Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2009

Εξάρχειο μου εσύ...!

Εκεί γεννήθηκα. Εκεί μεγάλωσα. Για να είμαστε ειλικρινείς εκεί βρήκαν το πρώτο τους τριάρι εκείνοι. Στο κέντρο, κοντά στην αριστερή τους ιδεολογία…ένα βήμα από τη μποέμικη τους ζωή…μια ανάσα από το Πολυτεχνείο…. Δίπλα πες καλύτερα καλέ. Α ναι. Και πολλά βήματα μακριά από τα σόγια. Στα Εξάρχεια. Εκεί οι πρώτες βόλτες…στο Λόφο του Στρέφη, στην Καλλιδρομίου, στην πλατεία. Τριάρι ευήλιο, ευάερο, πρώτου ορόφου με δύο μπαράκια από κάτω. Ένα στο σαλόνι, ένα στο υπνοδωμάτιο. Μια ταβέρνα απέναντι…φαινόταν από την κουζίνα. Τις βραδιές του παιδικού, το πικ απ έπαιζε λαμπάντα. Τα απογεύματα του καλοκαιριού πετούσα κουκούτσια κεράσια στους περαστικούς. Και λίγο μετά στο νησί εξέλιξα τη ζαβολιά και τους έβρεχα με το λάστιχο. Ονειρεμένες εποχές.

Εκεί γεννήθηκα. Εκεί μεγάλωσα. Λάτρευα τον παπαγάλο του Άσημου, αλλά τον ίδιο τον έτρεμα. Πιτσιρίκι κρυβόμουν πίσω από εκείνη, να περάσουμε γρήγορα, «μαμά γιατί κολλάει στο δρόμο σελοτεϊπ;». Έμαθα τα ναρκωτικά από νωρίς. Όταν πριν ακόμα πάω σχολείο, η μπάλα μου καρφώθηκε σε μια σύριγγα και μου ζήτησαν να μην τη πιάσω.

Εκεί γεννήθηκα. Εκεί μεγάλωσα. Αλήθεια σου λέω. Θυμάμαι κάθε χρονιά στο Πολυτεχνείο…η ιεροτελεστία η ίδια. Ένα πέρασμα από εκεί και με τους δύο. Και μετά να κρύψει ο μπαμπάς το αυτοκίνητο. Το βράδυ θα περνούσαν οι αναρχικοί από το δρόμο. Νόμιζα ότι ήταν γνωστοί μας. Αλλά δεν ήταν. Ήταν όμως πιστοί στο ραντεβού τους. Κι εμείς δεν το είχαμε ξεχρεώσει ακόμα.

Έφυγα κάπου στο δημοτικό. Ένα σαββατοκύριακο ξαφνικά. Αφήσαμε πίσω το Σάββα με τα εσώρουχα, τον Θανάση τον κρεοπώλη, τον περιπτερά που τους προμήθευε Marlboro. Την Δευτέρα γύρισα στο ίδιο σχολείο από άλλο σπίτι. Και ήμουν ανάμεσα σε αυτούς που δεν είχαν κάνει την εργασία. Όλοι είπαν τη δικιά τους δικαιολογία. Εγώ είπα την αλήθεια. Εγώ κυρία έχασα την εκφώνηση στη μετακόμιση. Συγγνώμη.

Έκανα πολλά χρόνια να γυρίσω. Ή μάλλον ξαναγύρισα φοιτήτρια πια. Ένα βράδυ από τα πρώτα που είχα πάρει το δίπλωμα…μόνη μου πια. Οι δρόμοι είχαν χαραχτεί στο μυαλό μου. Πέρασα κάτω από το σπίτι μου. Τα φώτα ήταν αναμμένα αλλά κάποιος άλλος έμενε τώρα εκεί. Έστριψα στο νεοκλασικό της γωνίας. Αν ποτέ βγάλω λεφτά…πολλά λεφτά όμως εκείνο το νεοκλασικό θέλω να αγοράσω. Και να γυρίσω εκεί.

Εκεί πήρα και ένα από τα πιο έντονα φιλιά. Στη πλατεία. Ξημερώματα. Μέσα στα φώτα έτσι για αντιπερισπασμό. Εκεί έδωσα και μια τεράστια αγκαλιά. Εκεί…ναι έπιασα ένα χέρι ζεστά. Εμείς δεν είχαμε μιλήσει για Μαρξισμό εκείνο το βράδυ. Δεν είχαμε μεθύσει με ιδεολογίες. Δεν είχαμε συζητήσει τα αίτια της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων ούτε φυσικά το μέλλον της Αριστεράς. Πολύ εναλλακτική για τα γούστα του. Πολύ κνίτης για τα δικά μου. Πολύ υπέροχο το φιλί μας.

