Τρίτη, Φεβρουαρίου 24, 2009

Ανεπίκαιρη; Ναι, το ξέρω.

Ήταν το 1945 που η χώρα έβγαινε από έναν παγκόσμιο πόλεμο και έμπαινε σε έναν εμφύλιο για να κατασπαράξει τις σάρκες όσων είχαν γλιτώσει από τον οχτρό, χωρίς φυσικά να υπολογίζει ότι ο οχτρός είναι πάντα ο κακός μας εαυτός και όχι μόνο εκείνος ο Γερμανός.

Εκείνος νέος, μορφωμένος και με μέλλον μπροστά του ήταν σε ηλικία γάμου. Εκείνη νέα, καθόλου όμορφή για την εποχή της, η πρώτη στη σειρά για παντρειά από μια οικογένεια που είχε στα γονίδια της να γεννά κυρίως κόρες. Πολύ λεπτή και αρκετά μελαχρινή με ένα ζευγάρι μοναχά καταπράσινα μάτια να φωτίζουν το πρόσωπό της. Ούτε αφράτη, ούτε με λευκό δέρμα. Εκείνος όμως την ήθελε και την πήρε. Αυτήν και το χωραφάκι με τα οπωροφόρα για προίκα. Χρόνια μετά σε μια από τις λιγοστές στιγμές προσωπικής παραδοχής εκμυστηρεύτηκε πως θα την έπαιρνε ακόμα κι αν δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Όσοι το άκουσαν, το άκουσαν και εκείνος ξανάπεσε στην σιωπή που τον διέπε τα τελευταία χρόνια. Ψέματα. Το είχε πάντα αυτό. Οι καλές κουβέντες μετρημένες και λίγες. Η σιωπή απέραντη, το βλέμμα πάντα γλυκό και οι αποχαιρετισμοί με τα παιδιά του πάντα δακρύβρεχτοι. Με μας τα εγγόνια του απλά δυσβάσταχτοι.

Τα χρόνια πέρασαν, το κουσούρι της οικογένειας να γεννά μόνο θηλυκά παιδιά πέρασε και σε κείνη τη γενιά - όπως και στην επόμενη αλλά δεν είναι το θέμα μας - και έφτασε κάποια στιγμή, εκείνη η στιγμή των μεγάλων αποφάσεων που έρχεται στη ζωή όλων.

Οι κόρες ήταν ή σε ηλικία γάμου ή σε ηλικία σπουδών. Η γνώμη εκείνου, να τις παντρέψουν. Η γνώμη εκείνης, να τις σπουδάσουν. Το δικό της πέρασε με μερικές μοναχά τροποποιήσεις στο συμφωνητικό. Δασκαλίτσες και φιλολογίνες εγώ δεν χρηματοδοτώ. Η΄γιατρίνες ή μηχανικοί που θα μας είναι και χρήσιμες είπε εκείνο το βράδυ στο τραπέζι. Τα θηλυκά μοιράστηκαν και άνοιξαν τα φτερά τους όπως ακριβώς εκείνοι είχαν αποφασίσει. Έκτοτε ξεκίνησε μια σειρά αποχωρισμών γιατί εκείνος ποτέ δεν αγάπησε την Αθήνα, γιατί εκείνη ποτέ δεν ήθελε να τον αφήνει μόνο του και γιατί εκείνες σκόρπισαν στα πέντε σημεία του ορίζοντα.

Και ενώ στο ξεκίνημα εκείνος ήταν ο μορφωμένος, με το λαμπρό μέλλον, εκείνο το χωραφάκι με τα οπωροφόρα τις σπούδασε. Η σοδειά κάθε χρονιάς, ήταν τα λεφτά της καθεμιάς. Με τα λεφτά εκείνου περνούσαν οι δυό τους. Με τα λεφτά της προίκας περνούσαν τα κορίτσια.

Φέτος, χρόνια μετά - πολλά χρόνια πιο μπροστά και ενώ Εκείνοι έχουν φύγει από εδώ με όλα τους τα χρέη πληρωμένα μέχρι δεκάρας στο ταμείο της ζωής, και έχοντας αφήσει πίσω τις κόρες σπουδαγμένες και σε οικογένειες - πουλήσαμε την ίδια σοδειά προς 300 ευρώ. Κανονικά είχαμε κανονίσει 400 άλλα ο μεσολαβητής μας έριξε. Δεν βγάλαμε ούτε τα έξοδα του πετρελαίου του πατρικού. Μια το κλάδεμα, μια το λίπασμα, μέσα μπήκαμε φέτος, αλλά είναι το πείσμα πια των κοριτσιών που συντηρεί το ίδιο χωράφι με χασούρα γιατί το πραγματικό κέρδος κάποτε ήταν οικονομικό, τώρα όμως είναι συναισθηματικό.

