Τετάρτη, Απριλίου 23, 2008

Η Σαλονίκη, ο μπαμπάς Πλεύρης, ο ΠΑΟΚ κι εγώ.

Φεύγω. Επιτέλους σαν άνθρωπος κι εγώ ήρθε η ώρα να κάνω ολιγοήμερες διακοπές. Τόσο καιρό τις περίμενα τις ρουφιάνες. Δεν το έλεγα για να μην με ματιάσετε. Τώρα που έφτασε η ώρα σας το λέω για να μου ευχηθείτε καλό ταξίδι. Αφήνω την Αθήνα και ανηφορίζω προς Θεσσαλονίκη μεριά. Το να ανεβαίνεις όμως Θεσσαλονίκη εν μέσω Μεγάλης Εβδομάδας είναι σαν να πηγαίνεις στη Disneyland σε μέρα που τα παιχνίδια δεν λειτουργούν. Ο λόγος απλός. Ανεβαίνω με την ελπίδα να γνωρίσω από κοντά τον Τερκενλή, να συστηθώ με το Μίλτο, να αγκαλιάσω το Χατζή και τα συροπιαστά του και να προσκυνήσω τον Ελενιάδη και τα τρίγωνα με σοκολάτα που προσφάτως έμαθα ότι φτιάχνει. Μιλάμε οι άνθρωποι είναι πολύ μπροστά και πρέπει να τους βρω να τους το πω. Έχω σκοπό επίσης να γνωρίσω ένα προς ένα τα τσιπουράδικα στην Αγάθωνος και να πάω στα Λαδάδικα που πουλάν αυτό που θες. Τώρα μη με ρωτάς τι θες. Εγώ θα σου πω; Εγώ απλά θέλω διακοπές.

Παράλληλα ζω με την ελπίδα να δω τον Νομάρχη έτσι:


ή έτσι:


ή κάπως έτσι τέλος πάντων


Ότι η πόλη δεν έχει μετρό είναι στα πλην της.
Ότι ανεβαίνω με Αθηναϊκές πινακίδες είναι στα δικά μου πλην.
Στους Παοκτζήδες δεν θα πω ότι είμαι Γάυρος.
Ότι θα μένω στο ίδιο σπίτι με Αρειανό δεν το κάνω θέμα.
Στα σουβλατζίδικα ελπίζω να συνεννοηθώ και να μην ακούσω κρύα αστειάκια με το καλαμάκι, την κόκα κόλα, το γύρο και τη ρώσικη σαλάτα.
Οι φήμες ότι θα πάω στον Κιάμο είναι τελείως αβάσιμες. Ούτε στο
Χριστοδουλόπουλο. Ούτε στη Στανίση λέμε!! Απορώ ποιος τις διαδίδει.

Σας έχω πει ότι λατρεύω το Πάσχα κι ας σιχαίνομαι τη μαγειρίτσα και το αρνί έτσι; Σας το ξαναλέω. Λατρεύω το Πάσχα. Τα κόκκινα αυγά, τα πασχαλινά κουλουράκια και τον ωραίο καιρό που θα μας κάνει. Δεν το διαπραγματεύομαι το τελευταίο. Να περάσετε καλά. Να μη φάτε το σκασμό. Η Κυριακή του Πάσχα είναι η χειρότερη μέρα εφημερίας για τους γιατρούς που έχουν την υποχρέωση να βοηθήσουν κάθε καημένο που έφαγε στη καθισιά του ολόκληρο το αρνί προφανώς υπερτιμώντας τις δυνατότητες του οργανισμού του, για να βρεθεί λίγο αργότερα τάβλα τραγουδώντας «η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου.»

Προσοχή στους δρόμους, προσοχή στα κεριά, μην αρπάξει το μαλλί της Ξανθιάς που είχε τη φαεινή ιδέα να περάσει τη βαφή 3 ώρες πριν έρθει στην εκκλησία και μετά θα κατηγορήσει εσάς για την εύφλεκτη ύλη που κουβαλά πάνω της. Και μην παίζετε με βεγγαλικά, μεγάλα παιδιά. Εκτός του ότι είναι επικίνδυνα για σας, τα φοβάμαι σε βαθμό απελπισίας. Λυπηθείτε με!!
Και ένα νέο που θα ανακοινωθεί εντός των επομένων ημερών, για να μην έχετε ανησυχία. Θα αναστηθεί ο Χριστούλης!!


