Τετάρτη, Ιουλίου 28, 2010

Σίφνος, η μαγική. (ποστ μαμούθ)

Το πήγαινε ούτε που το καταλάβαμε. Μέχρι να μπούμε, να κοιμηθούμε, σε σκάρτες τρεις ώρες είχαμε φτάσει. Κάτι η ζέστη, κάτι το στριμωξίδι του ηλεκτρικού ξημερώματα ήρθαμε να πέσουμε κουρέλια μέσα στο χάι-speed. Ένα πιτσιρίκι έκλαιγε και εμείς μέσα στον ύπνο μας αναφωνούσαμε «Ηρώδης» για να ξαναβολευτούμε στις αεροπορικές μέχρι να δέσουμε.

Στον γυρισμό υπέφερα. Με το αργό κάναμε πάνω από 5 ώρες (πολύ παραπάνω αλλά τις μειώνω για να μην συγχυστώ) και για να μην κρυώνω από τα κλιματιστικά την έβγαλα στο μαγαζάκι του πλοίου δοκιμάζοντας χειμωνιάτικα. Αρχικά είχαμε κάνει μια προσπάθεια να μεταφερθούμε σε άλλες θέσεις που όμως ήταν και αυτές αριθμημένες και άνηκαν σε μια παλιά μου συμμαθήτρια από το νηπιαγωγείο. (Δεν κάνω πλάκα)

Το ομολογώ. Κυκλάδα, κυκλάδα αλλά είχα πολλές απαιτήσεις από αυτήν. Μέρες την περίμενα την ρουφιάνα. Σίφνος λοιπόν. Και δεν διαψεύστηκα. Απλά μαγική.

Οι Καμάρες είναι το λιμάνι. Εμείς μείναμε εκεί για να έχει λίγο σασπενς η ζωή μας, ειδικά τα βράδια που θέλαμε να γυρίσουμε από την Απολλωνία και όλοι μας έλεγαν ότι υπάρχει αλκοτέστ ενώ εμείς δεν είχαμε δει μπάτσο ζωγραφιστό.

Η αλβανίδα που καθάριζε τα δωμάτια θεωρούσε σωστό κάθε πρωί κατά τις 10.30 να μας ξυπνάει για να καθαρίσει και εγώ σκεφτόμουνα κάθε μα κάθε πρωί να βγάλω το καλάσνικοφ από το τσαντάκι μου και να την χαιρετήσω.

Για φαγητό δεν κάτσαμε καθόλου στο λιμάνι, τιμήσαμε όμως τις μπουγάτσες για πρωινό και αγοράσαμε μια ομπρέλα που δεν την στήσαμε ποτέ και στο τέλος την κάναμε δώρο στον πέφτουλα τυπά που μας νοίκιασε το αμάξι.

Το οποίο αμάξι το νοικιάσαμε από τις καμάρες με προκαταβολή κανέναν μήνα πιο νωρί και έκανε συνολικά πάνω από 250 χιλιόμετρα. Δεν με πείραξε ο φάγωμένος δίσκος, ούτε το κατεστραμμενο κιβώτιο ταχυτήτων. Με τσάκισε ότι δεν είχε καθρέφτη οδηγού και συνοδηγού και ότι ήταν καμμένο το εσωτερικό φως. Μα για όνομα!

Η Απολλωνία ήταν μια ζωγραφία. Φτιαγμένη για γυναίκες με αυξημένο το καταναλωτικό αίσθημα είχε σε απόσταση 2 μέτρων το ένα από το άλλο συνολικά περιπου 6424 κοσμηματοπωλεία. Ενώ υπήρχαν ακόμα 4322 μαγαζάκια που πουλούσαν καφτάνια, σαγιονάρες, παρεό, καπέλα, τσάντες, φουλάρια, ότι μπορείς να φανταστείς ότι θα κάνει κλικ σε μια γυναίκα.

Φάγαμε πρωινό στη Βεράντα και στον Ραμπαγά (όχι την ίδια μέρα) και καταλάβαμε την πεμπτουσία του καλού φαγητού. (τιμές τσιμπημένες αλλά δεν βαριέσαι, δεν ψωνίσαμε τίποτα και έτσι δεν νιώσαμε καμία τύψη). Βράδυ φάγαμε στην Οδό Ονείρων δίπλα στον Σημίτη και την Δάφνη ενώ για ποτό συνήθως στο cosi (που δεν έκοβε ποτέ απόδειξη και είχε και την ίδια πλέιλίστ κάθε βράδυ τρομάρα του) και στα γειτονικά του. Το μοναδικό παγωτατζίδικο στο στενό…πολυδιαφημισμένο αλλά όχι και να κατουρηθείς κιόλας.

