Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2008

Ζώντας σε εστία. (Καλά πως κάνεις έτσι;)

Το πρώτο πράγμα που χάρηκα πριν ακόμα φτάσω στο Λονδίνο ήταν η εστία. Πόσο υπέροχο είναι να μένεις στη καρδιά του κέντρου, ένα βήμα από τα πάντα, με όλους τους λογαριασμούς πληρωμένους από τον μπαμπά, σε καινούργιο κτίριο, με τη θεία Λένα στην είσοδο; Πολύ. Η θεια Λένα είναι η φύλακας και με καλοδέχτηκε με τη γκρίζα κουπ της, το μαργαριταρένιο κολιέ και την πλεχτή ζακετούλα της. Κουκλίτσα.

Και ενώ ήμουν φορτωμένη μέχρι τα αυτιά με 2 βαλίτσες, ένα λαπτοπ, μια eastpack, ένα πάπλωμα και τη τσάντα μου, βρέθηκα σε ένα χώρο εκπληκτικό.
Το δωμάτιο μου ευρύχωρο, η κουζίνα πολύ σύγχρονη και μακάρι να ήξερα να τη χρησιμοποιώ, θα τη χαιρόμουνα. Το μπάνιο μου καινούργιο. Ο Μεξικανός δίπλα κούκλος.

Και επειδή όπου και να πας έναν Έλληνα θα τον βρεις, εγώ για να έχω επιλογή έχω πέσει σε ελληνική κοινότητα. Τον πρώτο Έλληνα τον πέτυχα στο ασανσέρ. Του είπα hi, μου απάντησε «γεια σου ρε πατριώτισσα, σε θυμάμαι πρόπερσι στη Πέγκυ Ζήνα». Τη δεύτερη Ελληνίδα την πέτυχα στο εστιατόριο που πήγα να τσιμπήσω. Η τρίτη με κέρασε στριφτό τσιγάρο και θα την αγαπώ για πάντα γιατί το είχα ανάγκη. Η τέταρτη Ελληνίδα εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός την ώρα που έπλενα τα κουζινικά που δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω ποτέ. Μπήκε στη κουζίνα, μου συστήθηκε, της συστήθηκα για να εισπράξω ένα υποτιμητικό «Ελληνίδα είσαι μωρή;;». Περιττό να πω ότι είναι Πολυτεχνείτισσα, από τα βόρεια μέρη και μένει ακριβώς δίπλα μου.
Μια ακόμα Ελληνίδα που πέτυχα ήταν με τη μαμά της και η μαμά της επέμενε να με πάρει αγκαλιά μόλις άκουσε πως η δικιά μου δεν είναι εδώ.

Να είμαι ειλικρινής. Δεν είναι μόνο Έλληνες. Είναι και Κύπριοι. Πάντως στους διαδρόμους ελληνικά ακούς. Σαν στο σπίτι σου ένα πράγμα.

Δεν γνώρισα μόνο Έλληνες όμως. Την πρώτη μέρα μου χτύπησαν την πόρτα και δύο Αγγλιδούλες. Εγώ εκείνη την ώρα απολύμαινα με dettol το χώρο φορώντας πλαστικά γάντια μιας χρήσης, ενώ η μυρωδιά του απορρυπαντικού ήταν αφόρητη καθώς για λόγους ασφαλείας το παράθυρο δεν ανοίγει τελείως. Ήμουν μια ζωγραφιά, αλλά οι αγγλιδούλες δεν ξαναφάνηκαν. Γιατί;

Τέλος, το δωμάτιο μου έχει ένα μειονέκτημα. Το παράθυρό μου βλέπει σε μια εταιρία στην οποία ο κόσμος δουλεύει. Πρέπει μάλιστα να δουλεύει πολύ. Αυτό πρέπει να το κοιτάξω. Είχα συνηθίσει στην Αθήνα να είμαι με κατεβασμένες τις τέντες. Εδώ τους βλέπω. Σκασίλα μου. Και με βλέπουνε. Καθόλου σκασίλα μου.

Με απασχολούν πολλά αυτές τις μέρες. Το πιο σημαντικό όμως είναι ένα. Πόσο Αγγλάκι θα γίνω;;

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2008

Λονδίνο...εδώ...

Κανονικά το πόστ αυτό θα έπρεπε να είχε τίτλο «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως». Κάναμε το βήμα. Δύο βαλίτσες με υπέρβαρο 8 κιλά που δεν πληρώσαμε, δυο χαμογελαστές αεροσυνοδοί της Ολυμπιακής και 3.30 ώρες πτήσης.