Βλέποντας τους αγρότες φέτος να κλείνουν τους δρόμους, σκεφτόμουνα εμάς. Την ιστορία της οικογένειας μου και πόσα η γη μας έχει προσφέρει. Και λυπάμαι που δεν μπορώ να ενστερνιστώ εκείνους που θυμώσαν με το κλείσιμο των δρόμων. Λυπάμαι που δεν μπορώ να μπω στη λογική πως «καλά τους είχαν κάνει και τους είχαν κόψει τα λάστιχα». Λυπάμαι που δεν μπορώ να δω το δίκιο μέσα από τα δακρυγόνα. Το σωστό μέσα από τις επιδοτήσεις της Ε.Ε για το ξερίζωμα των ροδακινιών. Το λογικό στο κόστος των 2 ευρώ το κιλό το λάδι. Λυπάμαι που η χώρα αυτή είναι τόσο εύφορη αλλά οι εξαγωγές είναι σε χαμηλότερο επίπεδο από τις εισαγωγές. Που εδώ στο Λονδίνο τα άνοστα Ισπανικά μανταρίνια κάνουν θραύση την ώρα που τα Ελληνικά σαπίζουν στις χωματερές μας και οι χυμοί που αγοράζουμε εδώ αλλά και στην Αθήνα έρχονται σε μορφή παγοκολόνας από την Λατινική Αμερική.

Υ.Γ. Στα ανατολικά της Κρήτης λένε μια μαντινάδα που συνοψίζει όλα όσα εγώ θέλησα να πω. Τα πορτακάλια του χωριού γεμίζουνε βαπόρι. Ότι σκατά είναι πρόεδρος είναι κι οι ψηφοφόροι.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2009

Κάνε κι εσύ έναν διαδικτυακό καυγά...αυτό κι αν το μπορείς!!!

Ο καιρός όπου η ευγένεια και η καλοσύνη επικρατούσαν στη blogoσφαιρα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Η εποχή όπου πήγαινες να μπεις σε blog και δεν φοβόσουνα τα σκάγια, το εκλεπτυσμένο χώσιμο…γιατί τα γραπτά μένουν πάει εδώ και καιρό. Εκείνες οι καλές μέρες που ο άλλος σου κρατούσε την πόρτα για να μπεις, σου έδινε το στυλό (και το τηλέφωνό του)…σε περίμενε για να σχολιάσεις, σου χαμογελούσε και μετά σχολίαζε και εκείνος…χάθηκαν.

Τώρα η άποψη έχει πυγμή. Η πυγμή έχει άποψη και πάει λέγοντας. Παντελώς άγνωστοι άνθρωποι θα σε κριτικάρουν. Θα κρίνουν το γούστο σου στο ντύσιμο κι ας μην σε έχουν δει ποτέ. Το ροζ δεν σου πάει και το ξέρουν. Θα σχολιάσουν, τις γευστικές σου προτιμήσεις. Θα σε κράξουν που είσαι Ολυμπιακός, δηλαδή πουλημένος και καλά έπαθες και έφαγες τα 3 προχτές. Θα πετάξουν το τσιτάτο του Καρυωτάκη…γιατί έχουμε και ένα επίπεδο στο τέλος. Θα επιμείνουν. Θα λυσσάξουν για το τιμημένο ξεκατίνιασμα. Θα ποστάρουν, θα σχολιάσουν και κολλημένοι στο mail θα περιμένουν την απάντησή σου. Θα σου ανταπαντήσουν. Θα σου την πουν. Πίσω από τις λέξεις κρύβεται βρίσιμο. Πίσω από το «φιλικά» κρύβεται το «πόσο μαλάκας είσαι» ή πίσω από το τσιτάτο ένα «άντε και χτενίσου».

Να τη η μαγική λέξη. Όχι το «χτενίσου» ρε ομορφιά! Μην αποπροσανατολίζεσαι. Δεν την είδες; Είναι που δεν την έγραψα! Δημόσια. Όλα αυτά. Δημόσια…και όλα στο φως…σεμνά και ταπεινά…πάντα. Γιατί το δημόσιο πουλάει. Ποιος σώφρων άνθρωπος πάει να λύσει τις διαφορές του με mail; Μα το mail θα το διαβάσει μόνο ο αποδέκτης. Δηλαδή ο κανένας. Δηλαδή μηδέν τζερτζελές. Μηδέν δημοσιότητα. Εκείνο το 5λεπτο…της τηλεόρασης, εκείνο το στιγμιαίο σταριλίκι…εκείνο έχει αρχίσει και κατατρέχει και τον κόσμο εδώ. Δημόσια…γιατί το ιδιωτικό…είναι αδιάφορο. Και το δημόσιο ανάβει τα αίματα, ανεβάζει τις επισκεψιμότητες και την αδρεναλίνη μπροστά από έναν άψυχο υπολογιστή.