Και το Λυκαβηττό γι αυτό τον λατρεύω. Γιατί βλέπω τα Εξάρχεια από ψηλά. Γιατί κατηφορίζοντας με το αμάξι μετά πάντα περνάω από εκεί. Από τη γειτονιά μου. Από το σπίτι μου. Από το άβατο μου.

Ξαναπέρασα προχτές. Στα γνωστά μου στέκια…Αστυνομία παντού. Ματ παντού. Αλήθεια θα σου πω. Δεν ένιωσα ασφάλεια. Ένιωσα φόβο. Ένιωσα ότι ο τόπος μου αλλάζει. Τα μέρη μου…η παιδικότητά μου. Και με τρομάζει. Λίγο μετά… 6 αστυνομικοί γαζώθηκαν από επαναστάτες. Μα οι επαναστάτες καρδιά μου…δεν σκοτώνουν…μόνο σκοτώνονται μάτια μου. Να το θυμάσαι αυτό.

Σ’ όσους σπάσανε – σ’ όσους κρατάνε.

Κουρελιασμένοι απ' τ' αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρος
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
τις ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις...


Και η Θεία Σοφία...μια από τα ίδια.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 26, 2009

Μια τζούρα ακόμα. Μια τελευταία.

Μην μου πεις ότι δεν το θυμάσαι. Δεν θα σε πιστέψω. Τη γεύση του. Τον καπνό που σχημάτιζε. Το άγχος που έκρυβε. Το σύννεφο που κάλυπτε την αγωνία στο βλέμμα και δεν άφηνε μετέωρα, σχεδόν εκτεθειμένα τα χέρια. Πες μου ότι το θυμάσαι.

Σε εκείνη τη γωνία Ναυαρίνου και Ιπποκράτους θαρρώ. Είχε μπει ο χειμώνας για τα καλά, το πράσινο παλτό σου πήγαινε μούρλια, τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα από το κρύο. Η ανάσα έβγαζε αχνούς από το παγετό και το τσιγάρο. Ήσουν όμορφη. Η αμηχανία κρυβόταν καλά πίσω από το τσιγάρο. Είχες ήδη κάνει δύο. Θα έκανες ακόμα ένα και μετά θα έφευγες. Σιχαινόσουνα τα τετελεσμένα. Μισούσες τους κανόνες. Αυτή η σχέση δεν τους σήκωνε αλλά εσύ, ναι εσύ περισσότερο από όλους είχες κουραστεί. Πόσο κρατά ένα τσιγάρο; 4 – 5 λεπτά; Σκάρτα. Σύνολο τρία τσιγάρα. Περίπου…15 λεπτά. Φτάνει σκέφτηκες. Πάτησες τη γόπα με τη καφέ καστορένια γόβα και ανηφόρισες. Στην πρώτη κλούβα με ματατζήδες που συνάντησες ρώτησες που υπάρχει ψιλικατζίδικο εδώ κοντά. Δυό στενά πιο πάνω σου είπαν και έφυγες. « Ένα lucky strike silver μου δίνετε σας παρακαλώ;» Θυμήθηκες τώρα;

Ήταν εκείνος ο Ιούνιος, πάνε χρόνια, δεν γίνεται να το ξέχασες. Η εποχή του μεγάλου έρωτα με εκείνη την καθηγήτρια Αγγλικών. Που μετά μετατέθηκε στη Ρόδο. Και έτσι την έχασες. Για χάρη της διάβαζες μερόνυχτα. Έβγαιναν οι βαθμοί τότε, θυμάσαι; Η ζέστη αφόρητη, η κάψα αφόρητη, ο έρωτας αφόρητος. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας μέγγενη. Η ζέστη έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο, τα τζιτζίκια ούρλιαζαν μες στο καταμεσήμερο. Από μαύρο πρόβατο της οικογένειας είχες μετατραπεί σε φωτεινό παράδειγμα. Ότι σιχαινόσουνα δηλαδή. Όλοι οι περιορισμοί είχαν αρθεί, μπορούσες να βγεις, να ξενυχτήσεις, να φλερτάρεις. Το μυαλό σου σε κείνη. Το μυαλό της πιθανότατα σε κάποιον άλλο. Δεν έβγαινες και απέφευγες όλες τις πιτσιρίκες που σε περιτριγύριζαν. Μόνο κάπνιζες. Εκείνα τα Marlboro τα σκληρά. Σε πείραζαν στο λαιμό αλλά δεν το κοβες το ρημάδι. Περισσότερο από όλα σε χάλαγε η εικόνα σου. Όλοι πίστευαν πως θα αλλάξεις τον κόσμο. Κι εσύ από μέσα σου μουρμούριζες πως εδώ δεν μπορείς να αλλάξεις τον ρημαδό – μικρόκοσμό σου. Έτσι για αρχή. Θυμήθηκες;

