Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την 28η Οκτωβρίου. Πήγαινα έκτη δημοτικού, ήμουν μόλις δώδεκα χρονών και ήμουν το πιο αδύνατο παιδί μέσα στη τάξη. Μελετηρή, σε βαθμό που δεν άγγιζε την υπερβολή αλλά τέτοιο που με οδήγησε μαζί με άλλους δώδεκα συνυποψηφίους στην κληρωτίδα για το στέμμα που στη προκειμένη περίπτωση ήταν η σημαία του σχολείου. Κι ανάμεσα σε άλλους δώδεκα, η τύχη και το μαγικό χέρι μιας δασκάλας με οδήγησαν στο τίτλο της Σημαιοφόρου για την 28η Οκτωβρίου. Η χαρά μου απερίγραπτη, όχι τόσο για τη τιμή που φυσικά δεν μπορούσα να αξιολογήσω επαρκώς αλλά γιατί ξεκίνησαν άπειρες πρόβες, καθότι φοιτούσα σε σχολείο με κύρος που ήταν πρώτο στις χαρές και τα πανηγύρια. Τώρα μετά από τόσα χρόνια μπορώ με βεβαιότητα να πω πως ήμουν η πρώτη Σημαιοφόρος που δεν ήταν φυτό και λάτρευε τις πρόβες με τη σημαία γιατί έχανε μάθημα. Φυσικά η κοπάνα δεν ήταν ατιμώρητη από το Θεό ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον στην ηλικία των δώδεκα που μου φαινόταν αδιανόητο ότι ανθρώπινος νους έδωσε σε παιδάκι να κουβαλά τη σημαία με ένα κοντάρι που στα παιδικά μου χέρια ζύγιζε τουλάχιστον δέκα κιλά. Το βάρος ασήκωτο και τα λευκά γάντια για τα οποία στην αρχή καμάρωνα επιδείνωναν το πρόβλημα καθώς το κοντάρι γλιστρούσε μέσα από αυτά. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο και χωρίς καμία απόδειξη πίστευα ότι όλα αυτά ήταν τρικλοποδιές της παραστάτιδος που δεν με χώνευε καθώς θεωρούσε εαυτών καλύτερο. Οι υποψίες μου για το κακό της μάτι έγιναν επιβεβαίωση όταν μια βδομάδα πριν τη παρέλαση άρπαξα το πρώτο κρύωμα του φθινοπώρου και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να αποκλειστώ καθώς παρελαύναμε με πουκάμισα. Δεν το έβαλα κάτω όμως και με σούπες και λοιπές περιποιήσεις της μαμάς μου που κατά βάθος καιγόταν να καμαρώσει το μοναχοπαίδι της σε αυτό το Γολγοθά γιατρεύτηκα. Η παραστάτιδα που το είχε σίγουρο ότι θα με αντικαθιστούσε έφριξε από το κακό της μόλις με είδε να επιστρέφω στα «καθήκοντα» μου. Και κάπως έτσι κύλησαν οι πρόβες, χάνοντας μαθήματα και προσπαθώντας να περπατήσω καμαρωτή με δέκα κιλά βάρος στα χέρια.
Η περιβόητη μέρα της παρέλασης ξημέρωσε λαμπερή και απαστράπτουσα αν και σίγουρα η παραστάτιδα θα ήλπιζε να βρέχει για να αναβληθεί. Δεν θυμάμαι πολλά γιατί από το βάρος είχα αποκάμει. Μας είχανε να περιμένουμε άπειρη ώρα που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε αιώνας ενώ η παρέλαση κράτησε πάρα πολύ λίγο. Στη διάρκεια είχα το μπαμπά να με τραβάει φωτογραφίες και να καμαρώνει ενώ οι περισσότερες βγήκαν κουνημένες πιθανότατα λόγω της συγκίνησης ενώ αυτός το χρέωσε την ατυχία στο φίλμ, κάτι που ήταν ολοφάνερο ότι δεν ίσχυε αλλά τι να του πεις. Μπαμπάς είναι. Το μελανό σημείο της παρέλασης και για το οποίο δεν ευθύνεται η παραστάτιδα ώστε να της το χρεώσω είναι ότι μας είχαν τονίσει μπροστά από τους επισήμους να σταματήσουμε και να γυρίσουμε το κεφάλι προς αυτούς. Μας είπαν να χαμογελάσουμε κιόλας; Δεν θυμόμουν κι ακόμα με το αναπάντητο ερωτηματικό έχω μείνει. Πάντως εγώ για καλό και για κακό δεν χαμογέλασα και από εκείνη τη στιγμή έχω μια ωραιότατη βλοσυρή πόζα μπροστά στην εξουσία που την φυλάω ως παράσημο.