Ήταν αναμενόμενο θα μου πεις. Μπορεί να είμαστε bloggers αλλά πρώτα είμαστε Έλληνες. Δίκιο έχεις. Εγώ δεν το είχα καταλάβει. Και είναι αυτή η οθόνη και η απόσταση…τόσο προστατευτική που δίνει τη δυνατότητα στους τζάμπα μάγκες του πληκτρολογίου να κάνουν το κομμάτι τους και να βγάλουν τα απωθημένα τους χωρίς κανένα κόστος. Δημόσια. Από τον καναπέ του σπιτιού τους. Αθόρυβα…Χτυπώντας τα πλήκτρα και χύνοντας χολή.

Και ναι…στο σχόλιο μου στην Κατερίνα έκανα ένα λάθος.
«Και την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς...ο Θεός δημιούργησε τη google.
Και την τέταρτη ημέρα κατά τας γραφάς...οι καλικάντζαροί της...δημιούργησαν τα blogs. Κατά την πέμπτη ημέρα...ο Θεός καμάρωσε για τους δούλους του και ζήτησε ένα λάπτοπ με μεγάλη οθόνη και γρήγορη ανάλυση.
Για browser επέλεξε το mozilla που δεν κολλάει και έτσι μπορεί να έχει πολλά παράθυρα ανοιχτά.
Την έκτη ημέρα έβαλε τον Απόστολο Παύλο να διδάξει το νέο αυτό εργαλείο στους Έλληνες.
Και μονολόγησε..."Κάθε σπίτι ένας τρελός, στης Κατερίνας όλοι".
Και παράγγειλε μηλόπιτα και ξεκίνησε το σερφάρισμα.
Έκτοτε όλα πάνε σκατά στον κόσμο.
Κι αυτός χέστηκε. Δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί και με άλλα. Έδωσε adsl στο λαό και έκανε ασύρματη σύνδεση και στον παράδεισο. Ας μην είμαστε και αχάριστοι.»

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 19, 2009

Κάνε κι εσύ μια ανάρτηση...Μπορείς!!!!

Γράψε κάτι
Ναι πρέπει
Δες όλα τα άλλα παιδάκια γύρω σου, γράφουν
Εγώ δεν μπορώ…αγχώνομαι
Αυτό το άγχος θα σε φάει.
Δεν έχω όρεξη λέμε.
Μην τρως τα νύχια σου…είναι γρουσουζιά.
Απαπα…θέλω να κάνω γαλλικό.
Ναι, αλλά γράψε κάτι
Ρομαντικό?
Μας έχεις φλομώσει στα ρομαντικά.
Πολιτικό?
Αφού έχεις να δεις ειδήσεις από τα Χριστούγεννα που ήσουν Ελλάδα
Κοινωνικό?
Ναι βρε, μιας και δεν γράφει κανείς άλλος…
Κάτι από τα παιδικά μου χρόνια?

Κάτι για την εστία? Λέω εγώ τώρα…
Μια φορά ακόμα να διαβάσω για την Ινδή και το Μεξικανό και τι στον κόσμο.
Μα είναι καλά παιδιά.
Δεν είναι το θέμα μας όμως.
Για το Λονδίνο;
Ναι, είναι που κανείς δεν έχει πάει στο Λονδίνο και όλοι περιμένουν τη δική σου ανταπόκριση.
Για τον Ολυμπιακό;
Ε εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα. Άστο έτσι. Μην γράφεις τίποτα. Πήγαινε να διαβάσεις. Τώρα. Έχεις μια εργασία για αύριο.
Την τέλειωσα.
Ξεκίνα την επόμενη.
Βαριέμαι.
Μην μου αντιμιλάς, μην μου αντιμιλάς. Τσακίσου, τσακίσου…χάσου από τα μάτια μου…να μην σε βλέπω.

