Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

Σχέση παρκαρίσματος

Σαν μια προσπάθεια για παρκάρισμα. Όχι στο περίπου, όχι γενικά και καθόλου αόριστα. Ακριβώς έτσι είναι μια σχέση. Κάθε σχέση, οποιασδήποτε υφής και γεύσης. Όλοι μας, ακόμα κι αν δεν έχουμε δίπλωμα, οδηγούμε ένα όχημα. Η σχέση είναι ο χώρος. Η προσπάθεια που καταβάλλουμε να παρκάρουμε αποτελεί το χτίσιμο αυτής. Τόσο απλά, τόσο γλαφυρά, ίσως και πεζά αλλά σίγουρα μεταφορικά. Και αμφίδρομα. Ακριβώς γιατί ο χώρος αποτελεί τη γέφυρα που η αντίπερα όχθη ρίχνει προς το μέρος μας για να την πλησιάσουμε και να παρκάρουμε.

Κάθε θέση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Κάθε σχέση αναμφίβολα. Άλλες βρίσκονται σε πολύβουους δρόμους, πολύ κοντά ή ακριβώς εκεί που θέλουμε. Από πίσω ανυπόμονοι οδηγοί κορνάρουν, βρίζουν ενώ εμείς προσπαθούμε να παρκάρουμε. Με άγχος, με αγωνία, με μια δόση υπεροψίας. Άλλες πάλι είναι πολύ στενές. Ακόμα χειρότερα αν βρίσκονται και πάλι σε δρόμο με μεγάλη κίνηση. Άλλες θέσεις σε αναγκάζουν να καβαλήσεις πεζοδρόμιο. Να ζορίσεις το όχημα, να ζοριστείς εσύ. Το βλέπεις, το βλέπω. Αξίζει…γαμώτο. Αυτές οι θέσεις, αυτές οι σχέσεις, αυτά τα παρκαρίσματα είναι που μας ιντριγκάρουν. Το γεγονός ότι πολλές θέσεις – πάντα – παρκαρίσματος δεν είναι για τα κυβικά του οχήματος ας πάει στο καλό.

Κι αν τον πρώτο καιρό που το δίπλωμα είναι ακόμα ζεστό, κάποιες θέσεις προσπερνιούνται από φόβο, από τρόμο, από βαρεμάρα, όταν στα πόδια προστεθούν πολλά χιλιόμετρα, πολλά παρκαρίσματα σε μακρινές περιοχές, πολλοί γρατζουνισμένοι προφυλακτήρες…τα πράγματα σκουραίνουν επικίνδυνα. Μπορεί το νεαρό της ηλικίας να δικαιολογούσε τις στραβοτιμονιές, γιατί ναι, σε μικρή ηλικία πήραμε το δίπλωμα, αλλά όσο τα χρόνια περνούν, τόσο ένα καλό παρκάρισμα αποδεικνύει την αξία του οδηγού. Στην τελική, το ζήτημα είναι πως τα θέλω μεταβάλλονται, τα χρόνια περνάνε, οι προτεραιότητες αλλάζουν, και η ζωή μας κάνει πιο απαιτητικούς. Γιατί η ρουφιάνα η ζωή δεν υπακούει σε νόμους και έχει γραμμένους κάθε λογής τροχονόμους και κώδικες.

Κι είναι κάθε φορά, κάθε παρκάρισμα τόσο ξεχωριστό, τόσο μοναδικό, που διαγράφει όλα τα παρκαρίσματα του παρελθόντος. Αφήνει μόνο την εμπειρία ώστε να μην γίνουν τα ίδια λάθη. Λίγο πιο κοντά, λίγο πιο δεξιά, κόφ’ το αριστερά…μάταιος κόπος. Αποτελεί το παρκάρισμα μια από τις ελάχιστες διαδικασίες…που δεν μαθαίνεται, δεν συνταγογραφείται, δεν αποστηθίζεται τυφλοσούρτη. Κάθε θέση ξεχωριστή, κάθε σχέση αλλιώτικη. Αν δεν παιδευτείς, αν δεν κουραστείς, αν δεν ζοριστείς, πολύ απλά θα παρκάρεις πολύ μακριά. Στις θέσεις – αλάνες. Χιλιόμετρα μακριά από τον στόχο. Μίλια μακριά από τον σκοπό.