Ραντεβού στους μπαξέδες του Θερμαϊκού καρντάσια!!

Υ.Γ. Παίρνω μαζί μου για χαλάρωση το βιβλίο της Έρσης Σωτηροπούλου «Ζιγκ – Ζάγκ στις νερατζιές» αλλά άμα δείτε τον μπαμπά Πλεύρη μην του το πείτε. Ούτε ότι εκείνο το καλοκαίρι που έκλεινα τα δέκα διάβαζα Λιλή Ζωγράφου. Ούτε ότι στα οκτώ είδα στο σινεμά το «Σπίτι των Πνευμάτων». Και επειδή το ξέρω, δεν μπορείτε να πείτε ψέματα, καλύτερα να τον αποφύγετε όπου κι αν τον πετύχετε.

Υ.Γ.2 Τις φωτογραφίες μου τις έστειλαν με μάιλ. Ως εκ τούτου δεν γνωρίζω την πηγή τους. Είμαι απόλυτα πεπεισμένη όμως οτι είναι αληθινές. Τώρα αν πίσω από την αποστολή κρύβεται ο Πρετεντέρης δεν μπορώ να το ξέρω. Επίσης πνευματικά δικαιώματα θα πληρώσω μόνο στον Νομάρχη εφόσον μου τα ζητήσει. Χαλάλι του.

Καλή Ανάσταση σε όλους!!!

Κυριακή, Απριλίου 20, 2008

Σ' αγαπώ που μ' αγάπησες λίγο...

Κοιτούσε τους λεκέδες στη μοκέτα. Κοιτούσε και την εικόνα τους στον καθρέφτη απέναντι από το κρεβάτι. Την κραυγαλέα διακόσμηση. Τον πίνακα με τη γυμνή γυναίκα στα δεξιά. Οι κουρτίνες κλειστές, στο δωμάτιο σκιές κι ένας έρωτας σε τιμή ευκαιρίας που διατίθεται σε ξενοδοχεία β κατηγορίας. Δε μιλούσε. Η σιωπή μιλούσε και για τους δύο. Το τσιγάρο βαρύ. Ποιος να πει, τι να πει. Κατά βάθος ήξερε ότι ήθελε να ουρλιάξει. Να σπάσει την εκκωφαντική σιωπή. «Με πονάει που με θες» της είχε πει μόλις πριν λίγο. «Με πονάει που δεν με θες» ήθελε να του απαντήσει. Αλλά δεν μίλησε. Το τσιγάρο βαρύ. Δύο χρόνια τώρα, λαθρεπιβάτης σε αυτό το τρένο προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στη ζωή της και στο πάθος για αυτή τη σχέση που την είχε κυριεύσει. «Ένας ίλιγγος με παρασέρνει» σκεφτόταν. Αυτός άραγε τι να σκεφτόταν; Δεν την μπορούσε αυτή την παγωμάρα. Δεν την άντεχε. Ένιωθε τόσο ευάλωτη, τόσο μόνη κι ας ήταν μαζί του. «Βιαστικά θα ντυθώ και θα φύγω» αποφάσισε. Σηκώθηκε, το βλέμμα της συνάντησε το δικό του στο καθρέφτη. Τράβηξε όμως τη ματιά της γρήγορα. Πάντα έχανε στο παιχνίδι αυτό. Δεν μπορούσε να τον κοιτά μέσα στα μάτια για ώρα. Ένιωθε ότι διάβαζε τη σκέψη της. Ήταν σίγουρη μάλλον. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο είδωλό της. Δυο ρυτίδες βαθιές, δύο χρόνια τώρα είχαν φύγει από το πλαίσιο των χειλιών και είχαν μεταφερθεί στο μέτωπο. Το χαμόγελο είχε ηττηθεί, τα φρύδια πλέον συνεχώς σμιχτά και οι μαύροι κύκλοι σε κρύσταλλα μάτια έχουν πάρει τη θέση αυτών των κάποτε λαμπερών γαλανών ματιών. Οι κινήσεις της γρήγορες. Εκείνος σε αυτό το έργο απλά θεατής. Πυρετός η στιγμή που απομένει γιατί βαθιά μέσα της ήξερε ότι τον αποχαιρετούσε. Το τσιγάρο βαρύ. Έριξε μια τελευταία ματιά στην εικόνα της. Ήταν όμορφη διάολε. Όμορφη και νέα. Δεν της άξιζε όλο αυτό. Τον πλησίασε αργά, πήρε το τσιγάρο από τα χέρια του και έκανε μια τελευταία τζούρα. Αμέσως μετά με μια στάλα ντροπή, στο φευγάτο φιλί άφησε τη δική του γεύση πάνω στα χείλη της. Προχώρησε στην πόρτα, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. «Σ’ αγαπώ που μ’ αγάπησες λίγο» αρκέστηκε να πει ψιθυριστά. Τόσο ώστε να μην την ακούσει. Στο διάδρομο οι φωνές δυνατές. Φόρεσε τα μαύρα γυαλιά ηλίου κι ας είχε συννεφιά. Τα δάκρυα δεν ταίριαζαν με το μέρος. Τους αποχαιρετισμούς τους σιχαινόταν. Το τέλος είχε μπει εδώ και καιρό μόνο που εκείνη δεν είχε τη δύναμη να το δεχτεί. Και η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβει. Δεν ήταν μόνο νέα και όμορφη διάολε. Ήταν και μάνα. Σε λίγο ο μικρός θα σχολούσε από το σχολείο. Δεν την έπαιρνε να αργήσει.


ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΒΑΡΥ
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Γιάννης Σπάθας
Ερμηνεία: Μελίνα Ασλανίδου

"Οι κουρτίνες κλειστές
στο δωμάτιο σκιές
στο δωμάτιο σκιές
μαύροι κύκλοι σε κρύσταλλα μάτια
με πονάει που με θες
οι φωνές δυνατές
οι φωνές δυνατές
αγωνία, στην άμμο παλάτια
στο δωμάτιο σκιές
μαύροι κύκλοι σε κρύσταλλα μάτια.

Το τσιγάρο βαρύ
ποιος να πει, τι να πει
το τσιγάρο βαρύ
βιαστικά θα ντυθώ και θα φύγω
με μια στάλα ντροπή
στο φευγάτο φιλί
με μια στάλα ντροπή
σ' αγαπώ που μ' αγάπησες λίγο
το τσιγάρο βαρύ
βιαστικά θα ντυθώ και θα φύγω.

Αναμμένες φωτιές
άγνωστές μου σπηλιές
αναμμένες φωτιές
ένας ίλιγγος με παρασέρνει
δεν ακούω τι λες
σε πληγώνει και κλαις
σε πληγώνει και κλαις
πυρετός η στιγμή που απομένει
αναμμένες φωτιές
ένας ίλιγγος με παρασέρνει"


Αυτή η ανάρτηση προέκυψε μετά από πρόσκληση του Απο μηχανής πρασινόμάτη - που παίζεται να είναι - Θεού. Το ζήτημα είναι οτι ήρθε σε μια φάση που ήθελα περισσότερο από ποτέ να κάνω μια μουσική ανάρτηση με λατρεμένους στίχους που μιλάνε πολλές φορές καλύτερα από μας, για μας. Καλώ να κάνουν το ίδιο και η Θαλασσινή, ο Τζονάκος, και η Artanis.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2008

Περί φοιτητικών εκλογών, παρατάξεων και αφισών...