Καλώδιο, μπουρδούκλωμα, πέσιμο πρωταγωνίστριας…στα παρασκήνια του θεάτρου. Η ξανθιά ταξιθέτρια τρέχει πίσω από την κουίντα. Ο Παπαμιχαήλ φωνάζει «Εύα, Εύα» και ο θιασάρχης φωνάζει «ένα ασθενοφόρο βρε παιδιά»…στο πιο λαμπρό αστέρι φυσικά.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 14, 2009

Κεφάλαιο πρώτο: Ο έρωτας

Και σου το έχω πει.Μην τα αναλύεις όλα. Μην τα βάζεις σε κουτάκια, μην τα τυποποιείς. Μην τα τεμαχίζεις. Ακόμα κι αν κάποιοι το έκαναν, εσύ απλά μην τους διαβάζεις. Ο έρωτας συντηρείται στο σκοτάδι. Στη σιωπή. Ίσως αποτελεί την πιο σκοτεινή δύναμη που παρέχει υπερένταση, απίστευτες αντοχές και κότσια. Σε εκείνον. Στον έναν. Τον τυχερό. Τον ερωτευμένο. Κανείς δεν έγινε καλύτερος άνθρωπος μαθαίνοντας ποιες ορμόνες εκκρίνονται στο έρωτα. Την περιέργεια του έλυσε απλά. Και ίσως να χάλασε και το παραμύθι. Τον λυπάμαι χωρίς να τον ξέρω. Μπορεί και να μην το μάθουμε ποτέ αλλά αυτός…μπορεί να μην ξαναερωτεύτηκε ποτέ. Και είναι άδικο. Κάποια μυστήρια πρέπει να μένουν άλυτα. Τους αξίζει. Κι ο έρωτας είναι παντού.

Είναι στα μάτια της Ινδής που σηκώθηκε στις 5.30 το πρωί, ντύθηκε, φόρεσε τα ψηλοτάκουνα και μέσα στην βροχή, το βαθύ σκοτάδι και το κρύο του Λονδίνου κατέβηκε για να ανοίξει σε εκείνον που ένας Θεός ξέρει από πού ερχόταν μέσα στη νύχτα. Λίγες ώρες μετά, την πέτυχα στην κουζίνα να ετοιμάζει πρωινό για δύο. Και τη θαύμασα. Τα σκούρα μάτια της έλαμπαν. Αυτή η λάμψη του έρωτα που είναι ίδια με του πυρετού. Δεν φορούσε πια τα ψηλοτάκουνα. Αλλά ήταν πολύ όμορφη. Και της το είπα.

Είναι στην έκφραση του Μεξικανού. Στην απόγνωσή του. Σε εκείνον το θυμό που ανάκατα με παράπονο βγήκε σε μένα. Τον κέρασα από το φαγητό μου. Μοιράστηκε τη στεναχώρια του. Εκείνη, η πρώην ντε, αρραβωνιάστηκε κάποιον άλλον εκεί κάτω. Και αυτός την προηγούμενη νύχτα που το έμαθε ήθελε να τα σπάσει όλα εδώ. Τόσα μίλια μακριά της αλλά ο πόνος πάντα παραμένει ίδιος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του. Και σιχαίνομαι την φράση «μην στεναχωριέσαι». Στον έρωτα αξίζει να στεναχωριέσαι. Και δυστυχώς ο πόνος δεν μοιράζεται. Μονάχα πολλαπλασιάζεται και παραμένει μοναδικός.

Είναι στη σιωπή μιας φίλης. Που ένα μεσημέρι από εκείνα τα λίγα, τα ηλιόλουστα δίπλα στον Τάμεση έσπασε. Και μου είπε την ιστορία της που λίγοι τυχεροί και δυνατοί μπορεί να ζήσουν. Για το ταξίδι που έκανε για να τον βρει. Για τα σχέδια που έμειναν όνειρα. Για την απιστία του. Για την υπομονή της. Για την υπόσχεση πως πάντα θα τον αγαπά. Για το τέλος που ήρθε ξαφνικά. Και ένιωσε πως ολόκληρη εκείνη η ιστορία δεν ήταν δικιά της. Είναι απίστευτη η ηρεμία που έρχεται μετά τη φουρτούνα. Το τέλος της καταιγίδας που για εκείνη δεν άγγιξε ποτέ την αγάπη. Για τον πόνο που δεν έγινε απωθημένο αλλά μετατράπηκε σε μια απλή ιστορία που θα μπορούσε να έχει συμβεί σε κάποια άλλη, όχι σε κείνη.

Είναι στην απουσία εκείνης. Που δεν ξαναπάτησε στο γραφείο. Τέσσερις μέρες και η θέση της κενή. Την πέμπτη μια ξανθιά τυπική αγγλιδούλα την αντικατέστησε. Πήρε τη θέση της και το γραφείο της. Πολύ συνοπτικά αλλά σίγουρα όχι ουσιαστικά. Εκείνος πάντα εκεί αλλά εκείνη απούσα και η εικόνα για πάντα αλλιώτικη, διαφορετική, αλλοιωμένη.