Το πιο βασικό είναι όμως πως όσο διαρκεί μια σχέση, κρατά και το παρκάρισμα. Μπορεί κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσεις πως οι ανάγκες, τα θέλω, οι επιθυμίες αλλάζουν. Τότε και πάλι…ξεπαρκάρεις με προσοχή. Χαιρετάς τη θέση που σε φιλοξένησε. Κρατάς το συναίσθημα της πρώτης φοράς, της προσπάθειας, του συναισθήματος. Σίγουρα, σε λίγα ή πολλά χιλιόμετρα παρακάτω μια άλλη σχέση θα σου κλείσει το μάτι. Θα σε αναγκάσει να πατήσεις αλάρμ, να ξεφυσήσεις στιγμιαία και να ξεκινήσεις την διαδικασία του παρκαρίσματος. Που κάθε φορά είναι όπως την πρώτη φορά.

Κι αυτό που με αγχώνει, πλέον σε πρώτο ενικό εκμυστήρευσης είναι πως η άγνοια κινδύνου που εγώ κουβαλώ, δεν δόθηκε δώρο με το δίπλωμα, δεν διδάχτηκε σε κανένα βιβλίο οδήγησης…φοβάμαι ότι απλά είναι γονιδιακό κουσούρι, σφάλμα του κατασκευαστή…

Αφιερωμένο …

Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2008

Από τον Ελευθέριο...στον Ευάγγελο

Από την μεταπολίτευση και μετά, το πολίτευμα είναι εμφανές και ας διαφωνούν ορισμένοι. Βασιλευομένη δημοκρατία. Πιο βασιλευομένη δεν γίνεται. Δημοκρατία έστω, με την ευρεία έννοια του όρου, ας μην τα χαλάσουμε εδώ.
Από το Γέρο της Δημοκρατίας με τους πύρινους πολιτικούς λόγους, στον γιο Ανδρέα με την εξίσου μεγάλη πολιτική πειθώ που καθήλωνε τα πλήθη, στον εγγονό Γιωργάκη, πρόεδρο της Διεθνούς Σοσιαλιστικής, που αγαπά το ποδήλατο αλλά στον προφορικό ελληνικό κατά προτίμηση λόγο έχει μια μικρή δυσκολία΄ και από τον θείο Κωνσταντίνο Καραμανλή, στον ανιψιό Κωστάκη λάτρη του Μπαϊρακτάρη, ένα είναι βέβαιο. Το βασίλειο πάει προίκα, η καρέκλα και το χρίσμα δίνονται από πατέρα σε γιό ή από θείο σε ανιψιό αλλά το χάρισμα δεν είναι κληρονομικό. Αυτό αποδεικνύουν περίτρανα οι τελευταίοι στρατηλάτες ή αλλιώς οι wannabe πολιτικοί, προς το παρόν μόνο πολιτικάντηδες.
Και μπορεί ο Σημίτης να μην είχε μπαμπά ή θείο Σημίτη πρωθυπουργό, είναι όμως ο μόνος Κινέζος που κυβέρνησε την Ελλάδα. Για τον Μητσοτάκη πάλι ούτε λόγος. Τα παιδιά του πήραν προικώον αρκετά στρέμματα στο Ακρωτήρι με θέα όλο τον κόλπο της Σούδας και μια λαμπρή πολιτική καριέρα. Η Ντόρα κατά ειρωνεία αναμφισβήτητα της τύχης προσπαθεί σήμερα να μπαλώσει αυτό που ο μπαμπάς της δεκαπέντε χρόνια πριν είχε ευθαρσώς δηλώσει πως κανείς δεν θα θυμάται σήμερα.