Για βόλτα πήγαμε στο Κάστρο. Υπέροχο το Κάστρο, ρομαντικό, με θέα, με ομορφιές, με το γαλάζιο να σε περικυκλώνει. Μακραν το καλύτερο φαγητό είναι στον Λεωνίδα με θέα που δεν υπάρχει, μοχίτο στο Cavo – αν πάτε δώστε τα φιλιά μου στον ιδιοκτήτη που του υποσχέθηκα να πάμε Κούβα ξανά παρέα - και βόλτα γύρω από τα τείχη την ώρα του ηλιοβασιλέματος.

Ο Αρτεμώνας έχει βγει από άλλη εποχή με παλιά σπίτια καπετανέων και γλυκό στην πετζούλα όπου ο Σιφνιός που το έχει ήταν σεφ στο saint george lycabettus αλλά τα παράτησε όλα και έτσι εγώ δοκίμασα μακράν την πιο ωραία τάρτα φρούτων και πανακότα στη ζωή μου.

Για μπάνιο αράξαμε κάτω από το δέκατοτρίτο αλμιρίκι στη χρυσοπηγή αλλά μας έδειρε ο αέρας και φύγαμε για τη Φασολού που ήταν πολύ καλύτερη.

Τις επόμενες δύο μέρες τις βγάλαμε στη Λαζάρου που απλά δεν υπάρχει. Είναι μύθος. Με πράσινα, βαθιά, κρύα νερά και ένα μπιτσόμπαρο που μας προσέφερε όλα τα απαραίτητα όπως το εξαιρετικό τυροπιτάρι με σιφνέικη μυζήθρα. Αυτά όμως δεν τα λέω γιατί θέλω να κρατήσω το μέρος για μένα! Μια ακόμα μέρα πήγαμε πλατύ γυαλό – όπου όλοι μας είχαν πει για το μαγαζί του Τόνυ Δημητρίου τρομάρα του. Μούφα. Φύγαμε και ξαναπήγαμε Λαζάρου. Ενώ την τελευταία μείναμε στο μπιτς μπαρ Folie στις Καμάρες με τις καταπληκτικές φρουτοσαλάτες που δεν δοκιμάσαμε. Επιπλέον, στην αρχή νομίζαμε ότι το λένε Φώφη αλλά και αυτή η παρεξήγηση λύθηκε γρήγορα.

Αν κάτι χαρακτηρίζει το νησί είναι τα γέλια που κάναμε, τα σφηνάκια που ήπιαμε, οι ύπνοι που ρίξαμε και η κούραση της ξεκούρασης που μας γονάτισε κυριολεκτικά.

Οι λογαριασμοί με το νησί δεν έκλεισαν.


άποψη του δωματίου στις Καμάρες (πολύ καλό το λες)
το μαγικό Κάστρο (1)

το μαγικό Κάστρο (2)

η θέα από το Cavo στο Κάστρο

το Cavo ...με τα κοκτέιλ και τον απίστευτο τυπά


η θέα από την ταβέρνα του Λεωνίδα

το εσωτερικό της ταβέρνας του Λεωνίδα

βόλτα στο Κάστρο

ριζότο με σολωμό ...δίπλα στο Σημίτη

κόκκορας κοκκινιστός...δίπλα στο Σημίτη

πρωινόν αναγκαίον στον Ραμπαγά

πρωινόν απολαυστικότατον στη Βεράντα της Απολλωνίας

Αρτεμώνας...ο αρχοντικός (1)

Αρτεμώνας...ο αρχοντικός (2)

Αρτεμώνας...ο αρχοντικός (3)

Αρτεμώνας...ο αρχοντικός (4)

τα γλυκά στην πετζούλα με τη συνοδεία Αλκίνοου

Χρυσοπηγή...η κούκλα

το μοναστήρι της Χρυσοπηγής

κι η Παναγιά...έσκισε στα δυο το βράχο για να μην περάσουν οι Τούρκοι



Να περνάτε καλά ωρε σύντροφοι. Έρχεται δύσκολος χειμώνας αλλά παρέα θα τον περάσουμε και αυτόν. Προς το παρόν κάνω μια βουτιά και για σας...κλείνοντας (όπως πάντα) τη μύτη μου.

Τετάρτη, Ιουλίου 21, 2010

Αίμα, Δάκρυα κι Ιδρώτας…κλείσιμο μιας πόρτας (επιτέλους).