Είναι εδώ, είναι γύρω, κρύβεται όταν οι καταστάσεις το απαιτούν, όταν οι πρωταγωνιστές το ζητούνε. Μπορεί να κυκλοφορεί σε μια στάση μετρό, σε ένα μήνυμα κινητού, σε ένα βλέμμα, σε ένα άγγιγμα, σε «ένα φύγε» που σημαίνει μείνε, σε μια δικαιολογία, σε ένα καυγά, σε ένα τραγούδι του οποίου οι στίχοι τα λένε όλα.

Ο έρωτας…κεφάλαιο πρώτο και ουσιώδες στο βιβλίο της ζωής. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να το προσπεράσουν, να το αποστηθίσουν, να το σκίσουν. Πάλι καλά.


Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2009

Μπανιστήρι από το παράθυρο... ή αλλιώς ο έρωτας στα δέκα μέτρα.

Απόψε ξέχασαν τα φώτα αναμμένα απέναντι. Το πρωί ένας μόνο υπάλληλος πάλευε μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή του καταπατώντας το 5νθήμερο, μετά από το 40ωρό που έχει εδώ και καιρό καταργηθεί. Εκείνη δεν την έχω δει ποτέ Σάββατο. Είναι όμως αυτή που ανοίγει πάντα την εταιρία τις καθημερινές. Κάθε πρωί στις 7.30 ακριβώς. Την βλέπω στα ξενύχτια μου, καμιά φορά όταν ξημερώνομαι χωρίς να το καταλάβω. Την βλέπω όταν ξυπνώ να προλάβω τη μέρα όπως κι εκείνη. Την βλέπω να τρέχει κι εκείνη όπως κι εγώ, στάσιμα μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή.


Εκείνος έρχεται πάντα πιο αργά από εκείνη και φεύγει πιο αργά, σχεδόν ένα δίωρο αργότερα. Κάθονται κοντά. Θα μπορούσαν να είναι ζευγάρι. Η στάση των σωμάτων τους εκπέμπει μια οικειότητα απίστευτη...σχεδόν μια ηδονή. Ταιριάζουν. Καμιά φορά τους χαζεύω και έχω τη βεβαιότητα πως θα μπορούσαν να είναι αξιοζήλευτο ζευγάρι. Εκείνη, σίγουρα είναι ερωτευμένη μαζί του. Με τα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά θυμίζει κοριτσάκι. Δεν την έχω δει ποτέ να τον κοιτά ή να μιλάνε. Εκείνος με το bluetooth στο αυτί και μπροστά από την οθόνη φαίνεται απρόσιτος. Μπορεί και να είναι το αφεντικό. Ναι, σίγουρα θα είναι. Η χημεία τους διαπερνά την απόσταση, φτάνει μέχρι εμένα. Ακουμπά το τζάμι μου και θολώνει από την αψάδα το παγωμένο γυαλί.


Μου θυμίζουν ένα άλλο ζευγάρι λίγα χρόνια πριν στο μετρό της Αθήνας. Αόρατο για τους πολλούς. Καθόντουσαν απέναντι και τίποτα δεν πρόδιδε την σχέση τους. Μπαίνοντας έκατσα δίπλα σε εκείνον. Το βαγόνι μισοάδειο, γέμισε ασφυκτικά σε εκείνη τη στάση. Τότε μου είχε φανεί περίεργο αλλά σήμερα μπορώ να το καταλάβω απόλυτα. Δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Για αυτό είχαν επιλέξει την οπτική επαφή. Κάποια στιγμή μετά από πολύ λίγο μου ζήτησε να αλλάξουμε θέσεις. Πιτσιρίκα εγώ, δεν την ρώτησα αλλά με ένα χαμόγελο σηκώθηκα. Σε όλη της υπόλοιπη διαδρομή δεν ξανακοιτάχτηκαν. Στα χείλη του υπήρχε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο. Στο βλέμμα της υπήρχε απλά το κενό. Ακουμπούσε πάνω του αλλά το σώμα της, η στάση της, η μορφή της έκρυβαν πολύ καλά αυτό που ένιωθε. Κατέβηκε χωρίς να τον χαιρετήσει. Μετά από 2 στάσεις κατέβηκε και εκείνος.