Ακόμα όμως και εκεί που δεν εμπλέκεται η συγγένεια, προκύπτει η συνωνυμία. Κάποια ανώτερη δύναμη γνωρίζοντας την πετριά των Ελλήνων αναμειγνύει πολιτικούς του χτες με καταγωγή από την Κρήτη, με Θεσσαλονικιούς πολιτικούς του σήμερα. Κι έτσι ο Ελευθέριος συνάντησε τον Ευάγγελο. Ο Κρητικός πολιτικός που δραστηριοποιήθηκε σε περιόδους δύσκολες για τη χώρα, με προεξέχουσες την Κρητική Επανάσταση, τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, την αυταπάτη για μια Μεγάλη Ελλάδα έδωσε το χέρι του σε έναν από τους σημαντικότερους Υπουργούς των Κυβερνήσεων του Πασοκ, του μόνου που μέχρι στιγμής έχει χάσει πανηγυρικά από το Γιωργάκη. Κι ενώ το επίθετο και οι σπουδές στην Νομική μπορεί να είναι το κοινό τους χαρακτηριστικό, το χάσμα είναι αγεφύρωτο μεταξύ της Μεγάλης Ιδέας που καλλιέργησε ο καθένας ξεχωριστά. Ο πρώτος πίστεψε πως με τη συνεισφορά του και καλλιεργώντας την θα μπορούσε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Ελλάδα. Ο δεύτερος προφανώς έχοντας Μεγάλη Ιδέα για τον ίδιο του τον εαυτό, επένδυσε σε μια δική του Ελλάδα. Οι λέξεις ίδιες, η σύνταξη διαφορετική, το νόημα εκ διαμέτρου αντίθετο.

Αυτό που απομένει είναι να δούμε που ο Ευάγγελος θα φτάσει. Για τον Ελευθέριο η ιστορία γράφτηκε. Αρχικά γεμάτη πόνο, γεμάτη αίμα, γεμάτη πικρία. Ο χρόνος έκανε καλά τη δουλειά του και ξαναγράφτηκε. Πιο αποστασιοποιημένα, χωρίς τον παραμορφωτικό φακό μπροστά ως πρίσμα μιας αντικειμενικά υποκειμενικής αλήθειας. Ο Ευάγγελος, με ένα επίθετο προίκα – έστω και δώρο της Θεάς Τύχης – απομένει να αποδείξει πως οι Μεγάλες Ιδέες δεν αποβαίνουν πάντα καταστροφικές για τον τόπο. Η Ελλάδα έχει την ανάγκη μιας αλλαγής η οποία δεν πρόκειται να προέλθει από δεξί τιμόνι. Τώρα αν ο Ευάγγελος οδηγήσει όχημα εξ αριστερών…αυτό και πάλι ο χρόνος θα το δείξει. Και είναι ο μόνος (ο χρόνος) τελικά που μπορεί να βγάλει καταστάσεις, ανθρώπους, ακόμα και μια χώρα από το τέλμα.

Κυριακή, Αυγούστου 24, 2008

Κέρασμα

Αυτή η ανάρτηση θα μπορούσε να είναι έκθεση με θέμα «Πως πέρασα το καλοκαίρι.». Με φαντάζομαι σε ένα θρανίο, με κολαριστή ποδιά και κοτσίδες στα μαλλιά να προσπαθώ να χωρέσω όλα τα υπέροχα καλοκαιρινά μου παιχνίδια σε μια λευκή κόλλα, με μια μίζερη δασκάλα από πάνω μου να περιμένει να διαβάσει τα καμώματά μου. Αγχώνομαι, ιδρώνουν οι παλάμες μου. Θέλω τη μαμά μου. Όχι.

