Η Ραφήνα πάντα με μελαγχολούσε. Αυτό που θεωρούνταν πάντα καλοκαιρινός προορισμός εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ. Λες να έφταιγε ο τσόγλανος ο σπάρος; Η σκρόφα η καβουρίνα; Η βρωμιάρα που άφηνε τα καβουράκια να πλαντάζουν στο κλάμα; Που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ως αμάρτημα που μόνο με λιθοβολισμό τιμωρείται; Κι αυτό το κλάμα των μικρών καβουριών με στοίχειωνε. Έχουν να φάνε; Σε ποια πέντε φύκια του βυθού τα έχει αφήσει η λυσσάρα – για τον σπάρο – μάνα; Και τι το αξιόλογο έχει η θάλασσα της Ραφήνας για να αφήσει τα μικρά της και να κατηφορήσει προς τα εκεί; Χάθηκε ένα Αλεποχωρί, μια Ψάθα, βρε αδερφέ. Και το τελευταίο αναπάντητο ερώτημα ήταν αν υπήρχε πατέρας. Πατέρας κάβουρας υπήρχε ή ο Θεός ξέρει με ποιους τα έχει κάνει τα καβουράκια; Με θυμάμαι στο πίσω κάθισμα του κόκκινου τότε Citroen να προσπαθώ να δώσω απαντήσεις στις παιδικές μου ερωτήσεις και να καταλήγω να μισώ όλο και περισσότερο την τσούλα την καβουρίνα που νομίζει ότι είναι κάποια.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά στη θέση του οδηγού σε ένα άλλο κόκκινο αυτή τη φορά αυτοκίνητο έχω την ίδια απορία προσεγγίζοντας πάντα την Ραφήνα. Πόσο κρατάει αυτή η τσάρκα με πονηρούς σκοπόύς μεταξύ του λαμόγιου του σπάρου και της άπονης μάνας της καβουρίνας; Πότε θα τελειώσει το μαρτύριο για τα καβουράκια που σίγουρα έχουν πάει φαντάροι; Κι εγώ; Εγώ πότε θα μεγαλώσω ώστε να μην παίρνω τις μετρητοίς τους στίχους ενός τραγουδιού; Να μην στεναχωριέμαι, έστω;
Η Ραφήνα με μελαγχολεί και για έναν ακόμα λόγο. Κουβαλά αυτή την κατήφεια του φθινοπώρου που τείνει απειλητικά να γίνει χειμώνας, του Κυριακάτικου απογεύματος που τείνει να γίνει βράδυ. Πολλά χρόνια πριν όταν φεύγαμε με εκείνο το κόκκινο Citroen για να πάμε βόλτα. Στη θάλασσα από το διαμέρισμα των Εξαρχείων. Να πάρει λίγο αέρα το παιδί, να περπατήσουμε κι εμείς στην παραλία, αύριο ανοίγουν και τα σχολεία.
Χτες ο καιρός θύμιζε φθινόπωρο. Μυριζε σχεδόν διαολεμένα Οκτώβρη. Φυσούσε πολύ αλλα η κίνηση έκλεινε το μάτι στους επισκέπτες ότι εδώ είναι ακόμα καλοκαίρι. Στην πλατεία άπειρα πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα. Όταν η μπάλα τους ξέφυγε και ήρθε στα πόδια μας εκείνα φώναξαν «κύριε, θα μας κλωτσήσετε την μπάλα;» Γέλασα με την καρδιά μου. Το καράβι του Αγούδημου κατέβαζε επιβάτες. Αυτό το καράβι στο οποίο όλοι έχουμε περάσει τουλάχιστον 20 ώρες για κάποιο νησί των Δωδεκανήσων. Θυμάσαι εκείνο το πρωινό του Ιούλη; Που νυχτώσαμε και ξημερωθήκαμε σε αυτό το καράβι; Θυμάμαι. Θυμάμαι. Θα μου πεις τα σχέδια σου; Θα σου πω. Να σου πω. Και η θάλασσα να λυσσομανάει κυματισμένη. Και τα πιτσιρίκια να έχουν γεμίσει την πλατεία. Την ημέρα που η κυβέρνηση ψήφισε το ασφαλιστικό. Κι εμείς είπαμε τα όνειρά μας για το μέλλον και η γυάλινη τζαμαρία δεν μπορούσε να συγκρατήσει την αλμύρα που ερχόταν και το καλοκαίρι που είναι εδώ.
6 σχόλια:
Κανε ονειρα για το μελλον, τολμα να τα προσπαθησεις, ειναι απο τα ελαχιστα που δεν μπορουν να σου κλεψουν!
Και όλα αυτά για μια πουτάνα καβουρίνα; Δεν φταίει που βγήκε αυτή πεταχτούλα. Ήταν κουκλάρα καιτη θέλανε πολλοί! Τι να έκανε; Και στη τελική μπορεί να τα άφησε στη κυρία Κούλα το μπαρμπούνι στη γωνία...το τραγούδι δεν μας το προσδιορίζει...
τι μου τη θύμισες τη ραφήνα; τα ίδια συναισθήματα κι εγώ, πάντα μου μύριζε φθινόπωρο και μουντίλα αυτή η περιοχή...
Ζερό μου καλέ, γιατί κλέβεις την παράσταση της Σιντερέλα με τα γαργαλιστικά σου σχόλια!! χαχαχαχα
Σιντερέλα μου, συμβαίνει τόσο συχνά να συνδέουμε τραγούδια με τόπους και διαθέσεις. Είναι ίδιον του γένους μας άλλωστε. Το μυαλουδάκι μας είναι συνδυαστικό...
.......Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα…
(Συγγνώμη για το μακροσκελές του σχολίου)
Το καλοκαίρι δεν είναι πια εδώ και η πουτάνα η καβουρίνα είναι αθώα ετούτη τη φορά μιας και οι μόνοι ένοχοι είναι οι δεινόσαυροι.
Χαίρομαι που σε βρήκα!
σας ευχαριστώ πολύ πολύ όλους για τα ζεσ΄τα σας λόγια! Χριστινάκι μου, μηδενικέ μου και θείε Σκρούτζ θα τα πούμε μόλις επιστρέψω!
Λιαστή μου ντοματούλα και Δημοσθένη καλώς ορίσατε και με το καλό να τα λέμε!!
Πολλά πολλά φιλάκια σε όλους σας παιδιά!
Δημοσίευση σχολίου