Να, αυτό το κουσούρι να μην είχα. Αυτό ακριβώς. Στην κοσμάρα μου. Πως το λεγε ο Χατζηγιάννης; Θα φτιάξω κόσμο δικό μου και μέσα θα μπω; Άστο Μιχάλη μου. Άστο χαρά μου. Εγώ αυτό το έχω κάνει κοσμοθεωρία. Από το σχολείο ομορφιά μου. Όλα τελευταία τα μάθαινα και όλα πρώτη τα ξεχνούσα. Οι φίλες μου πλέον το έχουν μάθει τόσο καλά που σε κάθε τραπέζι φαγητού ξεθάβοντας κουτσομπολιά της μεταπολίτευσης που εμένα μου θυμίζουν τα πέτρινα χρόνια της Λυκειακής καταπίεσης που έχω διαγράψει δια παντός από την μνήμη μου με τη βοήθεια του Αλτσχάιμερ, ρίχνουν υπότιτλους ειδικά για το κορίτσι…που πήγαινε σε «άλλο» σχολείο.

Να το, πάλι το ξανάπαθα. Όλο το σύμπαν ήξερε τον Γκιόλια, εγώ απλά μια αμυδρή εικόνα είχα για τον μακαρίτη όπως και με εκείνους τους συμμαθητές που δεν πολύ-έκανα παρέα. Δεν ήξερα τα έργα και τις ημέρες του. Ήμουν η μόνη που δεν ήξερα ότι είναι πίσω από το Τρωκτικό. Ήμουν επίσης η μόνη που έχω παραδεχτεί ότι χαζεύω Τρωκτικό προσκηνώντας τις αναρτήσεις των αναγνωστών που βρίζουν την χασαποταβέρνα στα βλάχικα για έλλειψη βλαχιάς, την καντίνα του βρώμικου για έλλειψη βρωμιάς και τον μαλάκα τον γείτονα που έχει παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο και έτσι δεν μπόρεσε να παρκάρει ο καταγγέλων αναγνώστης που δεν ξέρει ορθογραφία. Ένα περίεργο πράγμα ρε παιδί μου. Κανείς δεν διαβάζει τρωκτικό αλλά το τρωκτικό είναι πρώτο σε επισκεψιμότητα – θα το πω, δεν κρατιέμαι – blog. Έκανε ο μακαρίτης refresh ανα δευτερόλεπτο στην σελίδα του για να ανεβάσει τα νούμερα? Πολύ αμφιβάλλω. Είναι σαν τον Λαζόπουλο. Κανείς δεν βλέπει Λαζόπουλο. Κάνει 65% κάτι που μελετάται από τις πύλες του ανεξήγητου Χαρδαβέλλα. Σαν την ζωή της άλλης. Κανείς δεν βλέπει σαπουνόπερες. Είναι σαν το βρώμικο! Κανείς δεν τρώει βρώμικο! Εμένα ρώτα. Εμένα! Λαϊκό προσκύνημα κάθε βράδυ στη Μιχαλακοπούλου. Κανείς τρομοκράτης δεν θα σκότωνε τον Γκιόλια. Κανείς. Και πάει λέγοντας, πολύ ψευτοτρομακρατικά, σχεδόν ειρωνικά και πολύ άδικα.

Εν τω μεταξύ είναι Ιούλιος. Είναι ένας (κατά τα’ αλλα) υπέροχος Ιούλιος χωρίς λεφτά, με αρκετό τρέξιμο και πολλές δόσεις παιδικών διακοπών σαββατοκύριακου. Με τη βενζίνη μοιρασμένη, με τα διόδια μισά μισά, με καλαμάκι κοτόπουλο στο χέρι, με το άσπρο φουστάνι στην προκυμαία, με αγκαλιές, με λόγια ζεστά, με το 50αρι το αντηλιακό και το προπέρσινο μαγιώ.

Αύριο θα είμαι εδώ.



Παρασκευή, Ιουλίου 09, 2010

Ο αλήτης ο σπάρος, η τσούλα η καβουρίνα κι εγώ.