Έβρεχε. Και έκανε κρύο. Υπήρχε υπόστεγο αλλά τι να προφυλάξει μου λες; Σε λίγο χάραζε. Μια από εκείνες τις πτήσεις που πετούσαν αξημέρωτα σε περίμενε. Ντυμένος αθλητικά. Με ένα μπουφάν καφέ και ένα σακίδιο στον ώμο. Όλη νύχτα στο πόδι. Είχες τρεις μήνες να κατεβείς Ελλάδα. Σου είχε λείψει η αγκαλιά αλλά δεν το παραδεχόσουνα. Ίσως γιατί είχες μάθει πως ένα πρόβλημα ξεκινά τη λύση του από την παραδοχή. Κι εσύ δεν ήθελες. Δεν είχες το κουράγιο να παραδεχτείς το οτιδήποτε. Στο check in γινόταν χαμός. Έτσι είναι πάντα με τις low cost εταιρίες. Που πάει όλος αυτός ο κόσμος. Λίγο σε απασχολούσε. Τα φώτα σε απασχολούσαν. Το σκοτάδι που είχε έξω ήθελες να μεταφέρεις μαζί σου. Είχες βγει για ένα τελευταίο τσιγάρο πριν χωθείς στα άδυτα του αεροδρομίου. Εκεί που το κάπνισμα απαγορεύεται αυστηρά. Μια τζούρα ακόμα. Μια τελευταία. Θυμάσαι καλέ;

Λυκαβηττός. Κουτάκια μπύρας. Σχεδόν καλοκαίρι. Παραλίγο φθινόπωρο το λες. Καθισμένες στο πεζούλι και οι τρεις. Δίπλα κι άλλες παρέες και παραδίπλα ακόμα κι άλλες. Οι καύτρες των τσιγάρων μοιάζουν με τα φωτάκια απέναντι. Θέλω να σας πω κάτι…ξεκινούσε η κάθε εξομολόγηση. Μια γάτα περνά χωρίς να δώσει καμιά σημασία. «Δώσε μου ένα τσιγάρο, ρε.» «Πάλι τράκα;» Η καθεμιά λέει τα δικά της. Με τη σειρά. Οι άλλες σχολιάζουν. Μετά έρχεται η σειρά τους. Και οι δίπλα για ερωτικά μιλάνε. «Μην πετάξεις τη γόπα στα ξερά. Δεν θα το αντέξω να μας πάνε μέσα για εμπρησμό.» «όλο εξυπνάδες είσαι.» «Κι εσύ είσαι κακή επιρροή». «Πάρε και κάτι θετικό. Νυσάφι. Τόσα μου έδωσε ο Θεός. Τα στραβά πας και υιοθετείς.» «Πάμε για βρώμικο;» «Μιχαλακοπούλου; Μέσα» «Μισό, μισό, να κάνω το τσιγάρο.» Θυμάστε; Θυμάστε ή τσάμπα πίνω;

Ένα μήνα στην Αθήνα. Σχεδόν. Κυκλοφόρησα πολύ, γύρισα σχεδόν παντού και δεν πέτυχα ούτε ένα μαγαζί στο οποίο να απαγορεύεται το κάπνισμα. Τουλάχιστον στις παραπάνω αναρτήσεις το κάπνισμα δεν βλάπτει σοβαρά την υγεία. Ή μήπως όχι; Μήπως πολύ περισσότερο βλάπτει ο έρωτας; Πάντως…κάπου είμαι εγώ…και κάπου εσύ. Ναι εσύ. Εσύ που διαβάζεις αυτή την ανάρτηση. Μήπως έχεις αναπτήρα, μωρέ;

Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2009

…to be continued…

Λένε ότι ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ. Λένε ότι ο χρόνος όλα τα νικά. Λένε ότι ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός. Λένε ότι ο χρόνος είναι ο πιο πιστός σύντροφος και ο πιο εκδικητικός εραστής. Σκοτώνει τον έρωτα…πάλι λένε. Λένε επίσης πως οι έρωτες είναι συμβάσεις ορισμένου χρόνου…με ημερομηνία λήξης δηλαδή. Ψέματα. Αυτό εγώ το έχω πει. Λένε, λένε, λένε…εντάξει κάτι έχω πει κι εγώ μέσα σε όλα αυτά.