Αν το δώρο που μου έστειλε ο Θεός είχε όνομα, θα λεγόταν Λίζα. Μαζί στο check in, μαζί στην πτήση, μαζί 6 μπουκαλάκια κρασί κερασμένα από την Ολυμπιακή.

Και έφτασα. Και αποβιβάστηκα. Μπορώ να καυχηθώ πως πήρα τον ήλιο μαζί μου. Το καλοκαίρι στην αγκαλιά μου. Την αγωνία στις αποσκευές μου.

Και είναι βάλσαμο ακόμα και του μεγαλύτερου πόνου να συλλογίζεσαι αυτά που άφησες πίσω και αυτά που σε περιμένουν.

Γενικά δεν έχω σήμα. Χτες ειδικά προσπαθούσα να μιλήσω με τη μαμά μου. Το απαιτούσα, δεν το διαπραγματευόμουνα. Είχα βγει λοιπόν με τις φόρμες και το μπουφάν στον κοινόχρηστο και προσπαθούσα να νιώσω εκείνη τη μαγική ζεστασιά που έχει μάθει να διαπερνά το ακουστικό, να αγγίζει όλα τα κύτταρά μου. Τα κατάφερα. Μια ελληνίδα πέρασε, έκατσε δίπλα μου και μου πρόσφερε στριφτό τσιγάρο. Καταλήξαμε τέσσερις μέσα στο κρύο, να γελάμε, να καπνίζουμε, να νιώθουμε αμηχανία.

Σήμερα πρώτη μέρα στη σχολή. Ξανά φοιτήτρια. Ξανά σε ουρές. Ξανά σε τάξεις. Αν για κάτι παινεύομαι είναι που μπορώ να πορευτώ κομμένη στα δυο. Μισή εκεί, μισή εδώ.

Μόνο τα κομοδίνα δεν κουβάλησα. Εσάς σας χώρεσα, εσάς σας βόλεψα. Κι ίσως είναι η μοναδική σχέση, αυτή που έχω μαζί σας που δεν πρόκειται να μεταβληθεί. Γιατί πολύ απλά μια σύνδεση μας ενώνει. Στο Λονδίνο λοιπόν. Μέχρι πρότινος λάτρευα το Παρίσι. Νομίζω σαν κάθε θηλυκό που σέβεται τον εαυτό του θα συνεχίσω να έχω σταθερή σχέση με την πόλη του φωτός και παράνομο δεσμό δίπλα στον Τάμεση.

Βολευτείτε…και μην γκρινιάζετε. Μπορεί να μην βλέπετε πια ήλιο από τα παντζούρια, αλλά εγώ εδώ, συνεχίζω ακόμα να προσφέρω ζεστό καφέ.

Υ.Γ. Μια εβδομάδα πριν ανεβαίνοντας τη Μεσογείων άκουγα αυτό το τραγούδι και τα μάτια μου έτρεχαν ζεστά ποτάμια. Η εικόνα είχε χαθεί, και μόνο φώτα μου σιγομουρμούριζαν τους στίχους.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 16, 2008

Δέσμια των αγκαλιών...

Οι αγκαλιές. Περισσότερο και πάνω από όλα αυτές. Για μένα και για τους δικούς μου ανθρώπους. Οι αγκαλιές της ζωής μου, πιο ζεστές από λόγια, πιο έντονες από φιλιά, πιο συναισθηματικά φορτισμένες από δάκρυα. Αυτό το άγγιγμα. Αυτή η προστασία και αυτή η ασφάλεια δεν μπορούν να συγκριθούν, δεν μπορούν να ζυγιστούν. Υπάρχουν εκεί για δύο. Γι αυτούς, που ρίχνοντας τα τείχη του μικρόκοσμού τους ανοίγουν διάπλατα τις φωλιές τους.

Η μόνη κίνηση που φέρνει τον άλλον τόσο κοντά. Τελεσίδικα. Σχεδόν αιχμάλωτα, σε μια παράδοση χωρίς πισωγυρίσματα. Η δύναμη του να ακουμπήσουν δύο κορμιά, όχι δυο χείλη, όχι δυο χέρια σε ένα τυχαίο άγγιγμα, όχι δυο βλέμματα φευγαλέα. Δυο σώματα με πλήρη συναίσθηση. Με πλήρη υποταγή. Εκεί. Μαζί. Ίσως ο προθάλαμος της σαρκικής ένωσης. Σίγουρα η επιβεβαίωση της πνευματικής ταύτισης. Κι είναι οι αγκαλιές σαν τις σιωπές. Κλείνουν μέσα τους αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν, αυτά που εννοούνται, αυτά που υπάρχουν. Όπως κι αυτές. Άϋλες κρατούν συντροφιά μόνο με τη θύμησή τους και αποτελούν ένα ρίσκο. Ίσως το μεγαλύτερο. Να σφίξεις πάνω σου τον άλλο, νιώθοντας τη μυρωδιά του κορμιού του αργότερα πάνω σου. Έχοντας ακόμα την υφή και την εικόνα στο μυαλό.

