτές μελαγχολώ που ο Άγιος Βασίλης θα επισκεφθεί μόνο τα παιδιά που έχουν σπίτι, που έχουν καμινάδα ώστε να περάσει από μέσα, που έχουν στολίσει δέντρο ώστε αυτός να αφήσει τα δώρα του από κάτω. Και τα άλλα παιδιά; Που είναι πολλά; Που δεν έχουν πολλά και κυρίως δεν θα ζήσουν τη χαρά του χριστουγεννιάτικου δέντρου και του πρωτοχρονιάτικου δώρου; Εκείνα τα παιδιά που υπάρχουν γιατί κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε; Βέβαια η κυρία του κυρίου έχει κι αυτή παιδιά και ίσως στόλισε τον οίκο για να τα ικανοποιήσει. Αλλά όσο κοίταζα το θεόρατο χριστουγεννιάτικο δέντρο εγώ δεν σκεφτόμουνα τα δικά της παιδιά. Σκεφτόμουνα τα άλλα παιδιά. Που δεν έχουν γονείς, που δεν έχουν τα απαραίτητα, που σε αυτό τον κόσμο τυπικά και σκληρά έχουν χαρακτηριστεί παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Που ζουν μέσα στη φτώχεια, μέσα στην ανέχεια, βιώνουν την κακοποίηση, ζουν πολέμους, νιώθουν από τη πρώτη μέρα της ύπαρξης τους ότι η ζωή σε αυτούς δεν θα χαριστεί γιατί η ζωή γι’ αυτούς είναι σκληρή και άδικη. Και είναι τόσο βάναυσο όλο αυτό. Γιατί είναι παιδιά. Παιδιά γεμάτα ζωή, παιδιά γεμάτα αθωότητα, παιδία γεμάτα με τη σοφία και την ελπίδα αυτού του κόσμου. Παιδιά Και όση ώρα έβλεπα την κυρία του κυρίου να χαμογελά πλαστικά σκεφτόμουνα το γαϊτανάκι του Κηλαηδόνη


«Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.»

Σκεφτόμουνα όλα τα παιδιά και χαμογέλασα. Γιατί σίγουρα η διακόσμηση και η εικόνα που χάζεψα αγοράστηκε. Η ζεστασιά όμως; Η θαλπωρή; Η συνείδηση; Κι εκεί κάπου κατάλαβα ότι η εικόνα και η συνείδηση δεν συμβαδίζουν πάντα. Η εικόνα ξεγελά, η συνείδηση αποκοιμίζεται, Η αγάπη όμως; Η αγάπη όμως είναι αυτή που γεμίζει τα κενά. Τα κενά του χριστουγεννιάτικού δέντρου και του πρωτοχρονιάτικου δώρου γιατί η Γλυκερία σε ένα στίχο είχε κλείσει τη μεγαλύτερη αλήθεια

«Κι αυτό που θα 'θελα μονάχα, στην ουσία
ένα φιλί από της μάνας μου το στόμα»

Καλό μήνα να έχουμε!