Λάθος. Έχω γράψει καλύτερα. 172 αναρτήσεις συνολικά. 173 μάλλον, με αυτή που τώρα είναι στα σκαριά. Δυο χρόνια blogging ακριβώς. Δύο απίστευτα χρόνια. Γεμάτα, πλούσια, απλόχερα, όμορφα, ζόρικα, αγαπησιάρικα….δεν τολμώ να το πω – μοναδικά. Το είπα.

Γυρίζω πίσω, ξαναδιαβάζω, θυμάμαι, γελάω, συγκινούμαι και ξαναερωτεύομαι αυτά που έχω ήδη αγαπήσει.

Δυό χρόνια blogging λοιπόν. Ε και θα μου πείτε; Να μωρέ…έτσι. Σας απαντώ.

Σας φιλώ

Και σας ευχαριστώ. – γιατί ήσασταν εκεί…στα ξενύχτια μου, στα ζόρια μου, στα δάκρυά μου, παρέα στα όμορφα, αγκαλιά στα ερωτικά, συντροφιά στα μακρινά.

Υ.Γ.1. Η φωτογραφία; Μια από τις βραδιές που πέρασε βολτάροντας στη νυχτερινή Αθήνα.

Υ.Γ.2. Ζαχαροπλαστείο δεν πρόλαβα ανοιχτό. Σερβιριστείτε από την κάβα που διαθέτει άφθονη το μαγαζί και ας μου βάλει κάποιος ένα Μαρτίνι.

Υ.Γ.3. Εσύ…ναι εσύ. Κάτσε παρέα. Να κάνουμε ένα τσιγάρο μωρέ.


Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009

Εδώ κοιμάμαι κι όχι εκεί που χρόνια μένεις.

Τρίτη μεσημέρι στο νησί. Στο κομμωτήριο για την ακρίβεια. Ναι, το έχω το χούι γαμώτο. Κουρεύομαι σε συγκεκριμένο κομμωτήριο στο νησί. Και μόνο. Που το έχει μια γερμανίδα. Που παίρνει υπαλλήλους επίσης γερμανίδες ή Αυστριακές που έχουν παντρευτεί Κρητικούς – έστω Έλληνες ας μην τα χαλάσουμε εδώ. Τις λατρεύω. Κάθομαι με τις ώρες και ακούω τις ιστορίες τους. Πως είχαν πρωτοέρθει εδώ, πως ο έρωτας τους χτύπησε την πόρτα και έμειναν στο νησί. Πως ο ρατσισμός τους έκανε μετά από λίγο ποδαρικό. Πως τους έκλεβε ο μανάβης επειδή δεν μιλούσαν Ελληνικά. Τις πάω με χίλια. Επειδή είναι αντράκια. Κι ας μην είναι το θέμα μου.

Τρίτη μεσημέρι στο νησί λοιπόν. Έχω αφήσει τις φίλες μου σπίτι να κοιμούνται. Ξενύχτι το χτεσινό…από τα λίγα. Εύχομαι από μέσα μου να ξεμπερδέψω γρήγορα…αλλά βδομάδα του δεκαπενταύγουστου γαρ…η χαρά της ανταύγειας και της μαύρης ρίζας σε πλατινέ μαλλί κάνει παρέλαση. Θα ξεμπερδέψω δεν μπορεί, θα έρθουν καλύτερες μέρες. Τίποτα. Η ελευθεροτυπία μου κρατά παρέα. Μια κυρία με αλουμινόχαρτα στα μαλλιά με πλησίασε απειλητικά αλλά την αναχαίτισα. Η εφημερίδα…ακόμα στα χέρια μου. Έχω διαβάσει τα πάντα. Μέχρι τους γάμους, τις βαφτίσεις και φυσικά τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία της Αττικής!! Κι εκεί την βλέπω. Πρέπει να ήταν η πρώτη αγγελία για επάνδρωση του ΠΑΣΟΚ. Για υποστήριξη του κοινοβουλευτικού έργου έλεγε. Στείλτε βιογραφικά έλεγε. Μέχρι 18 Σεπτέμβρη έλεγε. Κάτι παραπάνω δεν έλεγε. Μπορεί να έψηνες καφέδες, μπορεί να σήκωνες τηλέφωνα, μπορεί να σφουγγάριζες σκάλες, μπορεί να έγραφες τους λόγους του Γιώργου σαν άλλη Τίνα, μπορεί να τύλιγες σάντουιτς με διπλή μορταδέλα στον Πάγκαλο – μην του θυμίσετε τον Οτσαλάν…δεν θα θελα. Ευχαριστώ.