Δέσμια των αγκαλιών από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου όταν Εκείνη μου έμαθε πως το να δίνεις είναι πολύ πιο σπουδαίο πράγμα από το να παίρνεις.

Δέσμια των αγκαλιών πάντα παρέκαμπτα τα λόγια, προσπερνούσα τις χειρονομίες και δεν εμπιστεύτηκα ποτέ τα βλέμματα. Παραδόθηκα άνευ όρων στις αγκαλιές. Που δεν γνωρίζουν φύλο, ηλικία, ταμπέλες. Όπως εγώ. Εγώ που από καιρό έχω καταργήσει τους τύπους και έχω πάψει να δίνω το χέρι μου σε αγνώστους. Που έχω μάθει όμως να μοιράζω αγκαλιές. Ζεστές και γεμάτες. Σε αυτούς που έχουν μάθει να ρίχνουν τους φράχτες τους και πατώντας έστω στις μύτες των ποδιών τους ρίχνουν κλεφτές ματιές στον δικό μου κήπο.

Δέσμια των αγκαλιών, ευτυχώς…γιατί ότι δεν άγγιξα δεν μου ανήκει κι ότι δεν κράτησα πάνω μου δεν το έχω νιώσει. Τόσο εγωιστικά. Έτσι απλά.


Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2008

Αγάπη μου...δεν είναι αυτό που νομίζεις!!

Το να ζεις σε αυτή την πόλη θέλει πολύ μεγάλη μαγκιά, τεράστια ψυχικά αποθέματα και αρκετή δόση τρέλας. Γιατί όταν Παρασκευή βράδυ ξεκινάς για ποτό στο Θησείο, μετά από λίγο βρίσκεσαι σε μια διαδήλωση για τη σωτηρία της εξόδου του άμοιρου Αθηναίου στο Γκάζι όπου θα συναντήσεις τουλάχιστον 347 γνωστούς - όχι γιατί είσαι κοινωνικός απλά επειδή είσαι κοινότυπος και πας εκεί που πάνε όλοι – και καταλήγεις για πίτσα στις 2.30 τα ξημερώματα, εντάξει δεν είναι και ότι πιο φυσιολογικό. Η μάλλον είναι ότι πιο φυσιολογικό μπορεί να σερβίρει αυτή η πόλη σε αυτούς τους κατοίκους. «Μου ζήτησε να κάνουμε αρπαχτή» μας έφτυσε την ατάκα με νεύρα η μια κολλητή στα μούτρα. Μπουκωμένη καθώς ήμουν από τις μακαρονάδες που τσακίζαμε σε γνωστό στέκι του κέντρου την ρώτησα τι σημαίνει αρπαχτή. Τι περιέχει, πως σερβίρεται και κυρίως πόσο κοστίζει. Είναι με απ’ όλα; Είναι χωρίς κρεμμύδι; Κι αν μας κάτσει βαριά τι γίνεται. Με αγριοκοίταξε αλλά ο τύπος που της σέρβιρε την ατάκα ήταν αρκετά κατατοπιστικός. «Για σένα θα μπορούσα να χωρίσω.» Κι εκεί, πάλι μπουκωμένη την ρωτώ τι εννοεί πως θα μπορούσε. Ο άνθρωπος είναι αναμφισβήτητα πρακτικός. Τον παραδέχομαι. Κατά την ταπεινή του άποψη αν δεν περάσει ένα διάστημα δοκιμασίας μαζί της, αυτός δεν χωρίζει από την κοπέλα του. Το πιο τρομερό είναι πως αυτή δεν τον θέλει ενώ αυτός της την πέφτει. Το επίσης φοβερό είναι πως όλα αυτά της τα λέει από το msn και με sms. Και είναι κοντά στα τριάντα. «Μα τι παιδάκι» σκέφτηκα! «Εκπληκτική η μακαρονάδα μου» είπα.
........................................................................................................................
Μας θυμάμαι στο Λύκειο, να χαζεύουμε κανέναν ωραίο και μετά να πέφτουμε στα μαύρα τάρταρα γιατί μαθαίναμε πως έχει σχέση. Αυτή η σχέση με την τάδε ήταν πάντα σεβαστή. Η τάδε ήταν μισητή αλλά είχε μορφή και υπόσταση και ποτέ μα ποτέ δεν θα μπλεκόμασταν στα πόδια της όσα βελάκια κι αν της πετούσαμε το βράδυ στη φωτογραφία που είχαμε πίσω από την πόρτα του εφηβικού μας δωματίου. Σήμερα, η φράση πως έχει σχέση συνοδεύεται από ένα ξερό «Ε και;». Σκέτο. Και επειδή γενικά είμαι ψυχοπονιάρα και η καλοσύνη στις μέρες μας εκλαμβάνεται ως αδυναμία αν είδες κάποια να ωρύεται πως έχει σχέση στου Ψυρρή ένα από τα προηγούμενα βράδια τρέχοντας, ναι ήμουν εγώ. Αυτός που με κυνηγούσε, μου φώναζε πως απλά ήθελε να με πάει και να με βάλει για ύπνο. Εγώ τον βοήθησα να περάσει ένα μάθημα. Αυτός σκέφτηκε να μου το ξεπληρώσει. Εγώ δεν του έχω ξαναμιλήσει έκτοτε. Φυσικά.
......................................................................................................................
Ήταν καλός, ήταν γλυκός είχε τις χάρες όλες. Ήταν λίγο δεξιός, δηλαδή ψήφιζε ΔΑΠ αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Προσπέρασε τις κομματικές του επιλογές και τελικά βγήκε μαζί του. Χάρηκα με τη χαρά της και περίμενα τηλεφώνημα. Με πήρε να μου πει ότι πλήρωσε εκείνη στο πρώτο ραντεβού. Γέλασα με την καρδιά μου και της είπα να με ξαναπάρει μόλις τον σχολάσει. Τον σχόλασε παραμονές επετείου «μήνα». Γονυπετής της παρακάλεσε να ξαναβγεί μαζί του για να επανορθώσει. Την πήγε στο Λαγονήσι για να το γιορτάσουν και εκείνη απλά αυτή τη φορά πλήρωσε τα περισσότερα. «Βελτιώνεστε» της ξαναείπα και περίμενα να δω που θα πάει αυτή η βαλίτσα. Φοράει μάρκες, οδηγεί Golf αλλά του πληρώνεις τα τσιγάρα. Τι τα θες; Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Εδώ κατάπιαμε αμάσητο πως είναι δεξιός, ο λογαριασμός στο Kitchen bar θα μας πέσει βαρύς; Μη λέμε και ότι θέλουμε.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 09, 2008