Θα μπορούσε να είναι μια βαρύγδουπη αμφισβήτηση ανθρώπων και πραγμάτων. Πως νιώθεις άραγε όταν ο κακοποιός με τα τετραγωνάκια στο δελτίο των 8 είναι γνωστός σου; Έχεις πιει έναν καφέ από τα χεράκια του, έχεις πει μια καλημέρα, τον ξέρεις κι ας μην το παραδέχεσαι; Ευτυχώς δεν έχεις μπει στο τζιπ των 82.000 προσημειωμένων €. Εντάξει γνωστός…απλά.

Θα μπορούσε πάλι να είναι μια προετοιμασία για τα επόμενα. Αυτά που με εξιτάρουν και με φοβίζουν. Με χαροποιούν και με αγχώνουν. Τελικά σε δουλειά να βρισκόμαστε…
Με μετέωρο βήμα ο Αύγουστος μοιάζει με χοντρό μεσήλικα άντρα καφενείου που βαριέται να παίξει ακόμα και τάβλι. Κατεβάζει τσίπουρα, έχει απλωμένα τα πόδια του σε καρέκλα, καπνίζει και κάνει χοντρά αστεία. Ο Σεπτέμβρης φορώντας γυαλάκια και θυμίζοντας δάσκαλο παλαιάς κοπής θα τον στείλει για έντεκα μήνες σπίτι του. Εμάς θα μας βάλει τιμωρία που περάσαμε τόσες μέρες γελώντας μαζί του. Κρατά βέργα ο Σεπτέμβρης, μοιάζει με το Βενιζέλο φυσιογνωμικά…τον φοβάμαι γαμώτο.

Θα μπορούσα πάλι να σας μιλήσω για τη συκιά κάτω από την οποία πάρκαρα πριν φύγω για διακοπές. Για το κούτσουρο που δεν πρόσεξα όταν επέστρεψα από αυτές, για τη λακκούβα που έκανα σε σχήμα φθινοπωρινού φύλλου στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι…εκνευρίζομαι.

Πάλι, θα μπορούσα να σας μιλήσω για το νησί μου, την Κρήτη που κουβαλά την ανεμελιά καλοκαιρινού τόπου και τη φρενίτιδα πόλης. Για τον κήπο με τις μανταρινιές. Για το σπίτι μας μέσα στο πράσινο. Για την αυλή, για τα κατσούνια της κυρίας Ρ., για όλα και για τίποτα. Επιλέγω τα λίγα προς το παρόν. Σιγά – σιγά και τα υπόλοιπα. Τσικουδιά κανείς;

Κυριακή, Αυγούστου 17, 2008

Στη ντάλα του Αυγούστου

Όταν ο Ρουβάς τραγούδησε στην πράσινη γραμμή οι κολλητές μου έκλαιγαν από τη στεναχώρια τους που η καριέρα του είχε πάει περίπατο με αυτόν τον τρόπο. Εγώ από την άλλη έκλεισα το κεφάλαιο «Σάκης» πριν καλά καλά το ανοίξω. Δεν ήταν που είχε θιχτεί η εθνική μου συνείδηση. Ήταν που είχε θυμώσει η γυναικεία μου υπόσταση. Γιατί τι να τα κάνεις τα μπράτσα, τους κοιλιακούς, τα μούσκλια όταν συνοδεύονται από φούστα του Valentino. Μα φούστα; Αυτή άνετα θα την φορούσα εγώ. Αυτός γιατί; Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής ούτε οι στίχοι με ενέπνεαν. «Θα σου κάνω μακαρόνια με κιμά για να φας και μασάζ στα πόδια σου αν πονάς;» Το επόμενο σκαλοπάτι θα ήταν να βγάλουμε τα φρύδια μας μαζί και να ανταλλάσουμε τις κρέμες του Κορρέ. Να πηγαίνουμε μαζί για αποτρίχωση και να απλώνουμε αντηλιακή στα μαλλιά. Βαριέμαι μόνο που τα γράφω. Όχι να τα κάνω και με το Σάκη συντροφιά. Αυτό δεν θα ήταν σχέση, αυτό θα ήταν βόλτα με τη Λουκία στα μαγαζιά. Και τη βαριέμαι τη Λουκία. Πολύ όμως!