Η ξανθιά της αφίσας δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Κρατά στο χέρι της το μπουκαλάκι με την υγρή σαπουνάδα και κάνει φούσκες όπως κάναμε παιδιά. Έχει την ηρεμία που εμένα μου λείπει. Έχει την ξεγνοιασιά που εγώ δεν έχω. Βλέπει ένα διαφορετικό πανεπιστήμιο από αυτό στο οποίο εγώ φοιτώ. Ο πολιτικός φορέας που την έκανε αφίσα έχει φροντίσει γι’ αυτό. Την παρατηρώ τρέχοντας από το ένα αμφιθέατρο στο άλλο, από τον ένα καθηγητή στον άλλο. Αυτός ο δρόμος της διπλωματικής δεν είναι μόνο μακρύς, είναι και κακοτράχαλος. Η ξανθιά τον έχει περάσει άραγε; Σε κάθε διάδρομο εγώ όλο και πιο κουρέλι. Αυτή ίδια και απαράλλαχτη με ξεγνοιασιά σε ανοιξιάτικο τοπίο κάνει φούσκες. Τους δικούς μου μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια δεν τους έχει. Και γιατί άλλωστε. Αυτή σπουδάζει σε άλλο πανεπιστήμιο. Πιο ροζ, πιο φλοράλ. Ανοιχτόχρωμο και λαμπερό. Κι εγώ σε άλλο, με πιο σκούρες αποχρώσεις. Αυτή εμπιστεύτηκε τα όνειρά της σε κάποια παράταξη και ξέγνοιασε. Δικαιώθηκε. Έγινε αφίσα. Κάνει σαπουνόφουσκες γιατί δεν έχει άλλες έννοιες. Αλί σε μένα.

Πιο πέρα τρεις λαμπτήρες σε φόντο μπλε με τον πιασάρικο σλόγκαν από κάτω με αγχώνουν πως χωρίς προτάσεις θα παραμείνω στο σκοτάδι. Έχω προτάσεις; Κι αν έχω που τις κρύβω; Σε ποιο αμφιθέατρο τις άφησα; Μαζί με τα όνειρά μου τις έχω φυλάξει; Ή με τις ελπίδες; Γιατί νομίζω ότι απέναντι σε όλους αυτούς εγώ είμαι απλά γεμάτη ενστάσεις; Κι αυτοί που ενισχύουν το ενοχικό μου σύνδρομο έχουν προτάσεις; Μήπως απλά έχουν μάθει να παίρνουν αποφάσεις; Μα δεν είναι τραγική ειρωνεία ότι οι εν λόγω αφίσες είναι κολλημένες σε ένα διάδρομο με καμένες πάνω από τις μισές λάμπες για κανά εξάμηνο;

Δυο χέρια σπάνε τα δεσμά της συνήθειας. Ένα καραβόσκοινο δεμένο γύρω από δύο νεανικούς καρπούς κόβεται. Έχω ένα τρόμο απέναντι σε δεσμά και δεσμούς πολιτικούς. Μου ‘ρχεται να το βάλω στα πόδια. Αυτά τα χέρια που σπάνε το σκοινί στην αφίσα αυτή, το βράδυ θα χορεύουν πάνω στο τραπέζι στη Πέγκυ Ζήνα, με 25 Ευρώ το άτομο, με τραπέζι ανά 6; Αυτά τα χέρια από ποιο τραπεζάκι θα πάρουν σημειώσεις για το Χ μάθημα; Αυτά τα χέρια πόσες μέρες έκαναν για να πάρουν από τη γραμματεία της σχολής καινούργιο πάσο επειδή κατά λάθος έχασαν το παλιό; Γιατί τα δικά μου χέρια έκαναν δύο εβδομάδες. Αυτά τα χέρια έχω την υποψία ότι επειδή είναι κομματικοποιημένα έκαναν λιγότερο. Μιλάμε πάντα για συναλλαγή με το πανεπιστήμιο. Με τη γραμματεία αυτού. Είναι η ίδια γραμματεία που παραμονές των εκλογών έδωσε τους καταλόγους με τα τηλέφωνα των φοιτητών στις παρατάξεις κι έτσι μέσα στο μεσημέρι με πήραν σε κινητό και σταθερό επειδή με έψαχναν να δουν που είμαι, πως είμαι, πότε θα κατέβω να ψηφίσω. Αυτά τα χέρια είναι μαχαίρια και ήρθαν για να με δικάσουν τελικά; Γιατί κατά βάθος έχω την υποψία ότι η απίστευτη ελαφρότητα της ανύπαρκτης πολιτικής οντότητας βρίσκει διέξοδο μέσα από σλόγκαν που εγώ κάθομαι και διαβάζω με τύψεις, με ενοχές εν μέσω ενός αγώνα δρόμου; Σε αυτό τον αγώνα δρόμου οι παρατάξεις ποιόν ακριβώς ρόλο παίζουν; Κανονικά θα έπρεπε όλοι μαζί να είμαστε στην ίδια αφετηρία. Είμαστε όμως;

Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα ξεχάσω ποτέ το τυπωμένο εκείνο μότο που σε λευκό χαρτί χωρίς εικόνα έλεγε πολύ απλά ότι « ψηφίζοντας τη φίλη σου τη Μαρία που είναι στο ψηφοδέλτιο της Δαπ, ψηφίζεις την πολιτική της μέσα στα πανεπιστήμια. (‘Όχι της Μαρίας. Της Δαπ.)» Πέρασαν και οι φετινές φοιτητικές εκλογές. Η γενιά μετά τη γενιά του Πολυτεχνείου έχει μπει για τα καλά στο πελατειακό αλισιβερίσι που οι παρατάξεις έχουν στήσει εν αγνοία της και συμμετέχει χωρίς να έχει την παραμικρή υποψία ότι σε αυτό το χορό δεν χορεύει επειδή αυτή το θέλει αλλά επειδή κάποιοι άλλοι της χτυπούν παλαμάκια. Έχει μάλιστα την αυταπάτη ότι ωφελείται. Ότι ωφελεί με τη στάση της πολύ περισσότερο την αντίπερα όχθη δεν της περνά από το μυαλό. Παίρνει το μικρό αντίτιμο και κάνει μεγάλες χάρες, χαρίζοντας στη γαλάζια παράταξη πανελλαδικά το αξιοζήλευτο 42% και στο Πολυτεχνείο την πρωτιά σε 4 από τις 9 σχολές. Οι τελευταίες μου εκλογές ως φοιτήτρια ήταν αυτές. Και για πρώτη φορά δεν πρόλαβα να κατέβω να ψηφίσω τη φίλη μου τη Μαρία που όχι, δεν κατέβαινε με το ψηφοδέλτιο της Δαπ.


Σάββατο, Απριλίου 05, 2008

To παπούτσι σου βρωμάει...αλλαξέ το!

Με τέτοια τρεχάματα που έχω αυτό τον καιρό, μόνο αναρτήσεις του ποδαριού μπορώ να κάνω. Με πήραν είδηση λοιπόν και μου ζήτησαν ο Τζονάκος και ο Νίκος να δείξω το αγαπημένο μου πατούμενο. Έλα όμως που το πατούμενο για μένα είναι μια μεγάλη ιστορία, μια τρελή εμμονή, ένα κόλλημα χωρίς γιατρειά. Το ίδιο πρόβλημα τίθεται και με το κεφάλαιο «τσάντα» αλλά αν το αναπτύξω και αυτό τότε ο αντρικός πληθυσμός θα σκίσει τα πτυχία του και θα καταραστεί τον Αδάμ που στάθηκε τόσο μαλάκας ώστε να ξεγελαστεί από μια μελαχρινή πρασινομάτα. Έκτοτε και επίσημα άρχισαν οι ντροπές και βρήκαν ο Manolo Blahnik, η Καλογήρου και ο Jimmy Choo γυναικεία θύματα για να εκμεταλλευτούν. Γιατί η σωστή μπαλαρίνα, το κατάλληλο peep-toe, η τέλεια δεκάποντη γόβα και το χρυσό πέδιλο χρειάζονται μελέτη, σπουδή και ενίοτε ωδή στον Ύψιστο ώστε να μας φανερωθούν.