Τι καλά, τι καλά σκίζει η βάρκα τα νερά

Η μέρα κυλούσε σεμνά και ταπεινά στην έπαυλή μου στο Χαλκούτσι. Είχα δει την εκπομπή της Φαίης Σκορδά και είχα κάψει και τα ελάχιστα εναπομείναντα εγκεφαλικά κύτταρα μου. Την ώρα που έπεφτε το τελευταίο ρεπορτάζ με τη μαμά της Καλομοίρας στο χωριό όπου έκανε αποκλειστικές δηλώσεις – θεματάρα δεν το συζητώ – χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν αυτός. Και μου πρότεινε να γίνω Υπουργός ΧΩ.ΔΕ.(ποιος το χέζει το ΠΕ;)

Φυσικά στα κανάλια είπα ότι η πρόσκληση του Πρωθυπουργού με τίμησε ιδιαίτερα και δεν μπόρεσα να μην ανταποκριθώ στο ειλικρινές κάλεσμά του. Οι φήμες περί ξένου δακτύλου – με λευκή ποδιά (όχι τρελού αλλά γιατρού) πως μοίρασε την υπουργική τράπουλα και έκανε ξερή χαρακτηρίζονται ως αναληθείς.

Η χαρά μου ήταν τεράστια. Έχασα τη Λαμπίρη και δεν είδα ούτε Beverly Hills που για μένα αυτό το τελευταίο δεν υπάρχει. Αν έχεις γεννηθεί μεταξύ του 1975 και του 1985 με καταλαβαίνεις απόλυτα και συμμερίζεσαι την θυσία μου. Βλέπω ακόμα τον Dylan και λιώνω. Τώρα που έγινα Υπουργός θα τον φέρω σε ένα στάδιο με δωρεάν είσοδο για όλα τα κοριτσούδια. Εντάξει θα φέρω και τον Μπράντον κι ας μην είναι του γούστου μου. Την Κέλι την είχε φέρει η Ρούλα το 99 στο Μπράβο θυμάσαι;

Το βράδυ ο πρωθυπουργός μας κάλεσε για ανεπίσημο δείπνο. Μας πήγε για τσίπουρα στο Πασαλιμάνι. Εκεί κοντά μένει ένας πρώην μου και εγώ δεν ήθελα να κατεβώ μην πέσουμε μούρη με μούρη αλλά είπα να μην το παίξω σνόμπ. Φυσικά και δεν πήγαμε στον ναυτικό όμιλο. Εμείς δεν είμαστε δεξιοί. Ήπιαμε, φάγαμε και γνωριστήκαμε καλύτερα μεταξύ μας, κάτι δηλαδή σαν τους παίκτες του Survivor που πριν ξεκινήσει το παιχνίδι τους είχαν πάει κρουαζιέρα και μετά τους έριξαν με τα ρούχα στη θάλασσα.

