Τελικά δεν είναι οι μεσημεριανές εκπομπές το πρόβλημα. Μέγα λάθος που όλοι τα βάζουν με αυτές. Ούτε η Λαμπίρη, ούτε το κους- κους, ούτε το μπλα- μπλά κάνουν τη ζημιά κι ας έχουν τόσο ηλίθιους τίτλους και τόσο ανάλαφρη και πανηγυρτζίδικη διάθεση στη μέση του μεσημεριού, χειμώνα, καλοκαίρι. Το πρόβλημα, είναι οι απογευματινές εκπομπές. Αυτές που ξεκινούν λίγο μετά τις 4.30 και έχουν ποικίλη θεματολογία. Θεματολογία που αναφέρεται σε ερωτικά πάθη, σε εγκλήματα, σε φόνους, σε ατυχήματα, σε προσωπικά δράματα, σε ιστορίες τα διπλανής πόρτας που κανείς μας δεν θα ήθελε να του συμβούν, που αναφέρονται με μια φράση στον ανθρώπινο πόνο σε όλο του το μεγαλείο. Κάτω από το πρίσμα της σοβαροφάνειας και της ευαίσθητης προσέγγισης των θεμάτων (αν είναι ποτέ δυνατόν) τηλεπαρουσιάστριες, επονομαζόμενες και ως δημοσιογράφοι με την κονκάρδα του καθωσπρεπισμού στο πέτο του ταγιέρ και την ψεύτικη συμπόνια ζωγραφισμένη στο βλέμμα, κάθε μεσημέρι ξετυλίγουν κουβάρια ιστοριών που στο σύνολό τους είναι σκληρές, βίαιες και σίγουρα η προβολή τους δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.
Την ώρα που παιδάκια έχουν γυρίσει από το σχολείο και χαζεύουν μπροστά από την τηλεόραση, την ώρα που οικογένειες παίρνουν το μεσημεριανό τους φαγητό, την ώρα που πολλοί πίνουν τον καφέ τους, τα κανάλια σερβίρουν ανθρώπινα δράματα καλώντας συγγενείς, φίλους, τα ίδια τα θύματα, χαροκαμένες μανάδες και εστιάζουν την κάμερα στο δάκρυ που θα τρέξει από τα μάτια με πρόσχημα την ενημέρωση και (πως είναι δυνατόν;) τη διασκέδαση του κοινού. Κι έτσι μέσα στο μεσημέρι ένας δύσμοιρος τηλεθεατής μπορεί να παρακολουθήσει από τα γεγονότα του ατυχήματος στα Τέμπη με θύματα τους 21 μικρούς μαθητές, μέχρι τους λόγους που οδήγησαν μια πολύ ερωτευμένη γυναίκα στην αυτοκτονία ώστε μα αποδείξει την αγάπη της, γιατί τέτοιου είδους θεματολογία ανεβάζει τα νούμερα και συγκινεί το κοινό.
Ποιος φταίει; Όλοι. Όλοι όσοι πουλάνε τέτοιου είδους ενημερώσεις, όλοι όσοι τα αγοράζουμε και αυτοί που ενώ γι’ αυτό πληρώνονται δεν τα σταματάνε. Έτσι, μέρος της ευθύνης βαραίνει το κοινό που καταναλώνει ότι του πασάρεται χωρίς κριτική σκέψη. Το κοινό όμως δεν φταίει για όλα, ειδικά όταν τα περισσότερα κανάλια προσφέρουν παραπλήσιο υλικό και άρα δεν υφίσταται η δυνατότητα επιλογής. Το κυριότερο μέρος της ευθύνης βαραίνει τους δημιουργούς που μπροστά στο κέρδος ξεπουλάνε την ανθρώπινη υπόσταση σε τιμές εξευτελιστικές και την ίδια τους την αξιοπρέπεια ανάλογα με τα μηδενικά της αμοιβής τους. Και φυσικά φταίει το εθνικό συμβούλιο ραδιοτηλεόρασης που κάνει τα στραβά μάτια κι ας πληρώνεται από τον Έλληνα φορολογούμενο έστω και ερήμην του για να τον προστατέψει από τα τηλεσκουπίδια που του σερβίρονται. Και το κακό είναι ότι όλα αυτά ονομάζονται σκληρό ροκ. Κι όμως όπως έχει πει κι ο καλλιτέχνης «γιατί το ροκ ότι και να ’σαι, άμα δεν το ’χεις να το φοβάσαι». Κι ανάθεμα, αυτοί δεν είναι καθόλου ροκ.