Η Ραφήνα πάντα με μελαγχολούσε. Αυτό που θεωρούνταν πάντα καλοκαιρινός προορισμός εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ. Λες να έφταιγε ο τσόγλανος ο σπάρος; Η σκρόφα η καβουρίνα; Η βρωμιάρα που άφηνε τα καβουράκια να πλαντάζουν στο κλάμα; Που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ως αμάρτημα που μόνο με λιθοβολισμό τιμωρείται; Κι αυτό το κλάμα των μικρών καβουριών με στοίχειωνε. Έχουν να φάνε; Σε ποια πέντε φύκια του βυθού τα έχει αφήσει η λυσσάρα – για τον σπάρο – μάνα; Και τι το αξιόλογο έχει η θάλασσα της Ραφήνας για να αφήσει τα μικρά της και να κατηφορήσει προς τα εκεί; Χάθηκε ένα Αλεποχωρί, μια Ψάθα, βρε αδερφέ. Και το τελευταίο αναπάντητο ερώτημα ήταν αν υπήρχε πατέρας. Πατέρας κάβουρας υπήρχε ή ο Θεός ξέρει με ποιους τα έχει κάνει τα καβουράκια; Με θυμάμαι στο πίσω κάθισμα του κόκκινου τότε Citroen να προσπαθώ να δώσω απαντήσεις στις παιδικές μου ερωτήσεις και να καταλήγω να μισώ όλο και περισσότερο την τσούλα την καβουρίνα που νομίζει ότι είναι κάποια.

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά στη θέση του οδηγού σε ένα άλλο κόκκινο αυτή τη φορά αυτοκίνητο έχω την ίδια απορία προσεγγίζοντας πάντα την Ραφήνα. Πόσο κρατάει αυτή η τσάρκα με πονηρούς σκοπόύς μεταξύ του λαμόγιου του σπάρου και της άπονης μάνας της καβουρίνας; Πότε θα τελειώσει το μαρτύριο για τα καβουράκια που σίγουρα έχουν πάει φαντάροι; Κι εγώ; Εγώ πότε θα μεγαλώσω ώστε να μην παίρνω τις μετρητοίς τους στίχους ενός τραγουδιού; Να μην στεναχωριέμαι, έστω;

Η Ραφήνα με μελαγχολεί και για έναν ακόμα λόγο. Κουβαλά αυτή την κατήφεια του φθινοπώρου που τείνει απειλητικά να γίνει χειμώνας, του Κυριακάτικου απογεύματος που τείνει να γίνει βράδυ. Πολλά χρόνια πριν όταν φεύγαμε με εκείνο το κόκκινο Citroen για να πάμε βόλτα. Στη θάλασσα από το διαμέρισμα των Εξαρχείων. Να πάρει λίγο αέρα το παιδί, να περπατήσουμε κι εμείς στην παραλία, αύριο ανοίγουν και τα σχολεία.

Χτες ο καιρός θύμιζε φθινόπωρο. Μυριζε σχεδόν διαολεμένα Οκτώβρη. Φυσούσε πολύ αλλα η κίνηση έκλεινε το μάτι στους επισκέπτες ότι εδώ είναι ακόμα καλοκαίρι. Στην πλατεία άπειρα πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα. Όταν η μπάλα τους ξέφυγε και ήρθε στα πόδια μας εκείνα φώναξαν «κύριε, θα μας κλωτσήσετε την μπάλα;» Γέλασα με την καρδιά μου. Το καράβι του Αγούδημου κατέβαζε επιβάτες. Αυτό το καράβι στο οποίο όλοι έχουμε περάσει τουλάχιστον 20 ώρες για κάποιο νησί των Δωδεκανήσων. Θυμάσαι εκείνο το πρωινό του Ιούλη; Που νυχτώσαμε και ξημερωθήκαμε σε αυτό το καράβι; Θυμάμαι. Θυμάμαι. Θα μου πεις τα σχέδια σου; Θα σου πω. Να σου πω. Και η θάλασσα να λυσσομανάει κυματισμένη. Και τα πιτσιρίκια να έχουν γεμίσει την πλατεία. Την ημέρα που η κυβέρνηση ψήφισε το ασφαλιστικό. Κι εμείς είπαμε τα όνειρά μας για το μέλλον και η γυάλινη τζαμαρία δεν μπορούσε να συγκρατήσει την αλμύρα που ερχόταν και το καλοκαίρι που είναι εδώ.


Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2010

Καλοκαίρι; Καλοκαίρι λέω;;

Ζεις στην Ελλάδα κι εσύ κι εγώ άρα εκ των πραγμάτων ξέρεις ότι παντού γύρω σου αυτό το βρωμερό κράτος και αυτή η σιχαμένη πολιτεία θα κάνουν τα πάντα για να σου βάλουν τρικλοποδιές και να σε κάνουν χειρότερο άνθρωπο – αυτό δηλαδή που είναι ο κάθε Ελληναράς σήμερα. Αλλά εσύ δεν μασάς (γι αυτό με διαβάζεις κιόλας).