Ότι έγινα Υπουργός από σπόντα το προσπερνάμε γιατί πολύ απλά πήρα Υπουργείο φιλέτο. Έχω μια μικρή υποψία πως με τον Υπουργό Περιβάλλοντος σε λίγο καιρό θα παίζουμε ξύλο αλλά λεπτομέρειες!!

Γνώρισα και τους υπόλοιπους Υπουργούς. Ορισμένους τους ήξερα βέβαια όπως τον Samael που έχω καιρό να σχολιάσω αλλά αυτός δεν με παρεξηγεί και όταν, αραιά και που ανεβάζω κανένα κείμενο της προκοπής με σχολιάζει κιόλας. Την Roadartist που είναι σοβαρή γυναίκα και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούμε να κάνουμε παρέα, τον γκρινιάρηκαι τον geokalp. Κατά τα’ άλλα δεν μίλησα και πολύ μιας και μίλαγε ο πρωθυπουργός και μας έλεγε ανέκδοτα από το στρατό. Φυσικά χαιρέτησα τον πρόβατο και ένιωσα και λίγο άσχημα γιατί το διαβάζω φανατικά αλλά ποτέ δεν έχω αφήσει σχόλιο. Αυτό οφείλεται στις διαδικτυακές μου ντροπές, οι οποίες δεν είναι επί του παρόντος.

Η πρώτη μέρα στο Υπουργείο κύλησε σχετικά ήσυχα. Υπέγραψα να γίνει στάση μετρό στη γωνία, δέκα μέτρα από το σπίτι μου και να λειτουργεί νυχθημερόν, να διαπλατυνθεί η Κηφισίας κατά δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση όπως και η Μεσογείων. Ζήτησα να μου φέρουν τηλεόραση στο γραφείο από εβδομάδα γιατί αρχίζει η Μενεγάκη και προσέλαβα τον μπαμπά μου ειδικό σύμβουλο μιας και τα ξέρει όλα μην γίνουμε και ρεζίλι. Θα κάνω όλα τα ρουσφέτια στους φίλους μου, όλα όμως και θα σταματήσω κάθε έργο στη Θεσσαλονίκη για να μάθει να βγάζει με 50% Ψωμιάδη εδώ και 3456 τετραετίες. Τζονάκο τι θα κάνουμε με αυτόν;
Στα προσεχή, έχω να δώσω την καντίνα του Υπουργείου στον Τερκενλή όχι με μειοδοτικό διαγωνισμό. Με απευθείας ανάθεση!

Ήξερα ότι τα «πολυτεχνεία» μου θα έπιαναν τόπο αλλά δεν το περίμενα τόσο γρήγορα!!
Το μάιλ του blog λειτουργεί κανονικά για όλους εσάς. Οι υπόλοιποι ας κλείσουν ραντεβού με τον Σπαλιάρα που προσέλαβα ως γραμματέα!

Υ.Γ. Ξέρω ότι τα πόστς μου πάνε από το κακό στο χειρότερο. Δεν φταίω εγώ. Μου δίνετε πάσες!!

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 06, 2008

Blog - o - therapy

Πιο πολυφορεμένες εκφράσεις από το ότι «τα πράγματα προχωράνε», «οι καιροί αλλάζουν» και «ο κόσμος πάει μπροστά» δεν υπάρχουν. Κι όμως είναι αλήθεια. Κάποτε υπήρχε ο παγοπώλης. Μετά ανακαλύφθηκε το ψυγείο. Κάποτε υπήρχε ο καρβουνιάρης. Μετά ήρθε ο ηλεκτρισμός να του γνέψει το μαντήλι. Ο χαλκουργός μέχρι που ανακαλύφθηκε το ατσάλι. Ο ντελάλης μέχρι που ανακαλύφθηκε η τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ο ψυχολόγος. Ναι, ο ψυχολόγος. Μέχρι που ανακαλύφθηκε το blogging.

