Η πόλη είχε αρχίσει να ξυπνά σιγά- σιγά και το μαύρο της νύχτας παραχωρούσε αργά και πεισματικά τη θέση του σε ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Ήταν μόλις ένα εξάμηνο στη Νέα Υόρκη αλλά ένιωθε ότι είχε βρει ένα λιμάνι να δέσει. Εδώ, στη Νέα Υόρκη ξένη ανάμεσα σε ξένους ένιωθε ότι ξεκινούσε ξανά. Σε λευκή κόλλα με ξυσμένο μολύβι θα αποτύπωνε τη δική της αλήθεια, θα ζωγράφιζε τη δική της ζωή. Πάντα λάτρευε του ύπνο αλλά σε αυτή την πόλη που δεν κοιμόταν ποτέ είχε αποβάλλει αυτή τη συνήθεια. Λάτρευε να ξυπνά νωρίς και να μένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι δίπλα στον άντρα που σαν παιδί κοιμόταν κρατώντας τη σφιχτά αγκαλιά. Η ανάσα του οικεία, και η αγκαλιά του ούτε στο ελάχιστο αποπνικτική. Η Έλλη είχε εδώ και καιρό πέσει στα δίχτυα του έρωτα και το απολάμβανε.
Οι μήνες πέρασαν πολύ γρήγορα μετά από εκείνο το ατυχές συμβάν και η ώρα του πτυχίου της δεν καθυστέρησε ούτε εξάμηνο. Η Έλλη είχε όλη τη ζωή στα χέρια της και τα όνειρα της, παντιέρες για το μέλλον. Δεν είχε άγχος και οι ανησυχίες που στοίχειωναν τα όνειρα των συνομιλήκων της δεν την είχαν αγγίξει ποτέ. Αμέσως μετά το πτυχίο η πρόταση του καινούργιου καθηγητή για μετεκπαίδευση στην Αμερική, σε ένα από τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια, φυσικά με τη δική του βοήθεια ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη. Η Έλλη άδραξε την ευκαιρία χωρίς μικροσυναισθηματισμούς και αμφιβολίες και δεν δίστασε ούτε λεπτό να πάρει την απόφαση που θα της άλλαζε για πάντα τη ζωή. Ο ίδιος ο καθηγητής δεν είχε ζητήσει τίποτα παραπάνω από τα αυτονόητα και ήταν πολύ πιο ξύπνιος από τον προηγούμενο ώστε να μην μπλέξει ερασιτεχνικά με καταστροφικές συνέπειες για τον ίδιο. Ήξερε τι ζητούσε και μπορούσε να το πάρει χωρίς συναισθηματικές γιρλάντες και περιτύλιγμα. Και η Έλλη ανακουφισμένη και πολύ πιο ώριμη ήξερε ότι τα ίδια λάθη δεν θα τα έκανε ξανά.
Ο Αλέξης βρέθηκε στο δρόμο της ένα μήνα μετά την άφιξη της στη Νέα Υόρκη. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα που ψιλόβρεχε η Έλλη δέχτηκε μια πρόσκληση από μια Ελληνίδα συμφοιτήτρια της για ένα πάρτυ που θα γινόταν στο χώρο του πανεπιστημίου. Στην αρχή σκέφτηκε ότι το πάρτυ θα ήταν μια αποτυχία κι αυτή θα έχανε το χρόνο της ενώ το επόμενο πρωί θα έφτανε ο κύριος καθηγητής από την Αθήνα για να περάσουν το τριήμερο μαζί. Κι όμως, η κλεισούρα των τελευταίων εβδομάδων την ανάγκασε να το ξανασκεφτεί. Στην τελική δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Φόρεσε ένα στενό, μαύρο βελούδινο φόρεμα και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια από aquamarine. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό.
Ο Αλέξης ήταν διδακτορικός φοιτητής σε παρεμφερές αντικείμενο με την Έλλη, νέος, ωραίος και πολύ έξυπνος. Προερχόταν από μια εύπορη Αθηναϊκή οικογένεια και τα λεφτά δεν υπήρξαν ποτέ πρόβλημα γι’ αυτόν. Η διαφορά του ανάμεσα σε όλους όσους ήθελαν την Έλλη ήταν ότι εκείνος δεν το έδειξε και φυσικά δεν την κυνήγησε. Μόλις μπήκε στην αίθουσα όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω της. Όλα, εκτός από τα δικά του. Μια φευγαλέα ματιά τον έπεισε ότι η κοπέλα ήταν μοναδική και η συμπεριφορά του θα πρέπει να είναι ξεχωριστή ώστε να την κερδίσει. Τελικά δεν χρειάστηκε να κοπιάσει πολύ. Η Έλλη έπεσε από μόνη της στην παγίδα και έμεινε σαν να μην είχε λείψει από εκεί μέσα ποτέ.