Κι όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις πήρα τηλέφωνο εκείνον που έχει μάθει να με αντέχει καρτερικά γιατί του είπανε ότι ο έρωτας είναι τυφλός οπότε αυτός ακόμα με ακούει. Μπορεί να μην με ακούει κιόλας αλλά δίνω μικρές πιθανότητες σε αυτό. «Ζητάνε κόσμο στο ΠΑΣΟΚ.» «Το είδα». Γαμώτο. Ποτέ δεν αιφνιδιάζεται.

Μετά ήρθαν κι άλλες τέτοιες αγγελίες με καλύτερη αυτή για τη στελέχωση των γενικών γραμματέων και δεν συμμαζεύεται. Από τις 85 θέσεις, διάλεξε 5. Ωραία. Φιγουρατζίδικα. Λαμπερά. Σχεδόν ιλλουστρασιόν. Καλά τα λες. Τρέλα, δεν τα λες. Θα φτιάξουν ελπίζεις. Εύχεσαι. Περιμένεις.

Περιμένω. Αυτή η αξιοκρατία να χτυπήσει κι άλλους τομείς. Με πρώτο και καλύτερο το ελληνικό πανεπιστήμιο. Γίνομαι γραφική. Το ξέρω αλλά δεν θα σταματήσω να το λέω. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο οπού το διδακτορικό θεωρείται πολυτέλεια, σχεδόν χόμπι των ελαχίστων που φυσικά δεν αμείβεται. Δεν αμείβεται. Μονάχα επιβραβεύεται από υποτροφίες πείνας και ερευνητικά προγράμματα, φέξε μου και γλίστρησα. Το ίδιο διδακτορικό, μα το ίδιο όμως – πόσο μικρός είναι ο κόσμος - στο Λονδίνο αξιολογείται στα 100.000 ευρώ σχεδόν ή τόσα θα σου δώσουν για να το κάνεις. Αδικία.

Στο ελληνικό πανεπιστήμιο οπού οι θέσεις εργαστηριακού προσωπικού απαιτούν μπάρμπα στη Κορώνη με φωτογραφικές προκηρύξεις και γαλανά μάτια. Μισθούς χαμηλούς…αν τα καταφέρεις και προσληφθείς. Δηλαδή, ο τομέας να ζητήσει πλήρωση θέσης, η γενική συνέλευση να εγκρίνει, εσύ να είσαι ο άνθρωπός τους και πάει λέγοντας. Όχι λέγοντας. Αντέχοντας. Ανεχόμενος. Μετοχές και οι δύο στο ελληνικό πανεπιστήμιο που δεν θα κάνουν ποτέ τζίρο. Η ίδια θέση στο Newcastle χάριζε μισθό 3.300 ευρώ το μήνα. Αποστείλατε βιογραφικό. Χρώμα ματιών δεν χρειάζεται. Μπάρμπας στη Κορώνη δεν απαιτείται.

Ελπίζω. Περιμένω. Ή μάλλον…για να είμαι ειλικρινής, κάνω απλά υπομονή. Και δεν είμαστε πάτσι. Καθόλου όμως. Ελλάδα...χρωστάς. Όχι μόνο σε μένα. Σε πολλούς. Η εποχή των γαλάζιων και των πράσινων παιδιών έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Σειρά να παίρνουν και οι υπόλοιποι. Οι άλλοι. Αυτοί που δεν έχουν φιλήσει κατουρημένες κομματικές ποδιές.

Σάββατο, Οκτωβρίου 10, 2009

Εμπνευσμένο...σχεδόν κλεμμένο.

(Ναι μωρέ. Το ξέρω. Αν για κάτι δεν φημίζομαι…είναι τα διαδικτυακά μου αντανακλαστικά. Δεν το έχω. Δεν. Αδιόρθωτα ασυνεπής…σχεδόν σε σημείο παρεξήγησης. Αυτή την ανάρτηση μου τη σφύριξε ένας καλός φίλος που ξέρει ότι ζω στο δικό μου κόσμο. Μπες…μπες να τη διαβάσεις. Και μπήκα. Και συγκινήθηκα. Και είδα τόσο πολύ εμένα πίσω από αυτόν. Σχεδόν τον αγκάλιασα. Σχεδόν τον ένιωσα δίπλα μου.

Και είναι αυτά τα παιχνίδια της τύχης…τόσο αστεία…τόσο παιχνιδιάρικα. Η ανάρτηση αυτή ήρθε μια μέρα μετά τις εκλογές. Με μένα σε όχι και τόσο καλή διάθεση. Μα πας για εξέταση σε γυναίκα βουλευτού της Νέας Δημοκρατίας…έστω και πρώην μια μέρα μετά την συντριβή; Δεν πας. Εγώ πήγα. Τίποτα ανησυχητικό…χρειάζεστε απλά παρακολούθηση…και εξετάσεις κάθε μήνα…να περνάτε να σας βλέπω…όχι προς το παρόν καλό είναι να μείνετε για λίγο Ελλάδα. Με έπιασε το παράπονο. Μα…δεν έχει μα.