Τις προάλλες, στα χιόνια ήταν οι μόνοι που ήρθαν στην εταιρία. Ήταν μόνοι τους αλλά και πάλι δεν τους πέτυχα να ανταλλάσουν μια κουβέντα. Με στεναχωρεί η ιδέα ότι αυτός μπορεί να είναι παντρεμένος. Αυτή σίγουρα δεν είναι. Καμία γυναίκα ερωτευμένη με αυτόν που ξαπλώνει, δεν σηκώνεται τόσο πρωί. Η μάλλον μόνο μια ερωτευμένη γυναίκα θα άνοιγε πριν από όλους μια ολόκληρη εταιρία.
Σκέφτομαι πως έχουν περάσει τόσοι μήνες από την πρώτη φορά που τους είδα. Και είμαι σίγουρη ότι αν τους πετύχω στο δρόμο η απόσταση προστατεύει τόσο την ανωνυμία τους που δεν θα τους αναγνωρίσω.


Σάββατο βράδυ απόψε και προσπαθώ να προχωρήσω την εργασία του μεταπτυχιακού. Τα φώτα απέναντι με αποσυντονίζουν. Σκέφτομαι εκείνη που είναι μόνη. Μπορεί κι αυτή να έχει μετατραπεί απόψε σε μια από τις Αγγλιδούλες του Σαββατόβραδού. Μια από αυτές που κυκλοφορούν με τα σατέν φουστάνια και δεν κρυώνουν. Που πίνουν και μεθάνε. Που στο γυρισμό επιβιβάζονται στο λεωφορείο και περπατάνε ξυπόλυτες με τα παπούτσια στο χέρι μέχρι τη στάση. Μπορεί κι εκείνη απόψε να είναι μια από αυτές. Να γελά με τις φίλες της και να προχωρά μεθυσμένη πατώντας με τα γυμνά της πόδια, τους δρόμους του βρώμικου Λονδίνου.


Τη Δευτέρα θα είναι και πάλι εδώ. Δίπλα του. Δεν θα του μιλήσει και στις 5 θα σηκωθεί να φύγει όπως πάντα. Κάποια στιγμή, κάποιο πρωί ίσως και να μην ξαναγυρίσει. Μπορεί η οικονομική κρίση να είναι ζόρικη. Αλλά μια γυναίκα ξέρει πολύ καλά πως πολύ πιο ζόρικοι είναι οι πρίγκιπες, πάνω και πέρα από τους καιρούς.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2009

Θυμός

Ο Θυμός…γένους κι αυτός αρσενικού σαν τον πόνο. Μόνο να…πιο λεβέντης, πιο δυνατός, πολύ πιο σκληρός και ενίοτε πιο όμορφος. Σαν άντρας βαρύς κι ασήκωτος δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Έρχεται όποτε θέλει αυτός, φεύγει όταν το αποφασίσει, μπορεί να κάνει καιρό να περάσει, αυτός ξέρει κι επιλέγει, σαν τον φαντάρο, σαν τον εραστή... κάπως έτσι.

Ο Θυμός, υγιές συναίσθημα για κάποιους, τροχοπέδη για κάποιους άλλους, μυστήριο για μένα.

Θυμώνω με τα παράλογα, με αφήνουν παγερά αδιάφορη τα παράξενα, δέχομαι τις μιζέριες και τρομάζω ακόμα κι εγώ με αυτούς τους νευρώνες που δίνουν το σύνθημα για να εκκριθεί η αδρεναλίνη, να ξεκινήσει η διαδικασία, να βγει ο θυμός. Ακόμα κι αυτός…λένε πως μπορεί να χαρτογραφηθεί με ακρίβεια. Κι είναι από τα λίγα συναισθήματα…αυτό και του έρωτα που θα έπρεπε να είχαν μείνει στο σκοτάδι. Το γιατί και το πώς να ήταν άλυτα μυστήρια. Δηλαδή…για να λέμε του στραβού το δίκιο…δεν τους άξιζε να έχουν αποκωδικοποιηθεί.
Χάνουν τη μαγεία τους. Ευτελίζονται. Κι αν για τον θυμό συγχωρείται, για τον έρωτα απλά δεν επιτρέπεται.

Θυμώνω με αυτούς που θα πειράξουν τους δικούς μου ανθρώπους. Σαν μοναχοπαίδι, σαν παιδί κακομαθημένο, έχω μάθει τα δικά μου να μην τα ενοχλεί κανείς. Να μην τα αγγίζει.

Θυμώνω με αυτούς που θα προσβάλλουν. Θα μειώσουν. Θα πληγώσουν. Όχι εμένα. Εκείνους. Εκείνους που αγαπώ.

Θυμώνω με αυτούς που ζούνε εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Με αυτούς που θα πατήσουν πάνω μας για να ανεβούν. Με αυτούς για τους οποίους ο σκοπός αγιάζει τα μέσα…τα όποια μέσα…ναι έχουν σημασία και τεράστια μάλιστα.