Τo blogging που αποτελεί την καλύτερη και πιο φτηνή ψυχοθεραπεία σήμερα. Την πιο ανώδυνη και την πιο ενδιαφέρουσα. Γιατί μάτια μου ο ψυχολόγος είναι ένας, θα του τα πεις, θα σε ακούσει και αυτό είναι όλο. Στο blogging θα σε διαβάσουν πολλοί. Ο ψυχολόγος ποτέ δεν θα σου πει «Α το μαλάκα». Ο blogger θα σου το πει. Ο ψυχολόγος δεν θα σου στείλει ποτέ μάιλ να δει τι κάνεις. Ο blogger εύκολα. Ο ψυχολόγος ποτέ δεν θα ασχοληθεί πάνω από 45 λεπτά με το πρόβλημά σου. Ο blogger με ένα κλίκ είναι δίπλα σου. Ο ψυχολόγος δεν θα πει ποτέ κάτι πρωτότυπο ή αστείο. Ο blogger ακόμα και σοβαρό να έχει σκεφτεί στην πλάκα θα το ρίξει, γιατί ρε γαμώτο σε νοιάζεται και ξέρει ότι περνάς δύσκολα οπότε το πρώτο που τον νοιάζει είναι να σε κάνει να γελάσεις. Τον ψυχολόγο τον πληρώνεις. Τους αναγνώστες απλά τους αγαπάς.

Εντάξει δεν είναι όλοι αγαπητοί. Και χωρίς να τους δεις ορισμένοι σου τη σπάνε. Θα είμαι ειλικρινής, τους θεωρείς και λίγο μαλάκες. Αλλά και πάλι μια χαρά. Δεν τους διαβάζεις, οπότε ότι δεν διαβάζεις, δεν υπάρχει.
Από την άλλη υπάρχουν μορφές μέσα στο μπλογκοχωριό. Απίστευτοι άνθρωποι που γράφουν αριστουργήματα γέλιου, πόνου, καθημερινότητας. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που είναι μοναδικοί και αναντικατάστατοι.

Ξεκινώντας, είχα στο μυαλό μου μια καθαρά προσωπική διαδικασία, με στεγανά και διαχωριστικά από την έξω ζωή. Την πάτησα. Αυτό που με τόση μυστικότητα ξεκίνησα, κάπου χαλάρωσε εξαιτίας της επιμονής και της υπομονής που έδειξαν ορισμένοι «συνάδερφοι» απέναντι στα καπρίτσια μου. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι διαδικτυακές συμπάθειες θα έπαιρναν σάρκα και οστά. Κι όμως. Υπάρχουν άνθρωποι που σε αυτό το διάστημα μου άπλωσαν το χέρι τους και μετά άνοιξαν και την αγκαλιά τους. Σε αυτό το διάστημα έχω κλάψει με κείμενα, έχω γελάσει, έχω στεναχωρηθεί. Έχουν υπάρξει σχόλια που έχω λατρέψει, κείμενα που έχω ζηλέψει, άνθρωποι που έχω θαυμάσει. Και δεν θα τους είχα γνωρίσει ποτέ. Ίσως γιατί είναι πολύ δύσκολο σήμερα να χτυπήσεις το κουδούνι του ανθρώπου της διπλανής πόρτας και να απαιτήσεις από αυτόν να σου βγάλει τον αληθινό του εαυτό αφήνοντας στην άκρη το περιτύλιγμα. Να εκτεθείς και να εκθέσεις. Να δείξεις ποιος πραγματικά είσαι χωρίς να πεις το ονοματεπώνυμό σου.

Κάποια στιγμή το καλοκαίρι κάποιος από τους γνωστούς αλητάμπουρες των διακοπών…ξέρετε από αυτούς που δεν κόβουν απόδειξη, σου δίνουν τρεις ελιές για χωριάτικη, σου νοικιάζουν δωμάτιο με κατσαρίδες και περιμένουν να τους πεις ευχαριστώ με έκανε έξαλλή. Μέσα στα νεύρα μου του φώναξα πως θα του δείξω εγώ. Τρόμαξε. Αυτός φοβόταν ότι θα πήγαινα στην αστυνομία. Εγώ πολύ απλά εννοούσα ότι θα τον έκραζα μέσα από το blog μου. Αμέσως μετά κατάλαβα και ξέσπασα σε γέλια. Κι είναι κι αυτή μια τεράστια δύναμη που παρέχει αυτό το μέσο. Να στήνεις στα δέκα μέτρα αθώους και ενόχους ανάλογα με την ψυχή που κουβαλάς. Να στοιβάζεις προσωπικές εμπάθειες και πραγματικές αλητείες και να τις δημοσιεύεις. Κι όση δύναμη μπορεί να προσφέρει αυτό το μέσο, άλλη τόση μπορεί να σου αφαιρέσει. Αν έχω κερδίσει κάτι τόσο καιρό εδώ μέσα είναι να μπορώ να ξεχωρίσω αυτούς που εμπορεύονται το blogging κι αυτούς που το αγαπάνε πραγματικά.