Το πήρα απόφαση, έκανα τα παζάρια μου…τον άλλο μήνα θα φύγω. Ναι, θα κατέβω για εξετάσεις. Σιχαίνομαι τις σύριγγες κάτι σε πιο λάιτ για μένα έχετε; Δεν είχαν.

Κι έτσι έκατσα να γράψω κι εγώ το εμπνευσμένο σχεδόν κλεμμένο λονδρέζικο παραμύθι μου. Αυτό μωρέ. Της Σταχτοπούτας ντε. Που έχασε το γοβάκι της κάπου ανάμεσα στη Baker street και τη Marylebone.)

Στο Λονδίνο δεν είχα ξαναπατήσει ποτέ πριν τις σπουδές. Λίγο πριν ανεβώ πάνω είχα σκεφτεί να πάω απλά για να δω την πόλη. Κι αν δεν μου αρέσει; Δεν το ρίσκαρα. Μια και καλή.

Θυμάμαι σαν σήμερα την άφιξη μου. Δυο ξέχειλες βαλίτσες, ένα λάπτοπ και μια eastpack στον ώμο. Υπέρβαρο στην Ολυμπιακή που δεν πληρώσαμε…και τρία μπουκαλάκια κρασί που ήπιαμε για να περάσει η πτήση. Και μετά η άφιξη στο Heathrow. Η εγκατάσταση στην εστία που ήρθε δυό μέρες μετά. Οι δύο μέρες χωρίς ίντερνετ και η πρώτη νύχτα που κοιμήθηκα μόνη με το φως του γραφείου ανοιχτό.

Μετά ήρθε η σχολή. Η πρώτη μέρα μέσα σε τάξη ξανά. Ένας βοηθός ξεκίνησε να κάνει τα μαγικά του. Οι Έλληνες που μαζεύτηκαν στο τμήμα…φιγούρες ενός εκπαιδευτικού συστήματος τελείως διαφορετικού που ζορίστηκαν να ενσωματωθούν….μένοντας σχεδόν εκτός.

Θυμάμαι τα πρώτα μου ψώνια για να φτιάξω το δωμάτιο. Με το δικό μου χρώμα. Η τεράστια ασπρόμαυρη αφίσα ενός ζευγαριού κάπου στα στενά του Παρισιού να φιλιέται με πάθος. «Le baiser». Οι φωτογραφίες των δικών μου ανθρώπων στο τοίχο. Τα αρωματικά κεριά κι ας απαγορεύονταν. Οι Έλληνες της εστίας…που θύμιζαν κουτσομπόληδες ενοίκους ελληνικής πολυκατοικίας. Τους μισούς δεν τους γνώρισα ποτέ. Τους άλλους μισούς τους απέφυγα με την εσκεμμένη σνομπαρία μου.

Καμιά φορά λες ο χρόνος είναι αργός. Στη δική μου περίπτωση ήταν απλά ανελέητος. Μίσησα τα αεροδρόμια αυτό το χρόνο. Μίσησα τις αποβάθρες τρένων που πάντα έπαιρναν πίσω αυτούς που για λίγο έρχονταν να μου θυμίσουν ότι η αγάπη και η φιλία αντέχουν ακόμα και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Μίσησα αυτή την προσμονή της άφιξης και αυτό το κενό της αναχώρησης. Τα μελομακάρονα που μου έφεραν οι κολλητές μου λίγο πριν τα Χριστούγεννα.

Λάτρεψα τους καινούργιους ανθρώπους που γνώρισα. Αυτούς που είχαν υπερχρεωθεί με δάνεια από χώρες της Λατινικής Αμερικής για να κάνουν αυτό το Μάστερ. Αυτούς που μαζεύτηκαν από κάθε πλευρά του πλανήτη και αγάπησαν τη μπύρα μόνο και μόνο για την παρέα μετά τη σχολή. Λάτρεψα εκείνη που ήταν πάντα δίπλα μου στα δύσκολα. Ελληνίδα από τις λίγες. Που μου έμαθε ότι αν δεν πιάσεις τη ζωή από τα χέρια δεν είναι ζωή αλλά σύμπτωση. Που έχει ζήσει μια ζωή που ελάχιστοι έχουν ακουμπήσει. Επιστήμονας στον τομέα της με υποτροφίες, με διακρίσεις, με περγαμηνές. Χορεύτρια από τις μεγάλες. Που δουλεύει από μικρή χωρίς να βάζει ταμπέλες. Στα μπουζούκια, στα γήπεδα, σε εταιρίες. Μάγκας, μάγκα μου. Τα ζόρια της…μόνο με τον Παπαστράτο τα ξεπερνούσε. Στο δωμάτιό της.