Μπήκε ο Ιούλιος – που να μην έσωνε αλλά ο καιρός είναι χάλια. Βρέχει. Μπουμπουνίζει, την Κυριακή το βράδυ έπεσα να κοιμηθώ μετά από την ταινιάρα του Στάρ με την Ντέμι Μουρ και δεν με άφηναν οι κεραυνοί. Σαν την Αστέρω τριγυρνούσα στα σκοτεινά να βγάζω τις συσκευές από την πρίζα, το ούπιες (άτσα το ίνγκλις) ούρλιαζε σαν δαιμονισμένο. Αλλά το χώμα μύριζε. Μύριζε η γη, η βροχή. Λατρεία. Στο Λονδίνο αυτή την ηδονή δεν την είχα ζήσει ποτέ.

Λεφτά δεν υπάρχουν ούτε για τσίχλες αλλά διακοπές κλείσαμε. Περί τα μέση προς τέλη Ιουλίου μια χρυσή καμπίνα με μεταξωτά σεντόνια και ιδιωτική πισίνα μας περιμένει αλλιώς το κόστος των ακτοπλοϊκών για Κυκλάδες είναι ελαφρώς τσουχτερό. Που σιγά τις Κυκλάδες αλλά δεν θέλω να το κάνω θέμα. Οι παραλίες τους θα πρέπει να ντρέπονται αντικρίζοντας τις αντίστοιχες της Κρήτης και του Ιονίου. Αρχικά θέλαμε να πάμε Κέρκυρα αλλά οι τιμές δεν υπήρχαν. Αξία ανυπολόγιστη. Τελικά μετά από 354221 τηλεφωνήματα και γλυκύτατα δωματιάκια στη μέση του πουθενά που βλέπουν τα φρύγανα του κυκλαδίτικου νησιού προς 100 ευρώ καταφέραμε και βρήκαμε το καλύτερο δυνατό χωρίς κρεβάτια από σουηδικό ξύλο. Τόση εισαγωγή σουηδικού ξύλου σε ενοικιαζόμενα θα πρέπει να έχει κάνει ζάμπλουτους τους Σουηδούς. Εμείς δεν θέλαμε σουηδικό ξύλο. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση και τελικά κλείσαμε σε ένα πολύ συμπαθητικό που πρέπει να είναι το νησιωτικό παράρτημα των 3χχχ γιατί αλλιώς δεν δικαιολογείται το τόσο ροζ που υπάρχει μέσα στα δωμάτια. Αν το στρώμα είναι νερού θα σας ενημερώσω, το υπόσχομαι.

Μετά από ακόμα 654225 τηλεφωνήματα, πολύ σύντομα όμως γιατί θέλω να είμαι ειλικρινής, σε πάρα πολλούς το έκλεινα και στα μούτρα, έκλεισα και αυτοκίνητο. Οι περισσότεροι μου ζητούσαν 60 ευρώ για ένα ματίζ, αν έχεις το θεό σου! Άκου 60 ευρώ το ματίζ! Παράνοια! Η αλήθεια είναι ότι σκεφτόμουνα να πάρω το αυτοκινητάκι μου αλλά μια κοπέλα που ασχολείται με τον τουρισμό – καλή της ώρα, μου είπε ότι η δημοτική αστυνομία των νησιών βγαίνει παγανιά και είναι αμαρτία να πληρώσω εγώ την προεκλογική καμπάνια του δημάρχου. Πλησιάζουν και οι δημοτικές εκλογές.

Περιμένω τις διακοπές με προσμονή και λατρεία. Η δουλειά πάει από το κακό στο χειρότερο αλλά επειδή δεν έχω δάνεια, παιδιά, σκυλιά, γατιά (της γειτόνισσας που δεν το ταϊζω αλλά πάιζω μαζί του όλη μέρα) θα παραιτηθώ, θα χάσω υπερωρίες μαύρης εργασίας αλλά το σαββατοκύριακο θα την βγάλω στην παραλία, στην Ψάθα - που νιώθεις σαν να είσαι στο κάμπινγκ της Σερίφου - και θα λιώσω στο μπάνιο και στο χαζολόγημα, χωρίς κόστος στην ψαθούλα μου και κάτω από την ομπρέλα τρώγοντας γερμάδες που έχουν γεύση αλμυρού νερού όπως έκανα μικρή.

το polo στο video... δεν ειναι το δικό μου!