Θυμώνω με ορισμένους που νομίζουν ότι είναι έξυπνοι, μεταφράζοντας την κουτοπονηριά σε δύναμη. Ακόμα κι εδώ, κυκλοφορούν και είναι και Έλληνες. Τρομάρα τους.

Θυμώνω με την αχαριστία. Θυμώνω με το ψέμα. Τεράστια κουσούρια αυτά. Για μένα, όχι γι αυτούς. Γιατί μεγάλωσα και δεν τα ανέχομαι πια. Γιατί γέρασα και έμεινα αθεράπευτα παιδί. Γιατί ακόμα σοκάρομαι με τη χυδαιότητα και πολύ φοβάμαι…δεν θα βάλω μυαλό ποτέ.

Ενίοτε θυμώνω άδικα. Κουσούρι δικό μου αυτό. Σφάλμα του κατασκευαστή. Από τη μάνα μου. Καμιά φορά θυμώνω μελοδραματικά. Τόσο που ούτε εγώ με αντέχω.
Και είναι και ο θυμός…άντρας. Γι αυτό και νομίζω ότι δεν μπορώ να του αντισταθώ…και υποκύπτω.

Υ.Γ. Κάθε φορά με κατατρέχει η φράση που έχει πει εκείνη που άνοιξε την παρούσα τριλογία. Τα υστερόγραφα λένε όσα το κείμενο δεν μπορεί. Ίσως. Αυτό που θέλω όμως να πω, είναι ότι αυτός ο κύκλος έκλεισε. Η πορεία από εδώ και πέρα άγνωστη. Αλλά να, αυτές οι αναρτήσεις άξιζαν τον κόπο, τον χρόνο, τον πόνο και τον θυμό…! Και σίγουρα ήταν καθοριστικές.

Σας ευχαριστώ. Όλους.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2009

Δεν μετανιώνω

Ήταν βράδυ αποκριάς λίγα χρόνια πριν, η τελευταία Κυριακή πριν ξημερώσει καθαρά Δευτέρα και θυμάμαι ότι έκανε απίστευτο κρύο. Όλος ο κόσμος ήταν υποχρεωτικά έξω, το αδιαχώρητο στους δρόμους και η Πλάκα…απαγορευμένη περιοχή. Είχε περάσει η ώρα. Μπορεί να ήταν και δυο. Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι κοίταζα τη θάλασσα από το θολωμένο παρ μπριζ. Θυμάμαι τις λέξεις, τις λέξεις, τις κουβέντες άδειες, τα νοήματα μισά. Ίσως πιο πολύ τα συναισθήματα μετέωρα, φυλαγμένα μέσα στο καλούπι του εγωισμού για τον καθένα ξεχωριστά. Λίγο πιο πέρα τα φώτα του δρόμου και η λιγοστή κίνηση βοηθούσαν στο να μην μείνει κολλημένο το μυαλό στα ίδια. Δεν ξέρω ποια είναι εκείνη η μαγική δύναμη, εκείνος ο διακόπτης που παίρνει τελεσίδικες αποφάσεις. Δεν ξέρω καν ποιοι νευρώνες δίνουν σήμα για το τέλος. Αλλά το τέλος ήταν πολύ έντονα παρόν. Άνοιξα την πόρτα και την έκλεισα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Άρχισα να περπατώ γρήγορα μέσα στο κρύο σφίγγοντας όσο περισσότερο μπορούσα το παλτό μου. Στο μυαλό μου, τα μάτια του. «Αν φύγεις τελειώσαμε.». Τελεσίδικη εικόνα, ασορτί με το βλέμμα για μια ήδη ειλημμένη απόφαση. Μα έχουμε ήδη τελειώσει ήθελα να φωνάξω. Απλά τώρα, μόλις εκείνη η μαγική δύναμη, ο διακόπτης, οι νευρώνες μου το ξεκαθάρισαν. Τα παπούτσια με χτυπούσαν, ήμουν κάπου στις ερημιές της Βάρκιζας. Έκανε κρύο και ήταν νύχτα. Δεν το μετάνιωσα. Ποτέ. Και δεν ξαναγύρισα πίσω. Θα ήταν λάθος. Σε κάποια φανάρια αρκετά πιο μακριά ένα ταξί με μάζεψε. Θυμήθηκα το κλισέ που είχα ακούσει εκείνες τις μέρες και χαμογέλασα. «Χαμένες νίκες είναι μόνο αυτές που δεν δόθηκαν ποτέ.»