Και μετά οι πρώτες εξετάσεις. Που θύμιζαν τόσο εξετάσεις proficiency. Μικρά θρανιάκια, ένα τεράστιο ρολόι, σκληρή επιτήρηση, έλα μωρέ θα αντιγράψουμε έλεγαν οι έλληνες. Δεν αντέγραψαν. Και φυσικά 3 στους 5 κόπηκαν. Θυμάμαι το άγχος μου. Πρώτη φορά να γράψεις σε συγκεκριμένο χρόνο στα Αγγλικά, με ορολογία, με άγχος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ. Σε μια ερώτηση αρχίζω και αναλύω, αναλύω, αναλύω τα τεχνικά χαρακτηριστικά που μου ζήτησαν. Κάπου το μυαλό κόλλησε. Γαμώτο. Βάζω αστερίσκο και δηλώνω ειλικρινά πως τη λέξη…δεν τη θυμάμαι. Οι καθηγητές τον εκτίμησαν. Με πέρασαν πανηγυρικά.

Μετά ήρθε η διπλωματική. Ένας Ιούλιος που δεν θέλω να θυμάμαι. Κλεισμένη στο σπίτι όλη μέρα. Παντελώς μόνη με μόνη έξοδο τη βόλτα από το σούπερ μάρκετ σε ένα βροχερό Λονδίνο. Έπρεπε να προλάβω. Να παραδώσω. Ακατάδεκτη από τη φύση μου, είδα άπειρες χαραυγές για να προλάβω. Να προλάβω. Και πρόλαβα. Και πήρα και άδεια από τη σημαία. Κανείς δεν το πήρε είδηση. Κατέβηκα στο νησί και γέμισα μπαταρίες. Μετά πίσω με πολλή περισσότερη όρεξη.

Είμαι πολύ ευχαριστημένος που διάβασα τη διπλωματική σου. Θα σε πείραζε να έβαζα το όνομά σου στη δημοσίευση που θα κάνω πάνω στη δουλειά που έκανες; Μου είπε ο καθηγητής μου την τελευταία μέρα που συναντηθήκαμε. Κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Σας ευχαριστώ μόνο κατάφερα να του πω. Έβλεπα την εκτίμηση μέσα στα μάτια του. Θα κρατήσουμε επαφή. Ότι χρειαστείς…εδώ είμαι μου είπε. Και είναι.

Πέρασε ο χρόνος. Ούτε που το κατάλαβα. Με βόλτες, με ταξίδια, με διάβασμα, με έρωτα. Πέρασα ζόρικα. Ενηλικιώθηκα. Πάτησα στα πόδια μου και απέδειξα την αξία μου. Αγάπησα το διαφορετικό, λάτρεψα το αγγλικό, έμαθα να μην ανέχομαι τα μισά. Και πίστεψα σε όλα και όλους που με έκαναν αυτό το χρόνο, αυτό που είμαι σήμερα.

Λονδίνάκι κι εγώ σ’ αγαπώ.

Κυριακή, Οκτωβρίου 04, 2009

Πέμπτη, Οκτωβρίου 01, 2009

Προεκλογικά...σχεδόν φυσικά.

Δευτέρα 21:45 Αττική Οδός.

