Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2007

Οδηγώ και δε σκέφτομαι…

Είναι άραγε σημάδι των καιρών; Της βιασύνης που μας κυνηγάει όλους; Του άγχους που έχει φωλιάσει μέσα μας; Είναι μήπως δείγμα αδιαφορίας και έλλειψης σεβασμού; Η εν τέλει έλλειψη στοιχειώδους παιδείας; Μια δικαιολογία, ένα επιχείρημα, μια τόση δα εξήγηση θέλω για τον τρόπο που εσύ, εγώ και όλοι μας οδηγούμε στους δρόμους εντός και εκτός αυτής της πόλης. Δε ζητάω πολλά, ζητάω ελάχιστα για το δράμα που βιώνω κι ας επιβιώνω (ακόμα).

Κάθε μέρα το ίδιο μαρτύριο και στο ίδιο έργο θεατής και πρωταγωνιστής παράλληλα να σιχτιρίζω, να γκρινιάζω, να οδηγώ, να φοβάμαι και να κάνω το σταυρό μου. Γιατί δεν είμαι μόνη μου. Γιατί η χειρότερη φάρα είναι ο Έλληνας οδηγός, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου. Γιατί σε αυτή τη χώρα ο Σαββόπουλος έχει παραφραστεί και όλοι θεωρούμε ότι ο Θεός θα μας έχει καλά, πάντα θα ανταμώνουμε και θα ξεφαντώνουμε. Και έτσι ρισκάρουμε. Γκαζώνουμε, φασκελώνουμε και παραβιάζουμε φανάρια με βαθύ κόκκινο γιατί ο χρόνος είναι χρήμα και κανείς μας δεν έχει λεφτά για χάσιμο. Ούτε βέβαια κανείς έχει την πολυτέλεια να περιμένει.

Ίσως μάλιστα είναι η μόνη φάρα, αυτή η χειρότερη που άνετα ταξινομείται. Οι παρακάτω τύποι θα βρεθούν σίγουρα στο διάβα σου. Κάποιοι κάνουν μπαμ από μακριά και καλύτερα να τους αφήνεις να πάνε στην ευχή του Θεού. Κάποιοι άλλοι είναι χαμαιλέοντες γι’ αυτό και είναι πιο επικίνδυνοι. Τα μάτια σου δεκατέσσερα γιατί όλοι ανεξαιρέτως είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Τους καλημερίζεις στο ασανσέρ και τους φασκελώνεις στο δρόμο. Όλους. Ανεξαιρέτως.

Είναι ο τύπος που θα κάνει σφήνα στο φανάρι για να μπει μπροστά από τον πρώτο προσπερνώντας μια ολόκληρη σειρά αυτοκινήτων για να καταλήξει λίγα λεπτά αργότερα στην ουρά της εφορίας να στέκεται στα σκαλιά και να ξοδεύει μεροκάματα περιμένοντας.
Είναι η νεαρή γυναίκα που θα πεταχτεί από το στενό παραβιάζοντας το στοπ και θα σε αναγκάσει να φρενάρεις στο χείλος του προφυλακτήρα της για να διαβάσεις το αυτοκόλλητο “baby on board”.
Είναι και η γιαγιά που στο πέρασμα της από στενό της Κυψέλης παίρνει σβάρνα όλους τους καθρέφτες πηγαίνοντας με 20 χλμ/ώρα. Αφού έχει πατήσει τα 70 αλλά το κράτος χωρίς να την έχει εξετάσει θεωρεί ότι οδηγεί μια χαρά, αυτή γιατί να άγχεται;
Είναι και ο πιτσιρικάς με το φτιαγμένο yugo που μπροστά στο citroen σου νομίζει ότι έχει Mercedes. Κι έτσι με τη μουσική στη διαπασών, την τριπλή εξάτμιση, τα μπλε φώτα νεον, σε προσπερνά ξυστά από δεξιά.
Είναι και ο βασιλιάς της ασφάλτου, ο ένας, ο μοναδικός, ο οδηγός του λεωφορείου που στο πέρασμα του δεν σε βλέπει καν. Που στο πέρασμα του πρέπει να βρεις γωνία να χωθείς, πεζοδρόμιο να ανέβεις, εκκλησιά για να προσευχηθείς.
Τέλος είναι ο άντρας οδηγός. Με το κρεμασμένο χέρι από το παράθυρο. Με το τσιγάρο στο στόμα και με το κινητό στο αυτί. Που μιλάει στο συνοδηγό, ελέγχει τα μηνύματα του και βρίζει την μπροστινή γυναίκα οδηγό παροτρύνοντας την να αφήσει το τιμόνι και να πάει σπίτι για να πλύνει κάνα πιάτο. Είναι κούλ μέχρι που η μπροστινή τύπισσα θα του απαντήσει ότι έχει κάποιον σαν αυτόν στο σπίτι κι εκεί ο άντρας μάγκας οδηγός θα χάσει τη μπάλα.

Είναι όλοι αυτοί και είναι και ο καθένας ξεχωριστά. Κυκλοφορούν, δεν οπλοφορούν αλλά σπέρνουν τον τρόμο. Κι εσύ ανήμπορος να αντιδράσεις τους παρακολουθείς, τους πετυχαίνεις, πέφτεις μούρη με μούρη μαζί τους και είσαι ένας από αυτούς. Ένας από τους πολλούς. Φόρα τουλάχιστον ζώνη η κράνος για να κάνεις τη διαφορά.