Εντάξει, καταλυτικό ρόλο έπαιξε και ο Ερμής, όχι του Πραξιτέλη αλλά του Β3 που ήταν κούκλος. Και μου άρεσε. Σε μένα και σε όλες τις θηλυκές υπάρξεις του σχολείου. Στο παρκάκι μετά το σχόλασμα γινόταν λαϊκό προσκύνημα για χάρη του, που ήταν όντως μεγάλη. Και μου έγραφε κασέτες με τους Πυξ – Λάξ για να με μυήσει στο ρόκ. Και φυσικά τις έχω λιώσει για να μην του χαλάσω χατίρι (!!), δεν θέλει και ρώτημα. Μετά τα έφτιαξε με την κολλητή μου και εγώ γνώρισα το Θάνο. Άλλα ο Ρουβάς πήγε περίπατο. Και τη χαριστική κλωτσιά του την έδωσε ο Ερμής και τα Υπόγεια Ρεύματα.

Κι έτσι δεν έγινα ποτέ Ρουβίτσα. Πέρασα αλλά ποτέ δεν ακούμπησα γιατί το λεωφορείο με τα μουσικά ακούσματα μου με πήγε τσάρκες σε άλλες γειτονιές. Με οδήγησε σε δρόμους του ροκ κι έτσι δεν χτυπήθηκα ποτέ φωνάζοντας Σάκηηηη. Χτυπήθηκα όμως με τους Πυξ Λάξ ουκ ολίγες φορές τραγουδώντας «Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα».

Και να που στα γεράματα πήγα στο Μιχάλη. Δεν με έσυραν. Εγώ τις έσυρα. Και χοροπήδησα και το χάρηκα…καλά χαρά που θα έκαναν οι Πυξ Λάξ μαζί μου δεν το συζητώ. Αλλά έζησα την χαμένη μου εφηβεία. Μαζί με τα δεκαπεντάχρονα. Εγώ και οι φίλες μου. Μαζί με όλα τα Γυμνάσια του Νομού Ρεθύμνου και των γύρω χωριών. Κάτω από την εξέδρα. Κι ας βαριόταν ο Χατζηγιάννης. Κι ας είπε τα ίδια που λέει σε όλες τις συναυλίες…«είστε φανταστικοί, είστε το καλύτερο κοινό» και λοιπές κοινοτυπίες. Γιατί μπορεί Ρουβάς να εισήγαγε τον ποπ ήχο, ο Χατζηγιάννης έδωσε νόημα στο στίχο με εύπεπτες ερωτικές ατάκες και τα «χέρια ψηλά». Ναι, και χέρια σήκωσα και αναπτήρα άναψα και μέσα στα δεκαπεντάχρονα τραγουδούσα και το χάρηκα. Μόνο που να…στο τέλος δεν ήρθε ο μπαμπάς μου να με πάρει απέξω και δεν με πήρε τηλέφωνο να δει τι ώρα θα γυρίσω…τουλάχιστον.

Γιατί τουλάχιστον για τρελή πρέπει να με πέρασαν όταν πήγα να κόψω τα εισιτήρια και ρώτησα αν έχει φοιτητικό. Η πιο μεγάλη ήμουν εκεί μέσα. Ήθελα και φοιτητικό τρομάρα μου. Για τέσσερις ώρες γεύτηκα ορθοστασία και χοροπηδητό. Αντοχές τελικά που έχουν τα πιτσιρίκια, δεν το συζητώ…την επομένη ξύπνησα και με πονούσε η μέση μου!!

Υ.Γ. Μιχάλη, φιλική συμβουλή σου δίνω, πριν ξαναζητήσεις να μην μαγνητοσκοπεί το κοινό τη συναυλεία στο video wall, διόρθωσε το ορθογραφικά.