Λίγη μόνο ώρα μετά την προσγείωση και λίγο πριν τα διόδια από Αεροδρόμιο. Ο δρόμος σχεδόν άδειος. Στην στροφή προς Ελευσίνα, όχι για Μαρκόπουλο μια τεράστια γιγαντοαφίσα του Καραμανλή κοσμεί το τοπίο. Το Photoshop έχει κάνει τη δουλειά του. Μοιάζει με 20χρονο Δαπίτη ΤΕΙτζή– δηλαδή μικρότερο από μένα – μπουνταλά τελείως που έχει πάει με τους γονείς στο γάμο του ξαδέρφου του Τάκη. Εμφανώς χαίρεται για την τύχη του Τάκη που πήρε την Ελενίτσα που είναι καλή κοπέλα και έχει μεγάλο και πλούσιο μπούστο, αφετέρου σκέφτεται το φαγητό που θα ακολουθήσει στο γλέντι στα βλάχικα. Κάτι το κοκορέτσι, κάτι τα ψητά, κάτι τα καλαματιανά, και λίγο η αδερφή της Ελενίτσας με το εξίσου μεγάλο μπούστο του προσφέρουν αυτή τη χαρωπή εικόνα της ονειροπόλησης που αν δεν έγραφα δημόσια θα το ονόμαζα «ονείρωξη έφηβου 16χρονου» που κρύβει τις τσόντες κάτω από το στρώμα – και δεν τις κρεμά σημαίες στο μπαλκόνι σαν κάτι άλλους κομμάτι πιο απελευθερωμένους, που δηλώνουν γενιά του Πολυτεχνείου που δεν μασά από αυτά. Το ελαφρώς συνοφρυωμένο βλέμμα κρύβει τσαντίλα για τη μάνα του που με το ζόρι του φόρεσε ντε και σώνει τη γραβάτα – αυτός δεν ήθελε, το κερατό του μέσα και το ματς του Πανιωνίου που χάνει τούτη την ώρα. Τα έχει πάρει λίγο ακόμα βέβαια γιατί η μάνα του κατάσχεσε το κασετοφωνάκι που είχε πάει να πάρει μαζί του. Τον έχει αναγκάσει να φορέσει και σακάκι για να μην φαίνεται η στάμπα από κέτσαπ – μουστάρδα από το τριπλό hot dog που έφαγε για να του κόψει τη λιγούρα με τέσσερα λουκάνικα Νίκας μέσα σε πολύσπορο ψωμάκι για να μην παίρνει τσάμπα θερμίδες.

Δευτέρα 22:02 Είσοδος Πολυκατοικίας

Η πόρτα ίσα με το ζόρι που ανοίγει – έχει μπουκώσει από τα προεκλογικά φυλλάδια του Παπαθανασίου. Και εδώ το Photoshop έχει κάνει θαύματα. Ο Παπαθανασίου φαίνεται σαν πρωτοδιόριστος καθηγητής σχολείου που δεν το έχει αλλά θέλει διακαώς να διδάξει. Για να συγκινήσει, γράφει πως έδωσε τη μάχη από την πρώτη γραμμή. Για έναν ανεξήγητο λόγο η φράση μου θυμίζει τους 300 του Gerard Butler «this is B Athinas” Μολών λαβέ μάγκα ψηφοφόρε. Τον σφίγγει εμφανώς η γραβάτά, προβάλει το δεξί καλό του προφίλ και χαμογελά.

Δευτέρα 22:34 τηλεόραση

Διαφήμιση της Νέας Δμηοκρατίας στην τηλεόραση. Ο Καραμανλής κρατά στυλό bic που του έχει μείνει από τότε που έδινε πανελλήνιες το 2005 δηλαδή. Τόσο νέος. Τόσο ατσαλάκωτος. Είναι το μόνο στυλό που δεν έχει φάει την άκρη του, και δεν έχει μασουλήσει το μπλέ καπάκι. Είναι μάλιστα το μόνο που έχει και την μπλε εσοχή που ταπώνει το μελάνι. Όλα τα υπόλοιπα τα είχε πετάξει στον σπασίκλα το συμμαθητή του τον Λεωνίδα που δεν τον άφηνε να αντιγράψει στα διαγωνίσματα. Η μουσική θυμίζει ελαφρώς μουσική υπόκρουση της Λάμψης της δεκαετίας του 90 σε σκηνές με δράση και σασπένς – εκεί που η Βίρνα πιάνει το Γιάγκο με τη Σάντρα – δεν ξέρω αν με πιάνεις.

Δευτέρα 23:45 facebook.

Διαφήμιση της Άννουλας Νταλάρα. Το Photoshop δεν έχει πετύχει παντού. Σε άλλες μοιάζει με έφηβη πασπίτισσα της Νομικής και σε άλλες συνομήλικη της Φόνσου. Γαμώτο. Ο λαιμός πλισέ, το μάγουλο φράπα, η Τρέμη μπροστά της παιδούλα. Μπλουζάκια μακό στενά με στάμπες – «δες πόσο φρεσκαδούρα είμαι, σχεδόν συνομίληκη σου» είπε η μαμά της 17χρονης Γιολάντας που έχει πατήσει τα 47 αλλά αρνείται να το δεχτεί και έχει βγάλει πλαστή ταυτότητα με ηλικία γέννησης 1979. «Προσωπικό μου στοίχημα η εκλογή» δηλώνει σε μια συνέντευξη. Έ, άμα θέλει να προσφέρει ο άνθρωπος στον τόπο, έχει όνειρα για τα κοινά και φαντάζεται ένα καλύτερο αύριο για το συνάνθρωπο φαίνεται. Πώς να το κάνουμε τώρα; Κι αν δεν φαίνεται, το φτιάχνουμε. Με Photoshop φυσικά.