Και να που πέντε μήνες μετά η σχέση αυτή είχε σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα της. Και να που ζούσαν μαζί, σαν από πάντα, ερωτευμένοι, ευτυχισμένοι, κομμάτια ενός παζλ που ταίριαξαν αμέσως. Η Έλλη σχεδόν αμέσως μετακόμισε στο ευρύχωρο διαμέρισμα του, στον 40 όροφο ενός ουρανοξύστη με θέα ολόκληρο το Μανχάταν. Το διαμέρισμα της δεν το είχε αφήσει. Δυστυχώς για εκείνη η παραμονή της στο πανεπιστήμιο εξακολουθούσε να εξαρτάται από τον κύριο καθηγητή και τις διαθέσεις του. Δεν ήταν φορτικός, εκείνη όμως ένιωθε φορτίο βαρύ στις πλάτες της τα δανεικά φτερά που της είχε δώσει. Και ξαφνικά το αντάλλαγμα δεν το άντεχε πια. Η Έλλη πολύ απλά ήταν ερωτευμένη και αυτή την παράμετρο δεν την είχε φανταστεί ποτέ ώστε να την περιλάβει στους ψυχρούς υπολογισμούς της. Υπήρχαν σαββατοκύριακα που εξαφανιζόταν γιατί ο κύριος καθηγητής έφτανε στη Νέα Υόρκη κι απρόσμενα είχε αρχίσει να έχει διεκδικήσεις και αιτήματα αντίθετα με τους όρους του «συμβολαίου» που είχαν συνάψει…
Τέσσερις μήνες αργότερα και ενώ το καλοκαίρι όδευε προς το τέλος του η Έλλη αισθανόταν μια απέραντη ευτυχία. Είχαν ήδη επιστρέψει στη Νέα Υόρκη και ανακαίνιζαν το διαμέρισμα τους με καινούργιες κουρτίνες, φωτεινά χρώματα και ένα τεράστιο κρεβάτι. Οι διακοπές στα ελληνικά νησιά με τον Αλέξη ήταν ένα παραμύθι. Και ευτυχώς για κείνη ο κύριος καθηγητής ήταν πολύ απασχολημένος με τις οικογενειακές του διακοπές ώστε να την συναντήσει παραπάνω από μια φορά κι αυτή ούτε καν τη θυμάται. Τόσο σύντομή και τόσο συννεφιασμένη ήταν μέσα στο ηλιόλουστο καλοκαίρι της ζωής της.
Κι όμως. Η λιακάδα πριν από την καταιγίδα ήταν εκεί. Η μπόρα στη ζωή της μόλις τώρα θα ξεσπούσε. Η Έλλη δεν μπορούσε να φανταστεί πως η ευτυχία της θα άλλαζε ξαφνικά όψη. Ήταν μόλις λίγες μέρες αλλά ένιωθε ένα περίεργο συναίσθημα. Δεν είχε ναυτίες, δεν είχε εμετούς. Ένα παράξενο μόνο συναίσθημα. Έκανε το τεστ εγκυμοσύνης το οποίο βγήκε αρνητικό. Αλλά και πάλι το συναίσθημα εκεί. Περίεργο και εχθρικό. Ένας φόβος τεράστιος, ανεξήγητος, περίεργος, χωρίς λόγο ύπαρξης, φωλιασμένος μέσα της. Αποφάσισε να επισκεφθεί ένα γιατρό και να μην αφήσει τους φόβους της να την κυριεύσουν. «Είστε έγκυος, μα πως γίνεται να μην το έχετε καταλάβει; Διανύετε ήδη την έβδομή εβδομάδα. Τα τεστ δεν είναι πάντα έγκυρα, πάντως είστε έγκυος.». Αποφάσισε το ίδιο κιόλας βράδυ να το πει στον Αλέξη. Χωρίς εισαγωγή και πρόλογο έτσι απλά, έτσι όπως έγινε. Του το είπε ήρεμα, σχεδόν γλυκά, τρυφερά. Την αντίδραση του ούτε στα χειρότερα της όνειρα δεν είχε φανταστεί. Η αντίστροφη μέτρηση μόλις είχε ξεκινήσει. Τα μάτια του άστραψαν, σαν κεραυνοί. Το χαστούκι του σαν πάγος την έκοψε στα δυο. Η τελευταία του κουβέντα πριν τη βγάλει σηκωτή από το σπίτι τους που ξαφνικά είχε ξαναγίνει δικό του ήταν καταπέλτης για τα όνειρα της «Κρίμα καρδιά μου που κρατήσαμε μυστικά ο ένας από τον άλλο. Είναι υπέροχο που είσαι έγκυος αλλά αυτό το παιδί δεν θα μπορούσε να είναι δικό μου».