Και πριν με κατηγορήσετε για υπέρμετρο καταναλωτισμό να σημειώσω ότι στις Πανελλήνιες είχε πέσει το εν λόγω θέμα και εγώ είχα γράψει Άριστα. Τώρα αν οι διορθωτές ήταν γυναίκες δεν μπορώ να το ξέρω. Στις ασκήσεις πάντως ζητούσαν επίσης το αντίθετο του καταναλωτισμού και εγώ είχα γράψει ασκητισμός. Θρίαμβος. Έμπαινα Νομική Κομοτηνής από τη Θετική κατεύθυνση εξαιτίας του καταναλωτισμού στην Έκθεση, του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου του 1830 και της Συνθήκης της Αδριανούπολης του 1829 στην Ιστορία. Αϊ σιχτίρ που τα θυμήθηκα αυτά νυχτιάτικα. Μα πόσο προφητική ήμουν όταν έβαζα ως avatar το γοβάκι που φορά το πριγκιπόπουλο στην παξιμαδοκλέφτρα- που ξεβράκωτη την πήρε και την έκανε κυρία;

Κι επειδή αυτές τις μέρες μπορεί να έχω κάνει περίπου 6853 χιλιόμετρα με τα πόδια και με μια ομπρέλα ανά χείρας καθώς είχε παλιόκαιρό τη μέρα που σε γνώρισα, να έχω ρίξει τόση δουλειά που θα ζήλευε κάθε εργοδότης και να έχω φάει τόση γραφειοκρατεία που ούτε στον εχθρό μου δεν θα ευχόμουνα, δεν θα μπορούσα να κάνω όμως εκπτώσεις στο παπούτσι που θα σας παρουσίαζα. Τις κόκκινες γόβες που είναι αγορασμένες πέρυσι από το Βερολίνο δεν σας τις δείχνω. Ούτε τις μαύρες καστόρινες που η μανούλα μου πλήρωσε 250 Ευρώ στον Μπουρνάζο για να τις βρω εγώ με 60 στη Zara στην Ερμού. Σας παρουσιάζω το ένα από τα δύο αγαπημένα μου καλοκαιρινά πέδιλα. Είναι τα μοναδικά τόσο ψηλά πέδιλα που έχω. Και τα πιο ακριβά. Η πόζα φαίνεται ανέμελη. Μην ξεγελιέστε. Κόπιασα μέχρι να τραβήξω αυτό ακριβώς που ήθελα και με τον τρόπο που ήθελα. Οι πιτζάμες που φοράω από πάνω με τον Donald να κάνει σκι δεν φαίνονται. Ούτε ότι η συγκεκριμένη πόζα είναι επιλεγμένη ανάμεσα από άλλες 15 στις 2 τα ξημερώματα χτες, στο καθρέφτη της ντουλάπας. Ευτυχώς που οι δικοί μου δεν με πήραν χαμπάρι. Και δεν διαβάζουν και το blog. Εσείς μπορείτε να γελάσετε ελεύθερα. Δεν παρεξηγώ!!


Τετάρτη, Απριλίου 02, 2008

Κρίμα

Τέχνη ονομάζεται το σύνολο της ανθρώπινης δημιουργίας με βάση την πνευματική κατανόηση, επεξεργασία και ανάπλαση, κοινών εμπειριών της καθημερινής ζωής σε σχέση με το κοινωνικό, πολιτισμικό, ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο διέπονται.

Η τέχνη βασίζεται στην εμπειρία και στο ταλέντο. Αποτελεί μια ευρύτερης ερμηνείας ονομασία που χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε την διαδικασία, της οποίας προϊόν είναι κάτι το μη φυσικό, το οποίο ακολουθεί τους κανόνες του δημιουργού.

Αυτός είναι ο ορισμός της τέχνης κατά την wikipedia.


Κι αυτός είναι ο ορισμός της κτηνωδίας κατ' εμέ.
Η τρανή απόδειξη του πόσο απάνθρωποι έχουν γίνει κάποιοι και πόσο απάνθρωπα αδιάφοροι έχουμε γίνει εμείς.

Αντιγραφή από το blog του Γιάννη Καφάτου. Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ. Σε όλους εσάς που αυτόν τον καιρό όλο και κάτι προσπαθείτε να αλλάξετε μέσα από τα blog σας. Δεν έχω χρόνο για όλα δυστυχώς. Ξέκλεψα για αυτό εδώ.