Ο φανατικός κρυφοδεξιός αναγνώστης μου, του οποίου το όνομα δεν αποκαλύπτω γιατί φοβάμαι ότι θα μου χακερέψει τη σελίδα και θα αναρτήσει τη σημαία του βάζελου για αντιπερισπασμό είπε κάτι πολύ σωστό. Υπήρξαν πέρυσι τρία γεγονότα ορόσημα που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο ώστε να ανοίξουν τα περισσότερα από τα blogs του 2007. Ο θάνατος της Αμαλίας, οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου και οι εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ. Είμαι νομίζω λοιπόν η μόνη που όταν η Αμαλία έφυγε αγνοούσα τα blogs, αποφάσισα να το ανοίξω στις πυρκαγιές και τελικά το έκανα λίγο πριν τις εκλογές του ΠΑΣΟΚ. Κι ας μην είμαι Πασόκα.

Τελικά είναι η πρώτη ανάρτηση που έγραψα και δεν ξέρω τον ακριβή σκοπό της. Έτσι, περισσότερο σαν σκέψεις που ήθελα να καταγράψω μου βγήκε. Αυτό που θέλω όμως να πω είναι πως το blogging το λατρεύω. Αν κάποια στιγμή πω ότι το παρατώ να είστε σίγουροι πως τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου καλά, ότι κι αν γράψω εκείνη την κούφια ώρα.

Προς το παρόν δίνω αγώνα για να μην κλείσει κάποια άλλη το δικό της. Προς το παρόν είμαστε ακόμα εδώ. Κλεμμένη η ατάκα. Και πάλι ξέρω ότι αυτός που την εμπορεύεται μου την δίνει με όλη του την καρδιά.

Σας παπιοαγαπώ λοιπόν

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 02, 2008

6 bloggers στη Μελίκη

Όταν η Κατερίνα με πήρε τηλέφωνο, με πέτυχε στο περίπτερο την ώρα που ζητούσα το Cosmopolitan Σεπτεμβρίου. Ο περιπτεράς δεν είχε το cosmo αλλά με ρώτησε αν ήθελα να μου το φέρει την επομένη. Η Κατερίνα με ρώτησε αν θα πάμε να βοηθήσουμε στη συγκομιδή των τεύτλων. Είπα «ναι» στον περιπτερά, αστόχησε η φράση, ένα «τέλεια» ακούστηκε από την άλλη γραμμή και πριν προλάβω να πω όχι είχε κλείσει για να ειδοποιήσει τους υπολοίπους.
Και καταλαβαίνω ότι έχω κάνει μεγάλη γκάφα. Την ξαναπαίρνω και τη ρωτώ πολύ γλυκά τι εννοούσε για να εισπράξω το λίγο απαξιωτικό σχολιάκι «Καλά δεν είδες στο blog του Λιολιόπουλου ότι αρχίζει η συγκομιδή στη Μελίκη και θα απέχει για λιγάκι;». «Όχι» ψέλλισα. «Δεν πειράζει, αρκεί που είπες ναι». Κατάλαβες φίλε αναγνώστη; Ατσίδας είσαι, το έπιασες.

Και ξεκινήσαμε. Πέντε bloggers σε ένα θηρίο. Ο Αντώνης είπε ότι είναι jeep. Εμένα περισσότερο σε ερπυστριοφόρο μου έφερνε αλλά δεν μίλησα. Φυσικά και οδήγησε αυτός. Αν και όλοι είχαμε δίπλωμα αμφιβάλλω αν τα πόδια μας θα έφταναν στα πετάλια. Και αρχίζει το ταξίδι του μαρτυρίου. Εγώ γκρίνιαζα. Ο Αντώνης ήταν αμίλητος. Και ο Matrix με τον Vk είχαν βαλθεί να μας σπάσουν τα νεύρα. Στο Σείριο ζήτησε ο Matrix στάση για καφέ. Στο Λεβέντη, ο Vk για τυρόπιτα. Στο καμμένα βούρλα ο Matrix για λουκουμάδες. Στα Τρίκαλα ο Vk για χαλβά φαρσάλων. Στα επόμενα δέκα χιλιόμετρα πολύ σοβαρά ο Αντώνης τους είπε ότι θα τους κατεβάσει. Η Κατερίνα δεν θέλει και ρώτημα. Έστριβε τσιγάρα μανιωδώς και σήκωνε ανά δέκα λεπτά το κινητό να απαντήσει στις κλήσεις του Λιολιόπουλου που ήθελε να δει που φτάσαμε.