Μην φύγεις μου είπε και ολόκληρη η στάση του σώματός της το έδειχνε ξεκάθαρα. Εδώ, θα τα καταφέρουμε. Μπορείς να ξεκινήσεις κατευθείαν το διδακτορικό. Μην πας στην Αγγλία. Δεν σου χρειάζεται. Ψέματα μου έλεγε. Σαν μανούλα προσπαθούσε να με καθησυχάσει. Το ήξερα ότι το χρειαζόμουνα. Σε όλους τους τομείς. Το ένιωθα. Το ήθελα και όπως όλα τα μεγάλα, τα δύσκολα, τα ψυχοφθόρα, το φοβόμουνα. Το έτρεμα. Χαμογέλασα και την αγκάλιασα. Της υποσχέθηκα ότι θα της τηλεφωνώ. Θα μιλάμε. Κοίταζα το εργαστήριο που είχα περάσει τον τελευταίο χρόνο της ζωής μου. Το γραφειάκι στο οποίο γράφαμε τις εργασίες, δουλεύαμε τα προγράμματα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο την ανοιχτή έκταση, τα διάσπαρτα κτίρια του Πανεπιστημίου, το πράσινο. Και το αυτοκίνητό μου. Τελευταία φορά παρκαρισμένο εκεί. Έκανα ένα νεύμα χαιρετισμού. Έπρεπε να φύγω αλλιώς θα έβαζα τα κλάματα εκεί μπροστά της. Όχι ότι με ένοιαζε. Αλλά έπρεπε να φανώ δυνατή. Σε μένα. Δεν το μετάνιωσα. Έφυγα και δεν έχω επιστρέψει πίσω. Ακόμα.

Ήταν καλοκαίρι, τέλη Ιούλη και ήμασταν διακοπές σε ένα από τα πιο όμορφα Κυκλαδονήσια. Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησε η συζήτηση, δεν θυμάμαι καν στην ντάλα του μεσημεριού πως ειπώθηκε η πρώτη κουβέντα. Θυμάμαι ότι έκαιγε η γη. Θυμάμαι ότι είχαμε γυρίσει από το μπάνιο, με την αλμύρα της θάλασσας ακόμα πάνω μας. Φορούσαμε μόνο τα μαγιό και μας έκαναν χάζι οι απέναντι πιτσιρικάδες των ενοικιαζόμενων που προφανώς τότε είχαν ξυπνήσει με το φραπέ στο χέρι. Και το είπα. Το ξεστόμισα και εκείνη την ώρα το εννοούσα απόλυτα. «Μην παίζεις θέατρο.». Ακόμα και σήμερα αυτή η φράση με έχει στοιχειώσει. Ήμουν άδικη. Ήμουν σκληρή. Και την αγαπούσα. Ήμασταν μαζί από παιδιά. Την ήξερα καλύτερα κι από μένα. Έβαλε τα κλάματα κι εγώ κοιτούσα με έκπληξη. Όρθια. Με τους πιτσιρικάδες απέναντι να μην λένε να ξεκολλήσουν. Με μένα να μην κάνω βήμα. Με εκείνη να μην σταματά το κλάμα. Κι έτσι μας βρήκαν οι υπόλοιπες. Φορτωμένες με ψώνια από το μίνι μάρκετ. Μια εικόνα σουρεαλιστική σε γαλαζόλευκο φόντο. Της ζήτησα συγγνώμη. Μέρες μετά, έψαχνα σε μένα το νόημα των όσων είπα. Δεν το βρήκα. Και ναι. Το μετάνιωσα.

Μικρές διαχωριστικές γραμμές, μικρές διαχωριστικές ιστορίες. Οι τύψεις πάντα παρούσες. Αλλά σαν παιδί ακόμα, κρύβομαι από αυτές. Έχω μάθει να κάνω αυτό που νιώθω ακόμα κι αν ξέρω ότι θα πονέσω. Αλήθεια γιατί ο πόνος είναι γένους αρσενικού; Έχω μάθει να κουνώ το πρώτο τουβλάκι του ντόμινο και να χαλώ το οικοδόμημα που μόνη μου έφτιαξα. Να κοιτώ τα τουβλάκια να πέφτουν κι εγώ να μην μετανιώνω. Να ταράζω τα νερά και να μην μετανιώνω. Να δοκιμάζομαι και να δοκιμάζω. Εντάξει, που και που να μετανιώνω. Να ζω.

Υ.Γ. Και για την προηγούμενη ανάρτηση δεν μετανιώνω. Ακόμα και τώρα να την ξεκινούσα πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα. Γιατί τα λάθη μου είμαι εγώ.

Ευχαριστώ αυτούς που το έχουν καταλάβει. Αυτούς που έχουν πάντα ανοιχτή την αγκαλιά τους σε μένα.