Και φτάσαμε. Και παθαίνω σοκ. Στην κεντρική πλατεία της Μελίκης να έχει βάλει ο Λιολιόπουλος 4 αρνιά στη σούβλα και να παίζουν λάιβ κλαρίνα. Όλο το χωριό να έχει μαζευτεί για να μας χαιρετήσει, φίλοι και γνωστοί του Λιολιόπουλου να μας καλωσορίζουν και – στο Θεό που πιστεύεις- ο Λιολιόπουλος να έχει τυπώσει τα αγαπημένα του κείμενα από τα blog μας και να θέλει να τα διαβάσει. Τέτοια λαχτάρα είχα καιρό να πάρω. Ξεκίνησε με το πόστ της Κατερίνας «γιατί δεν έγινα λεσβία». Εντάξει, το παραδέχομαι. Το χάρηκα!!!
Πάντως κάτι το ταξίδι, κάτι ο καφές, η τυρόπιτα, οι λουκουμάδες, ο χαλβάς που είχα φάει, ήρθε και η μυρωδιά του αρνιού που δεν τρώω και είπα ότι θα πεθάνω στη Μελίκη. Ο Μatrix να έχει ενθουσιαστεί με κάτι πιτσιρίκες, ο Vk με το φαγητό, ο Αντώνης με το κρασί κι εγώ με τον 25χρονο γιατρό του χωριού που έκανε το αγροτικό του εκεί.

Η επόμενη μέρα μας βρήκε στους αγρούς. Φυσικά όχι όλους. Ο Vk έμεινε στην πλατεία να κλέψει στο τάβλι τους παππούδες. Ο Matrix είπε ότι θα βοηθούσε κάτι κοριτσάκια στα Μαθηματικά – ήμαρτον Παναγία μου. Η Κατερίνα ήταν η πρώτη που ανέβηκε στο τρακτέρ για να επιτηρήσει, ο Αντώνης μπήκε αμέσως στο κλίμα και εγώ στο νόημα. Στο πρώτο πονάκι που ένιωσα δεν έδωσα σημασία. Στο δεύτερο φοβήθηκα πάρα πολύ γιατί είμαι και σε κρίσιμη ηλικία, οπότε στο τρίτο κίνησα για το κέντρο υγείας. Τόσο χάλια.

Το βράδυ βρήκε τον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Γυρίζοντας στον ξενώνα έπεσα πάνω στο Matrix που κι εκείνος από κάπου γύριζε. Και μπαίνοντας στο δωμάτιο πέτυχα την Κατερίνα ντυμένη να έχει γυρίσει κι αυτή από κάπου. Εντάξει, φυσικά και είμαι πολύ διακριτική. Φυσικά και δεν ρώτησα κανέναν τους που ήταν. Για χαζή με περνάς; Μην απαντήσεις. Βέβαια ο Vk είναι απορίας άξιο που κοιμήθηκε το βράδυ αλλά ούτε αυτό δεν ρώτησα.

Η Κυριακή ξημέρωσε λαμπρή. Φυσικά επειδή θα φεύγαμε. Ο Λιολιόπουλος ήταν σκασμένος. Από το πρωί είχε βάλει ένα κοκορέτσι στη σούβλα για μεζέ. Ο Αντώνης δεν του χάλασε χατίρι και κατά το μεσημέρι ακόμα το καραβάνι δεν είχε ξεκινήσει δεδομένου ότι ο οδηγός είχε κεφάκια. Καλά δεν το συζητώ ότι κάτι κοριτσάκια ήρθαν να χαιρετήσουν το Matrix και κλαίγανε. Ούτε πως εγώ χαιρέτησα το γιατρό κλαίγοντας. Το ρεμάλι ο Vk έμαθα ότι από το τάβλι, το είχε γυρίσει στην πόκα και είχε μαδήσει τους παππούδες του χωριού. Βέβαια τα παππούδια δεν το είχαν καταλάβει και είχαν έρθει να αποχαιρετήσουν αυτό το χρυσό παιδί. Οι τσέπες του ήταν έτοιμες να σκάσουν. Μα τι άνθρωπος!! Την Κατερίνα ήρθε ένας Ιταλός να τη χαιρετήσει. Μου θύμισε τον τύπο που της είχε κουβαλήσει την βαλίτσα στην Τήλο αλλά όρκο δεν παίρνω. Εγώ αποφάσισα πως δεν τους ξανακάνω παρέα. Σας παρακαλώ. Μην με αφήνετε μόνη μαζί τους!



Το όχημα που οδηγήσαμε στο χωράφι του Νίκου!!